Γενικά, πρέπει να ήμουν πολύ προχώ μπέμπα. Επέμενα να κόψω μαλλί αντρικό από τη δευτέρα δημοτικού. Και τό ‘κανα. Μέχρι την τρίτη δημοτικού έκανα τόπλες χωρίς φόβο και πάθος. Στην πρώτη γυμνασίου ταξίδεψα πρώτη φορά μόνη μου από την Κυλλήνη προς τη Ζάκυνθο, την ημέρα που κερδίσαμε τους Αμερικάνους στο μπάσκετ (και μετά πήγαμε και χάσαμε από τους Ισπανούς). Είχα κι ένα γυαλί ηλίου ροζμε λεοπάρ print και κυκλοφορούσα χαλαρή και στυλάτη στην Κυλλήνη και στις γύρω περιοχές. Έχουμε ένα οικογενειακό σπίτι εκεί, απέναντι από το λιμάνι. Φάγαμε τα νιάτα μας στο μπαλκόνι να μαντεύουμε προς τα πού πηγαίνουν τα πλοία που φεύγουν, λες και θα μας έλεγε κανείς ποιος κέρδισε όταν θα επέστρεφαν. Όταν λέω «οικογενειακό» πάντως, το εννοώ. Δεν ξέρω τί γίνεται στις άλλες οικογένειες αλλά το δικό μου το σόι έδειχνε να την βρίσκει με το συνωστισμό. Περάσαμε καλοκαίρια με 12 άτομα μέσα σ’ αυτό το σπίτι. Φίλοι, φίλοι φίλων, παιδιά φίλων και ενίοτε παιδιά των φίλων των φίλων, παππούδες, γιαγιάδες, ξαδέρφια και τα συναφή. Μεγάλες στιγμές της οικογενειακής ζωής αλά ελληνικά: ψήσιμο κάθε μέρα στην αυλή, παιχνίδι στον κήπο, σιέστα το απόγευμα- ω πόσο τη σιχαινόμουν αυτή την ενήλικη συνήθεια με τον μεσημεριάτικο ύπνο! Ένιωθα σαν να μου κόβουν τα χέρια για τις δύο ώρες της κοινής ησυχίας οι «μεγάλοι». Εκτός από το τόπλες και το λεοπάρ, είχα κι άλλο φετίχ σαν πιτσιρίκα: τρελαινόμουν με τη μυρωδιά της καρβουνιασμένης μπριζόλας πάνω στα ρούχα του πατέρα μου όταν έψηνε. Πώς κάνουν άλλοι με τη μυρωδιά της βενζίνης; Κάπως έτσι… Ε, σε κάποια φάση απηύδησε κι ο πατέρας μου και με άφησε να κοιμάμαι αγκαλιά με τις μπλούζες του μπάρμπεκιου, υπό τον όρο να με φρεσκολούζει κάθε πρωί για να μη μυρίζω σα τσουριφλισμένο μπιφτέκι.
Η παραλία δίπλα στο λιμάνι ήταν μια φρικωδία. Ψάρια ψόφια στην επιφάνεια του νερού, φύκια, φλέβες πετρελαίου στην άμμο και τσούχτρες σε μια μωβ-ροζ απόχρωση. Ο κανόνας του ανήλικου θηλυκού είναι ένας: ό,τι είναι ροζ, δεν μπορεί να είναι κακό. Το φαινόμενο της τσούχτρας όμως – και μιλάμε για τεράστιες τσούχτρες αλά Τσερνόμπιλ, με τέτοια νερά – κατέρριψε τη μοναδική σταθερά της κοριτσίστικης νιότης μου και μας έστειλε οικογενειακώς να ψάχνουμε εφημερεύον φαρμακείο σε μια περιοχή όπου ακόμη δεν είχε καλά καλά στεριώσει το σουβλάκι. Και τέλος πάντων έπρεπε να αλλάξουμε παραλία, γιατί δε λέει καλοκαιριάτικα να μπαίνεις για μπάνιο και να βγαίνεις με τρία χέρια. Αρχίσαμε να πηγαίνουμε στην τεράστια, θεϊκή, ανεκδιήγητη παραλιάρα εν ονόματι «Καλαμιά», κοντά στην περιοχή του Κάστρου. Σαν πίνακας ζωγραφικής ήταν αυτό το μέρος, ατελείωτο σε έκταση, κύματα των δύο μέτρων, μια χρυσοκόκκινη αμμουδιά τίγκα στα τρύπια κοχύλια, τα μάζεμα των οποίων ήταν από τις αγαπημένες μας ασχολίες, παρότι κανείς δεν είχε την πειθαρχία να τα κάνει μετά κολιέ ή βραχιόλι. Απλά τα μαζεύαμε και μετά τα ξαμολούσαμε από κει που ήρθαν, για να τα βρούμε την επόμενη μέρα. Θυμάμαι ότι ήταν η περίοδος που άρχιζα να εξετάζω κριτικά το φαινόμενο «φάδερ», άρχιζα να παρατηρώ τον πατέρα μου σαν άνθρωπο μάλλον, παρά σα «μπαμπά». Ο τύπος βέβαια ενδείκνυται για συμπεριφορική παρατήρηση, είτε είσαι κόρη του είτε όχι: Επέμενε να σκοτώνει τις σφίγγες της καντίνας με τα χέρια, κάτι που ακόμη μέχρι σήμερα αδυνατώ να καταλάβω, πολλώ δε μάλλον να μιμηθώ. Έκανε πλάκα ότι οδηγούσε χωρίς χέρια ενώ φυσικά μόνο στον ίδιο φαινόταν αστείο. Κατέβαζε τις πιο ψυχεδελικές ιδέες για παιχνίδια στην άμμο. Όλα τα παιδάκια έχτιζαν κάστρα, μικρά, μεγάλα, ανισόρροπα, τετράγωνα, μακρόστενα, με περιμετρική τάφρο ή όχι. Ο δικός μας ο πατέρας ήθελε να κάνουμε έναν κροκόδειλο θηλυκού γένους που μαζί με τα μωρά του βλέπει τηλεόραση. Το κάναμε κι αυτό. Μάλιστα η αδερφή μου πρόσφατα μου θύμισε ότι τον είχαμε ονομάσει “Κυλλήνιους”. Μια άλλη φορά ο φάδερ εμπνεύστηκε να φτιάξουμε μια γυναίκα από άμμο. Δεν ξέρω πώς ακριβώς να το ψυχολογήσω αυτό, αλλά πάντως έχω αποδείξεις και θα αφήσω την κριτική στους ειδικούς.