Kalokairini foto b&w

’97 ή ’98; ’97, ήμασταν ακόμα παρθένοι. Δεν ξέρω πως βρεθήκαμε εκεί ούτε πως τελείωσε τελικά. Είναι μια εντελώς θαμπή ανάμνηση. Όχι, δεν είναι κάτι συγκλονιστικό. Το ακριβώς αντίθετο. Οι πιο αδιάφορες διακοπές στην ιστορία των διακοπών. Στο σπίτι των παππούδων του Νικόλα, στην Αγιά Μαρίνα Νέας Μάκρης. Με τον Νικόλα ήμασταν φίλοι δυο-τρία χρόνια. Και συμπαίκτες στο μπάσκετ. Φίλοι είμαστε ακόμα. Μπασκετμπολίστες δεν καταφέραμε να γίνουμε ποτέ, δεν ξεπεράσαμε καν το 1,75 σε ύψος. Ίσως κι αυτή η ματαιότητα της προσπάθειάς μας προς την μπασκετοσύνη να ‘ταν που ‘χε εξαφανίσει από μέσα μας κάθε ίχνος ανταγωνισμού και μας άφηνε ν’ απολαμβάνουμε την φιλία μας κι όλα εκείνα τα υπέροχα ευτράπελα, πρόσωπα και γεγονότα, που μας περιέβαλαν στον μαγικό κόσμο του ελληνικού αθλητισμού. Όσο πιο μίζερες και βαρετές οι καταστάσεις τόσο μεγαλύτερος ο χαβαλές κι οι ωραίες αναμνήσεις. Όπως τώρα που ‘χαμε προσγειωθεί ξαφνικά στο σπίτι των παππούδων. Γιαγιά εβδομήντα τόσο. Παππούς ογδόντα κάτι. Εγώ στην Νέα Μάκρη πήγαινα χρόνια, νοίκιαζαν σπίτι οι γονείς μου εκεί και πηγαίναμε σαββατοκύριακα και καλοκαίρια. Και δεν ξέρω πως ούτε από που κι ως που αλλά η Μάκρη πάντα μου θύμιζε επαρχία του εξωτερικού. Ίσως και τον αμερικανικό Νότο. Ο παππούς κι η γιαγιά, λοιπόν, μαύροι. Όπως κι όλοι οι ενήλικες. Μόνο τα βρέφη ήταν λευκά ‘κείνο το καλοκαίρι και ‘μεις, τα παιδιά,  μιγάδες. Κι η Νέα Μάκρη, επαρχία αμερικάνικη. Να την:

https://vimeo.com/103170360

Σόρρυ. Αυτό ήταν το cut για την εκδοχή της καλοκαιρινής ανάμνησης που στο φινάλε σφάζουμε μ’ ένα τσεκούρι το παππού και την γιαγιά. Τους μαύρους. Και μετά βάζουμε φωτιά στο σπίτι και αυτοπυρπολούμαστε καπνίζοντας έξι πακέτα Μάρλμπορο χωρίς το φίλτρο. Πάμ’ πάλι:

https://vimeo.com/103167413

Όλα ασπρόμαυρα, λοιπόν, και μ’ έντονο κοντράστ και κόκκο. Αύγουστος. Το σπίτι ευρύχωρο κι οι επαφές με τα παππούδια ελάχιστες. Ξύπνημα. Ξύσιμο στον κήπο και στο περβόλι. Κι ύστερα βόλτα. Μες το λιοπύρι, σαν τους ηλίθιους, κι όχι για μπάνιο, προς Θεού. Μπάνιο καλοκαιριάτικα; Στο μπιλιαρδάδικο του Μουστάκια. Μπιλιαρδάδικο, παύλα, ουφάδικο. Μπιλιάρδο εγώ δεν ήξερα κι ούτε έμαθα ποτέ. Ήξερε, όμως, ο Νικόλας και ‘γω απολάμβανα όσο τίποτα τις ήττες μου από ‘κείνον. Ύστερα στην κυρά Χριστίνα. Μαύρη κι αυτή. Σουβλάκια τέσσερα. Καλαμάκι μόνο. Κι ο γιος της, ο μιγάς, με τις ιστορίες του για το στρατό απ’ όπου είχε απολυθεί μόλις. Ιστορίες καλές, μα κι άσχημες, όλες αδιάφορες. Για το στρατό λέμε.

