«Σε μία συνειδητή προσπάθεια αναζωογόνησης του κέντρου της Αθήνας με την επανένταξη παλαιών κτιρίων μέσα από νέες χρήσεις στον κοινωνικό και αστικό ιστό της πόλης, μια δικηγορική εταιρεία επέλεξε να εγκαταστήσει τα γραφεία της σε ένα διατηρητέο νεοκλασικό κτίριο στο ιστορικό κέντρο». Σε ένα σημείο της πόλης που χαρακτηρίζεται από σημαντικά κτίρια του 19ου αιώνα, όπως η Αθηναϊκή Τριλογία – η Ακαδημία Αθηνών, η Εθνική Βιβλιοθήκη και το Πανεπιστήμιο – των αρχιτεκτόνων Χριστιανού και Θεόφιλου Χάνσεν και Ερνέστου Τσίλλερ».
Το κτίριο της οδού Ομήρου οικοδομήθηκε το 1928 σε σχέδια του διακεκριμένου αρχιτέκτονα της εποχής Κώστα Κιτσίκη, συνεργάτη του Λούντβιχ Χόφμαν, ο οποίος συνέβαλε στον εκσυγχρονισμό́ της ελληνικής αρχιτεκτονικής. Αποτελείται από υπόγειο, ισόγειο κι έξι ορόφους και ανανεώθηκε από το γραφείο AKA – Αποστόλου Κολάκη αρχιτέκτονες.
«Ο συντηρητικός και μονολιθικός χαρακτήρας των όψεων ακολουθεί τους κανόνες της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής με την τριμερή διάρθρωση – βάση, κορμός και στέψη- και μορφολογικά στοιχεία των αστικών κτιρίων της Μπελ Επόκ σε συνδυασμό με στοιχεία εκλεκτικιστικά και Αρ Ντεκό – ανάγλυφα διακοσμητικά μοτίβα, μοτίβα κιγκλιδωμάτων, εξώθυρων από μορφοσίδηρο, και λεπτομέρειες που παραπέμπουν στην Αρ Νουβό».
Σε αντίθεση με τις όψεις που έχουν διατηρηθεί στην αρχική τους κατάσταση, το εσωτερικό του κτιρίου, σε μία ριζική ανακατασκευή της δεκαετίας του ’80, είχε υποστεί ολική αποξήλωση των στοιχείων της αρχικής του μορφής. Ο νέος σχεδιασμός του εσωτερικού του κτιρίου αντλεί στοιχεία από την υλικότητα και τη μορφολογία των εισόδων των πρώτων «πολυκατοικιών» που εμφανίστηκαν στη δυτική Ευρώπη των αρχών του 20ου αιώνα, και βασίστηκε στην τριμερή διάρθρωση των νεοκλασικών του όψεων:
Η «βάση», το ισόγειο, αποτελεί το κατώφλι του κτιρίου και το επίπεδο στο οποίο βρίσκονται οι αίθουσες υποδοχής των πελατών. «Η βασική σχεδιαστική κίνηση είναι το ενιαίο μαρμάρινο δάπεδο σε μοτίβο που παραπέμπει σε εισόδους μεγάρων της εποχής. Το γεωμετρικό σχέδιο του μαρμάρινου δαπέδου “ξετυλίγεται” σε όλη την επιφάνεια του ισογείου. Οι διαχωριστικοί τοίχοι των αιθουσών με τις αντανακλαστικές τους βάσεις να αντικατοπτρίζουν το μοτίβο του δαπέδου δημιουργώντας οπτική συνέχεια, μοιάζει να ίπτανται στον χώρο», όπως εξηγεί το γραφείο που ανέλαβε να δώσει μια δεύτερη ζωή στο κτίριο.
Κάθε αίθουσα σηματοδοτείται από το δικό της χρώμα. Τα έργα τέχνης είναι κυρίως φωτογραφικά με κεντρική θεματική, απεικονίσεις της σύγχρονης Αθήνας.
Ο «κορμός» του κτιρίου αποτελείται από τους πέντε ορόφους που φιλοξενούν τα γραφεία των εργαζομένων. «Οι χώροι των γραφείων διαχωρίζονται από ημιδιαφανή γυάλινα πανέλα με ομιχλώδη μεμβράνη που αφήνει τη βάση τους διάφανη και πυκνώνει στο κέντρο ώστε να δημιουργούνται επάλληλα επίπεδα αντανάκλασης και διαφάνειας. Χωρίς να είναι κανείς απομονωμένος σε κλειστό χώρο αλλά ούτε εκτεθειμένος σε γραφεία ελεύθερης διάταξης, έχει επαφή με το εξωτερικό περιβάλλον μέσα από την διάχυση φυσικού φωτός ενώ ταυτόχρονα είναι προστατευμένος από το πέπλο της “ομίχλης” και αντιλαμβάνεται την ύπαρξη άλλων ανθρώπων σαν σκιές περαστικών στην πόλη», όπως περιγράφει η αρχιτεκτονική ομάδα.
Κυρίαρχο στοιχείο των ορόφων είναι το μονολοθικό χειροποίητο έπιπλο της γραμματείας σχεδιασμένο ειδικά για το έργο, με παραπομπές στη μορφολογία θυρωρείων κτιρίων του μεσοπολέμου. Μέσα από την αντανακλαστική του επιφάνεια, το έπιπλο αυτό γίνεται σχεδόν αόρατο. Οι πολλαπλές αντανακλάσεις του δαπέδου δίνουν την αίσθηση της διάθλασης δημιουργώντας ποικίλες πλασματικές γεωμετρίες ανάλογα με τη θέση του θεατή στον χώρο.
Η βιβλιοθήκη είναι ειδικά σχεδιασμένη και κατασκευασμένη στο χέρι από τεχνίτες, και αποτελεί τον βασικό πυρήνα συγκέντρωσης και εργασίας των εργαζομένων, με περίπου 5.000 τόμους στη διάθεσή τους.