«Ου γέα, ου γέα, αι γουανα μπαστ δατ μπάτι». Η Μαρία είχε βάλει το γουόκμαν και τραγουδούσε δυνατά πάνω από τον Πρινς, χοροπηδώντας στο κάθισμα του πούλμαν. «Tι βλακεία» σκέφτηκα κι έβαλα τα ακουστικά μου για λίγο pop μελόδραμα: Though we’ve got to say goodbye for the summer / Darling, I promise you this… Αν και 15 χρονών κατά βάθος αναγνώριζα ότι ο Τζέισον Ντόνοβαν δεν είναι η επιτομή του cool, ωστόσο αυτό ήταν ολοκαίνουργιο άλμπουμ και εγώ είχα μόλις αποχαιρετίσει το πρώτο μου boyfriend για να περάσω 20 μέρες (μια αιωνιότητα όταν είσαι έφηβος) σε ένα καλοκαιρινό σχολείο έξω από το Λονδίνο.
Ηταν Ιούλιος του 1989.
Ηταν επίσης ένα από τα καλύτερα πράγματα που έκαναν ποτέ για εμάς (μια ντουζίνα έφηβες από την επαρχία), οι γονείς μας και η πάντα μπροστά από την εποχή της κυρία Νάνσυ, ιδιοκτήτρια του φροντιστηρίου Αγγλικών.
To St. Albans είναι μια πόλη 31 χλμ νοτιοδυτικά του Λονδίνου, στο Χερτφορσάιρ και το μόνο που θυμάμαι από αυτήν είναι ο καθεδρικός με τα χρωματιστά βιτρό αφιερωμένος σε κάποιον σημαντικό άγιο που μαρτύρισε και ότι τα εστιατόρια σέρβιραν ωραία παγωτά. Μέναμε σε οικογένειες που νοίκιαζαν τα δωμάτια των ενήλικων πια παιδιών τους, τα οποία έλλειπαν για σπουδές -το γνωστό αγγλικό σύστημα. Εγώ έμενα σε ένα τυπικό δίπατο σπίτι με περιποιημένο front yard, μοκέτα στην σκάλα και ταπετσαρίες παντού. Διακόσμησα την ταπετσαρία του δωματίου μου με αφίσες συγκροτημάτων (τρεχα γυρευε γιατί είχα κουβαλήσει μαζί μου αφίσες συγκροτημάτων αυτό το 20μερο της μεγάλης ξενιτιάς). Στο διπλανό δωμάτιο έμενε μια κατάξανθη χλωμή ιταλίδα από τον Βορρά που της έλειπαν οι δικοί της. Κι εμένα μου έλειπαν. Οταν τηλεφωνούσαν κουτρουβαλούσα την σκάλα για να τους μιλήσω. Καμιά φορά έπαιρνε και η γιαγιά μου που δεν μιλούσε εγγλέζικα αλλά έλεγε «Θέλω τη Γαλάτεια» και με φώναζαν.
Η οικογένεια ήταν αυστηρή και δεν μας άφηνε να βγαίνουμε (ε, ναι, θέλαμε να βγαίνουμε, εγώ και οι άλλες Ελληνίδες, η Έλεσα κυρίως που ήταν πιο ξεπεταγμένη και είχε μαθει ήδη που μαζεύονταν οι άλλοι από τη σχολή). Μου έβαλαν τις φωνές, ότι στη χώρα γίνονται τόσα εγκλήματα τον χρόνο με θυματα παιδιά (αλήθεια ήταν αυτό) και να τα ξεχάσουμε τα σούρτα φέρτα μετά τις 5 το απόγευμα.