Ύστερα πάλι σπίτι. Για την μεγαλύτερη απόλαυση της ημέρας. Στην τουαλέτα των γερόντων. Όχι το χέσιμο. Το άλλο. Το παθιασμένο σεξ με το μυαλό και το χέρι. Πόσες φορές δεν έκανα έρωτα εκεί μέσα; Και πάντα με το ίδιο αμερικανοθρεμένο  πλάσμα. Την Ίνα. Που ερχότανε με το άλογό της χωρίς να την καταλαβαίνει κανείς. Την πιο μίζερη ώρα της ημέρας για να με γεμίσει χαρά. Γεμάτη μ’ άμμους, μα χωρίς να με λερώνει ποτέ και κυρίως χωρίς να λερώνει το σπίτι των παππούδων. Κι εγώ της έκανα ό,τι μπορούσα. Κι όταν τελείωνα, ήμουνα πάλι παρθένος. Πόσο γαμάτο! Και τα επόμενα λίγα λεπτά να βλέπω τον κόσμο μ’ ένα υδατογράφημα μπροστά. Αυτό του πλεϊμπόυ.

Και το βράδυ πια -κάθε βράδυ- στο Σίσσυ για ταινία. Πάντα με τα πόδια. Πάντα με τον Νικόλα. Πάντα μίζερα και πιο όμορφα απ’ οτιδήποτε άλλο μπορώ να θυμηθώ. Και οι ταινίες; Η μία χειρότερη από την άλλη. Από το Ανακόντα μέχρι την Απαγωγή με τον Μελ Γκίμπσον. Όλα χάλια κι όλα τέλεια κι ασπρόμαυρα.

Οι Ξενάριοι, οι αντίπαλοί μας στο ποδόσφαιρο κι ας μην παίξαμε ποδόσφαιρο ποτέ! Το σαράβαλο το Austin του παππού που ‘στεκε παροπλισμένο στον κήπο. Ο γερο-Κόγκας απ’ τον απάνω δρόμο, με το πιστόλι που ‘χε πάρει απ’ τον νεκρό Γερμανό αλεξιπτωτιστή τότε στην Κρήτη. Και την γραία γυναίκα του που τον κυνήγαγε όποτε αυτός αποφάσιζε να ρίξει καμιά κουμπουριά. Η γριά η Καίτη που όλο έβριζε κι η θεία η Ελλάς με τις φωνές της. Κι όλοι τους μαύροι και πανέμορφοι.

Κι εκείνο το απόγευμα που ο Νικόλας με βρήκε να γυρίζω γύρω από ένα δέντρο και να τραγουδάω μόνος μου. Στίχους των Στέρεο Νόβα. Και πάλι καλά. Λίγο πιο πριν τραγούδαγα Χριστοδουλόπουλο. Και στο μυαλό μου αυτή που είχα κι έχανα. Και το παιχνίδι με την μπασκέτα για το οποίο ο Νικόλας δεν με κορόιδεψε ποτέ κι ας του φαινόταν ό,τι πιο γελοίο. «Αν μπει αυτή η βολή, ‘κείνη με σκέφτεται και με θέλει…»

Εκείνο το καλοκαίρι έκανα κι άλλες διακοπές. Πριν και μετά την παραμονή μου στη Μάκρη. Με γονείς και με φίλους. Διακοπές καλύτερες, σε πιο όμορφα μέρη. Όμως αυτή η ασπρόμαυρη ρέκλα είν’ η καλύτερη ανάμνηση του καλοκαιριού. Θαμπή. Την κάνω ό,τι θέλω. Το απόλυτο τίποτα παρέα μ’ έναν φίλο αληθινό, την παρθενιά μου κι έναν έρωτα της φαντασίας και της πραγματικότητας. Κι όλα αυτά; Στην Αγία Μαρίνα. Της πολιτείας της Νέας Μάκρης. Των Ηνωμένων Πολιτειών της Αττικής.