Αν το καλοκαίρι μου ήταν ταινία θα ήταν Ο Ταλαντούχος κύριος Ριπλέι για τη μουσική, τα ρούχα, το μπλαζέ ύφος και την ομορφιά των πρωταγωνιστών, τα locations και τη jet-set ευζωία του.
Και τραγούδι… Ο Αύγουστος του Νίκου Παπάζογλου για το προφανές του τίτλου και για τη μελωδική μελαγχολία που δένει με το τέλος των διακοπών ή/και την ματαίωση ενός κεραυνοβόλου, θερινού έρωτα.
https://www.youtube.com/watch?v=7GG4-KyclNs
Το βιβλίο που θα πάρω φέτος είναι το Λίγη Ζωή της Hanya Yanagihara και το νέο βιβλίο της φίλης μου Μανίνας Ζουμπουλάκη Κάτι μου κρύβεις.
Πάντα θα θυμάμαι το μπάνιο στην Ελαφόνησο το 2000. Εκείνη τη βραδινή βουτιά με πανσέληνο, με το πλαγκτόν να λαμπυρίζει στο βυθό της θάλασσας, και πάνω στα γυμνά μας σώματά, σαν χρυσόσκονη.
Και ότι ήθελα ν’ αγοράσω ένα σπίτι στην Ύδρα, όταν γεράσω -εκτός κι αν έχω βγάλει δίπλωμα οδήγησης ως τότε.
Μια φωτογραφία που μου θυμίζει πολλά είναι μια «οικογενειακή» selfie πρόπερσι στη Μύκονο, με τον Κυριάκο να έχει μετατρέψει σε selfie stick το κοντάρι από την απόχη της πισίνας –όλοι νόμιζαν ότι είναι λήψη από drone. Σ’ αυτό το σπίτι και μ’ αυτήν την παρέα περνάω τα καλοκαίρια μου τα τελευταία 15 χρόνια, το ένα καλύτερο από το άλλο.
Και η ανάμνηση που έχω σαν παιδί είναι το ελεύθερο camping με τους γονείς μου σε κάτι απίθανες παραλίες, που σήμερα αρνούμαι να ξαναεπισκεφθώ από φόβο μήπως ο «πολιτισμός» έχει αλώσει τις παιδικές μου αναμνήσεις. Και εκείνη την πρώτη βουτιά πρωί-πρωί, κατευθείαν από τη σκηνή στη θάλασσα, γιατί κάπως έπρεπε να πας τουαλέτα.
Το πρώτο φιλί που έδωσα ήταν χειμερινό. Με τον Στέλιο παίζοντας «Πυθία» στο πάρτι του Ζωγραφάκη, στην Πέμπτη Δημοτικού. Φορούσα σιδεράκια.
Πάντα στις διακοπές ήθελα να έχω άπειρα λεφτά για να γυρίζω στη δουλειά από επιλογή και όχι από ανάγκη.
Αυτό που με εκνευρίζει είναι να αφήνουν τα σκουπίδια τους στις παραλίες φεύγοντας – ή όπου αλλού στη φύση. Φέτος, ίσως τα μαζέψω και φτιάξω ένα ινσταλέσιον για την επόμενη Documenta.
Το 1988 είχα φάει 100 παγωτά στην gelateria του Τζίμη και είχα κάνει 250 μπάνια, στη Σάμη της Κεφαλονιάς – ως παιδιά είχαμε έναν πολύ παράξενο αλγόριθμο για να υπολογίζουμε τα μπάνια.
Τα φίδια είναι αυτό που φοβάμαι πιο πολύ στην εξοχή. Και στην πόλη.
Αν μου έχει μείνει στον ουρανίσκο ένα φαγητό αυτό ήταν ο ντάκος στην καντίνα του Παύλου στα Χανιά. Ντομάτα, παξιμάδι, αλάτι, άμμος, όλα μπλεγμένα σε μια θεία γεύση.
Το φρούτο του καλοκαιριού είναι το καρπούζι. Ιδανικά να τρως μόνος σου την καρδιά και να μην δίνεις στους άλλους.
Και στο μυαλό ένα hangover είναι διακοπές με τον αδερφό μου στην Αμοργό, το 1995, σ’ ένα μπαρ που έπαιζε σε λούπα το Απέραντο Γαλάζιο. Από τότε δεν έχω ξαναπιεί τεκίλα, ούτε έχω ξαναδεί την ταινία.
Πάντα κοντοστέκομαι για λίγο στις διακοπές όταν υπάρχει κάποιος που οργανώνει περισσότερο το πρόγραμμά μας απ’ όσο αντέχω.
Και θυμάμαι πως γνώρισα τον Matthias, ένα Γάλλο που έκανε διακοπές στην Εύβοια όταν ήμασταν μικρά, και τα ‘φτιαξα μαζί του στο κεφάλι μου. Από τότε δεν τον έχω ξαναδεί. Από τότε μου αρέσουν και οι Γάλλοι.
Το πρώτο πράγμα που κάνω όταν γυρίζω πίσω είναι να βάλω πλυντήριο και να πάθω κατάθλιψη επειδή είναι τέλος Αυγούστου και έχω τα γενέθλια μου.
Αυτό που έχω κρατημένο στο σπίτι για ενθύμιο είναι ένα φθαρμένο παρεό που έχει πάνω όλη την άμμο της Ελλάδας, όλη την αλμύρα του Αιγαίου, τα ωραιότερα αλλά και τα πιο δύσκολα καλοκαίρια μου μπλεγμένα σε κάθε του ίνα. Θα το πετάξω κάποια στιγμή όταν πια τα ενθύμια θα έχουν υπερβεί σε αριθμό των πραγμάτων που με ευχαριστούν στο παρόν.
Η απόφαση που παίρνω κάθε καλοκαίρι για το φθινόπωρο και δεν τηρώ ποτέ είναι να κάνω επιτέλους εκείνα τα καταραμένα μαθήματα οδήγησης, αλλά τελικά όλο τα αναβάλω γιατί έχει έρθει η εφορία.