Η αναζήτηση ξεκίνησε από το καφέ TierrAdentro της πολυσύχναστης Real de Guadalupe. Ήταν ένα ήσυχο μέρος για δυτικούς, που μπορούσαν να παραγγείλουν -σε τιμές επίσης δυτικές, – σούπα azteka για ορεκτικό και ύστερα ένα μπέργκερ. Η διακόσμηση ήταν το σημάδι που γυρεύαμε. Τα πρόσωπα στις αφίσες κοιτούσαν μέσα από την πασαμοντάνια τους, την μαύρη χαρακτηριστική καλύπτρα του προσώπου που φορούν οι υποστηρικτές του EZLN, του Στρατού των Ζαπατίστας για την Εθνική Απελευθέρωση. Συχνά μπαινόβγαιναν στο μαγαζί μικροί ιθαγενείς: τριγύριζαν τα τραπέζια για να πουλήσουν πήλινες φιγούρες ζώων και άλλα μικροπράγματα ή να κυλιστούν στην ράμπα της εισόδου, την αυτοσχέδια τσουλήθρα τους, γελώντας κακαριστά.
Δεν ήταν ένα ταξίδι παρατήρησης του αυτονομιστικού κινήματος των ιθαγενών του Μεξικού. Η ανάγκη της γνωριμίας ήταν μάλλον αποτέλεσμα της τουριστικής ανίας που καταβάλει έναν ενοχικό ταξιδιώτη με κάποια χρήματα στην τσέπη σε ένα μέρος απροκάλυπτης φτώχειας και της φυσικής περιέργειας του ίδιου όταν βρίσκεται σε έναν τόπο μύθων.
Το San Cristobal de las Casas, απ’ όπου ξεκινά η ιστορία, είναι μια σενιαρισμένη κωμόπολη της επαρχίας Τσιάπας, χτισμένη σε ορεινή κοιλάδα ανάμεσα σε λόφους που κατοικούνται από ιθαγενείς πληθυσμούς του Μεξικού, κυρίως Μάγια Τζοτζίλ και Τζετλάλ.
Η πρωτοχρονιά του 1994 έμελλε να είναι ιδιαιτέρως φωταγωγημένη: κυβερνητικά κτίρια και στρατιωτικές βάσεις τυλίχθηκαν στις φλόγες, ενώ τα φώτα των διεθνών ΜΜΕ στράφηκαν σχεδόν για πρώτη φορά σε εκείνη την ακρούλα της γης, όπου οι Ζαπατίστας είχαν ξεκινήσει την ένοπλη εξέγερσή τους. Τα αιτήματά τους για γη, εργασία, τροφή, υγεία, εκπαίδευση και αξιοπρεπή κατοικία που απέρρεαν από την αιωνίως δυσμενή θέση στην οποία βρέθηκαν οι ιθαγενείς από την εποχή της αποικιοκρατίας, συναντούσαν παγκόσμια προτάγματα για δικαιοσύνη και ελευθερία, στο πλαίσιο των κινημάτων κατά της παγκοσμιοποίησης και της επέλασης του νεοφιλελευθερισμού. Στο Μεξικό, η 1η του Γενάρη εκείνου του έτους ήταν και η επίσημη πρώτη της ενεργοποίησης της Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου Βορείου Αμερικής (NAFTA) που επρόκειτο να δημιουργήσει μια νέα γενιά φτωχών και υποσιτισμένων Μεξικανών, αλλά και μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα προς τις όμορες Ηνωμένες Πολιτείες.
