Όταν ήμασταν πιτσιρίκια τσακωνόμασταν μεταξύ μας ποιος είχε το καλύτερο χωριό για να παραθερίζει τα καλοκαίρια. Οι πιο ριγμένοι σε αυτές τις μάχες ήταν αυτοί που η καταγωγή των γονιών τους κρυβόταν πίσω από ψηλά βουνά κι άγνωστα χωριά με περίεργα ονόματα μεν, χωρίς θάλασσα δε.
Τώρα που το σκέφτομαι ήταν απόλυτα φυσικό κι αναμενόμενο. Και μόνο που ακούς, άλλωστε, τη λέξη καλοκαίρι το μυαλό διακτινίζεται αυτόματα σε παραλίες, ηλιοβασιλέματα, πεύκα, τζιτζίκια και έρωτες. Πολλοί λίγοι έχουν αναμνήσεις από καρπούζια αφημένα μέσα στο ποτάμι (που το όνομά του είναι Γαλάζιο) για να παγώσουν, δίπλα στα καφάσια με τα αναψυκτικά, από ονειροπόληση κάτω από τον ίσκιο πυκνόφυλλων καστανιών και από βατραχοκυνήγι χωρίς έλεος. Στις μνήμες αυτές με το πέρασμα του χρόνου, προστέθηκαν τα πρώτα λαθραία τσιγάρα, τα οποία κρύβαμε κάτω από τα πατζούρια πέτρινων εγκαταλελειμμένων σπιτιών, τα μπουκάλια μπύρας που περνούσαν από χείλη σε χείλη και μια κιθάρα ξεκούρδιστη, απαραίτητη συνοδεία στα απογευματινά ξελαρυγγιάσματά μας.
Το πιο έντονο περιστατικό, το οποίο θυμάμαι από αυτά τα καλοκαίρια του βουνού στην Ευρυτανία, ήταν εκείνο το βράδυ που δεκαπέντε πιτσιρίκια αποφάσισαν να πάνε περπατώντας μέσα στο σκοτάδι στο διπλανό χωριό, την Αγία Τριάδα, κουβαλώντας μαζί αυτή την έρημη κιθάρα και αγνοώντας επιδεικτικά τα τσοπανόσκυλα – οι βοσκοί συνήθιζαν να αφήνουν ελεύθερα στο δρόμο να φυλούν τα κοπάδια. Για κάποιο λόγο είχαμε πειστεί ότι θα καταλάβαιναν πως δεν αποτελούσαμε κίνδυνο. Είχαμε μάλιστα συμφωνήσει (εμείς τα παιδιά των λουλουδιών και των ρεματιών) ότι σε ενδεχόμενη επίθεση θα παραμέναμε ψύχραιμοι και ήρεμοι, όπως ο Γκάντι καλή ώρα, οπότε αυτά θα έφευγαν. Ανοησίες. Δύο λεπτά μετά την αναχώρησή μας ανακαλύψαμε ότι η απόφασή μας δεν ήταν καθόλου καλή ιδέα κι ότι κανείς μας δεν ήταν διατεθειμένος να δοκιμάσει τα αποτελέσματα της τηλεπαθητικής σκέψης στα τσοπανόσκυλα. Πρέπει να σπάσαμε κάθε παγκόσμιο ρεκόρ τρέχοντας. Γαυγίσματα στο αφτί και πόδια στην πλάτη. Που να ήσουν τότε Γιουσέιν Μπολτ να μας καμαρώσεις;
Και οι δεκαπέντε γενναίοι και γενναίες κατορθώσαμε να φτάσουμε στη πλατεία του διπλανού χωριού, με όλα τα μέλη μας στη θέση τους. Το γιορτάσαμε με λεμονάδες και τραγούδια, υπό τους ήχους της κιθάρας- σήμα κατατεθέν. Εννοείται ότι για το γυρισμό μας επιστρατεύτηκαν οι γονείς, οι οποίοι ποτέ δεν αναρωτήθηκαν γιατί χαμογελούσαμε συνομωτικά και κορδωνόμασταν όλο το βράδυ, λες και ήμασταν ήρωες των παραμυθιών. Καμιά φορά σκέφτομαι μήπως το κόλλημα που έχω με το τρέξιμο γεννήθηκε εκείνο το βράδυ. Κιθάρα πάντως δεν έμαθα ποτέ.