Το καλοκαιρινό μας course γινόταν στο campus του τοπικού κολεγίου, μια ειδυλλιακή έκταση από καταπράσινους κήπους και δέντρα. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ τόσο πράσινο σε αστική περιοχή. Από τότε μου μπήκε η ιδεα οτι το πανεπιστήμιο είναι ένα υπέροχο μέρος με βελούδινο γκαζόν και ψηλούς άψογα κουρεμένους θάμνους. Μας μάζευε κάθε πρωί ένα μίνι βαν με συνοδό μια νεαρή δασκάλα που φορούσε κοντομάνικα λουλουδάτα φορέματα αν και έκανε πολλή ψύχρα κι έτρωγε ρευστό χρωματιστό γιαούρτι για πρωινό πάνω στο λεωφορείο. Πρώτη φορα είχα δει άνθρωπο να τρώει σκέτο χρωματιστό γιαούρτι για πρωινό. Εμένα μου έβαζε η σπιτονοικοκυρά μου ένα τάπερ με το ίδιο και απαράλλαχτο κάθε μέρα κολατσιό: ψωμί του τοστ με τυρί κομμένο διαγώνια στα δυο κι ένα φρούτο. Πάντα πεινούσα κι αλλο και αγόραζα ένα σνίκερς απ΄τον αυτόματο πωλητή.
Θυμάμαι (αμυδρά) τις ημερήσιες εκδρομές στην Οξφόρδη (και στο Κέμπριτζ;), τον Πύργο του Λονδίνου και το μουσείο της Μαντάμ Τισό. Πιο πολύ όμως θυμάμαι την ημέρα που, αδιανόητο πώς, μας άφησαν μόνες για ψώνια κάπου στο Πικαντίλι. Η Ειρήνη είχε φέρει κομπόδεμα από συνάλλαγμα, να αγοράσει κασμίρ που της είχε παραγγείλει ο πατέρας της, οπότε εγώ και η Έλεσα την αφήσαμε να πάει στα υφασματάδικα και χωριστήκαμε. Οσο και αν προσπαθώ δεν μπορω να θυμηθώ που καταλήξαμε (στο Covent Garden; Στο Σόχο; Στην Οξφορντ Στριτ;) αλλά μπορώ να ανασύρω με λεπτομέρειες ολα τα λάφυρα του πρώτου μου αχαλίνωτου, απερίσκεπτου μέχρι τελευταίας λίρας κι εκστατικού shopping: ένα φαρδύ ξεβαμμένο σκισμένο τζιν, ένα μεταξωτό πουκάμισο με λαχούρια, μια δερμάτινη ζώνη με μεγάλη αγκράφα που έγραφε Buick και τα πιο cool T-shirts του κόσμου (έτσι μου φάνηκαν, μπορεί να ήταν και από τα τουριστικά) μεταξύ αυτών και ένα μαύρο με το κίτρινο λογότυπο του Μπάτμαν του Τιμ Μπάρτον που θα κυκλοφορούσε τον Σεπτέμβριο.
Πόσο μεγάλοι να ήταν οι Άγγλοι δάσκαλοι και συνοδοί μας; Είκοσι πέντε χρονών; Εικοσιοχτώ; Εμάς μας φαίνονταν αρκετά μεγάλοι. Το τελευταίο βράδυ μας κάλεσαν στη μικρή γιορτή τους, σε ένα από τα κτίρια του κολεγίου, όπου απλά είχαν φέρει μπύρες και φορητό κασετόφωνο. Ο πιο συμπαθητικός από αυτούς, ένας ψηλός με μακριά ξανθά μαλλιά, λίγο σκαμένο δέρμα και πάντα τσαλακωμένα ρούχα που είχε μονίμως καβάτζα από μπύρες στο βαν και μας μιλούσε σαν να είμασταν φίλοι και όχι μωρά, άρχισε να χορεύει με τον πιο αλλόκοτο τρόπο που ειχα δει ποτέ, σαν να κρεμούσε τον κορμό του και τα χέρια του προς τα κάτω και πέρα δώθε και πάλι επάνω, κάτι ανάμεσα σε κατάσταση ένθεης μανίας και νιρβάνας. Από τα ηχεία ακούγονταν οι νότες (και κουδουνίσματα και κρουστά μαζί που έμοιαζαν να σε ανεβάζουν προς τον ουρανό) μιας καινούργιας μελωδίας από το μέλλον. “Back to Life”, Soul II Soul. Η house μουσική έκανε τα μάγια της πάνω μου όπως κάθε νέο καταιγιστικό πράγμα και η κασέτα με τον Ντόνοβαν μάλλον δεν ξαναεμφανίστηκε ποτέ.