Halkida-70s

Η φωτογραφία αυτή όπου ποζάρω περήφανος φορώντας ένα χίπστερ μαγιώ
είναι από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 / αρχές του ’80 στην αυλή του
σπιτιού της γιαγιάς μου στη Χαλκίδα.

Το σπίτι ήταν παλιό, πέτρινο, με τεράστια ντουβάρια, και μια αυλή με
πολλά λουλούδια, μια μεγάλη λεμονιά και μια δεξαμενή νερού που τη
λέγαμε “στέρνα”. Η στέρνα είχε ένα μεγάλο σιδερένιο άνοιγμα, σαν
πηγαδιού, και ήταν βαμμένη για κάποιο λόγο ένα λαμπερό κόκκινο. O
παππούς μας έλεγε ότι μέσα στη στέρνα ζει “το Χέρι”, το οποίο γραπώνει
τα περίεργα παιδάκια που την πλησιάζουν και τα τραβάει κάτω στα σκούρα
νερά της. Επίσης μας έλεγε πως μέσα στο παλιό κάστρο στο λόφο του
Καράμπαμπα, πάνω από τη γέφυρα του Ευρίπου, ζούσανε κάτι γίγαντες που
τους έλεγε “Δράκους”. Όλα αυτά είχαν φυσικά ως αποτέλεσμα να φοβάμαι
τη στέρνα, το κάστρο της Χαλκίδας και ένα σωρό άλλα πράγματα και στο
σπίτι, αλλά και σε ολόκληρη τη Χαλκίδα.

Φοβόμουν για παράδειγμα τις εικόνες με την Παναγία και τους Αγίους που
είχε η γιαγιά κρεμασμένες σε μια γωνιά του σπιτιού, ένα παλιό τούρκικο
σπαθί που υπήρχε σε μια αποθήκη, τα εξώφυλλα των βιβλίων του Σκαρίμπα
και την λάμψη που έμενε στην οθόνη όταν έκλεινε η ασπρόμαυρη τηλεόραση
μετά το “Φως του Αυγερινού” και πηγαίναμε για ύπνο. Φοβόμουν το
“δελτίο καιρού για ναυτιλλομένους” που άκουγε η γιαγιά μου στο
τρανζίστορ πριν κοιμηθεί, και φοβόμουν και τον αέρα που φυσούσε τα
χαράματα, όταν ο παππούς έφευγε πέντε το πρωί για το καρνάγιο, στο
οποίο ήταν μάστερ ξυλοναυπηγός, μια τέχνη που είχε μάθει στη γενέτειρα
του τη Σύρα.

Στο καρνάγιο του παππού πήγαινα συχνά, και τον θυμάμαι να σχεδιάζει σε
χασαπόχαρτα με μολύβι και ξύλινους χάρακες σκαριά για βάρκες, καΐκια,
κότερα και σκάφη όλων των ειδών. Μέχρι και το καρνάγιο όμως το
φοβόμουν, γιατί ήταν σε μια περιοχή που λεγόταν Βούρκος, και η οποία
είχε μια πολύ απόκοσμη ατμόσφαιρα. Και στο σπίτι της νονάς και του
νονού, που μ’ άρεσε να πηγαίνω γιατί ήταν αρχιτέκτονες και είχανε κάτι
φοβερούς μαρκαδόρους και όλο τους έπαιρνα και ζωγράφιζα, κι εκεί πάλι
φοβόμουν, γιατί ήταν στον τελευταίο όροφο, και είχε μια τρομερή θέα
προς το εργοστάσιο των Τσιμέντων της Χαλκίδας, όπου στα δειλινά ο
ουρανός βαφόταν μελαγχολικός πορτοκαλί κι άναβαν τα φωτάκια του
εργοστασίου που έμοιαζε με τρομακτικό ρομπότ από το Διάστημα.

Κυρίως όμως φοβόμουν τα νερά του Ευρίπου, που τρέχανε τρελά πάνω-κάτω,
ζαλισμένα από το φεγγάρι και τους κύκλους του. Ακόμα τα φοβάμαι αυτά
τα νερά, και έχω σχεδόν πειστεί πως αυτά είναι που προσδίδουν σε όλη
τη Χαλκίδα αυτήν την μυστήρια γοητεία της.

Ίσως όμως το πιο τρομακτικό απ’ όλα να ήταν το ίδιο το μεγάλωμα στην
τυπική οικογένεια της Ελλάδας των αρχών του ’80, που οι καλοκαιρινές
της διακοπές αποτελούν ένα έπος γεμάτο τέρατα και θαύματα, που δεν
έχει ακόμα γραφτεί…