Στο καφέ TierrAdentro βρίσκεται τοιχοκολλημένη μια φωτοτυπία που με τα λίγα ισπανικά μας καταλαβαίνουμε ότι διαφημίζει τη δυνατότητα επίσκεψης ζαπατίστικων χωριών. Ρωτάμε τον σερβιτόρο· δεν έχει ιδέα -μας συμβουλεύει να βρούμε τον Ιταλό που κάθε δεύτερη μέρα φτιάχνει πίτσες για το μαγαζί. Θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι αύριο. Στην Real de Guadelupe, τον κεντρικό πλακόστρωτο δρόμο του San Cristobal, ανυπόδητοι τουρίστες σουλατσάρουν κάτω από τον μεσημεριάτικο ήλιο. Ντόπιες γυναίκες με φθαρμένες παντόφλες από το πολύωρο περπάτημα, κατεβαίνουν στην πόλη από μακριά για να πουλήσουν βραχιόλια και πλεκτά που φτιάχνουν μόνες τους. Οι ανυπόδητοι τουρίστες, μοντέρνοι χίπηδες που μοιάζει να ζητούν από την πολύπαθη αυτή γη να περάσει στις πατούσες τους όση δύναμη της απομένει, αγοράζουν τα χειροτεχνήματα των ιθαγενών με κάποιο δέος.
Ο Ιταλός λέει πως ο πιο εύκολος τρόπος να βρεθούμε κοντά στους Zαπατίστας, που με κάτι τέτοια αισθάνονται σαν τουριστικό αξιοθέατο, είναι να πάρουμε ένα από τα τοπικά λεωφορεία λίγων θέσεων, που ξεκινούν από την Mercado Municipal για τα γύρω χωριά όταν γεμίσουν επιβάτες. Ένα χωριό με διοικητική σημασία στη ζαπατίστικη οργάνωση, το Οβεντίκ, απέχει περίπου μια ώρα από το San Cristobal και δεν θα είναι δύσκολο να το προσεγγίσουμε. Την επόμενη ημέρα βρισκόμαστε από πολύ νωρίς στην αγορά και πριν ανεβούμε στο μικρό λεωφορείο, ψάχνουμε ένα μπουκέτο γαρύφαλλα για την επίσκεψη.
Μυρωδιές κάθε είδους μπερδεύονταν στην ατμόσφαιρα. Αβοκάντο και μάνγκο, παστά ψάρια και μια στάλα αποκεφαλισμένες κότες. Η δημοτική αγορά, ένας μικρός λαβύρινθος με λασπωμένα περάσματα ανάμεσα στους πάγκους, έφερνε κοντά όλους τους κρυμμένους κατοίκους αυτής της πόλης. Όσοι είχαν αρκετό χρόνο και διάθεση για να θαυμάσουν τα χρώματα της «πλατείας της 31ης Μαρτίου» στον ήλιο του απογεύματος, είχαν μάλλον κάνει τα ψώνια τους στο κοντινό και ακριβότερο σουπερμάρκετ. Οι υπόλοιποι, όσοι υποχρεωτικά δεν είχαν κανένα όφελος από την τουριστική ανάπτυξη που ξεκίνησε στην περιοχή την δεκαετία του 1970 –η Τσιάπας παραμένει το φτωχότερο γεωγραφικό διαμέρισμα της χώρας- βρίσκονταν εκεί από το χάραμα. Κάποτε βρήκαμε τον υπαίθριο ανθοπώλη. Μας τύλιξε κόκκινα γαρύφαλλα σε χαρτί εφημερίδας. Ένας σταρ του ποδοσφαίρου αγκαλιά με δύο κορίτσια πρωταγωνιστούσαν σε κάποιο τοπικό σκάνδαλο και η εφημερίδα το είχε αποκλειστικό.
Στο cerro de San Cristobal, ένα από τα δύο πιο γνωστά υψώματα της πόλης που καταλήγουν σε εκκλησίες, έχει κανείς απρόσκοπτη θέα προς την “Cinturon de Miseria” –κάτι σαν «τόξο της εξαθλίωσης», που περιβάλει την πόλη. Οι νοτιοαμερικάνικες τηλενουβέλες που γέμισαν γραφικότητα τα ελληνικά μεσημέρια της δεκαετίας του ‘90, αποκτούν τώρα μια σχεδόν ντοκιμαντερίστικη υπόσταση. Η «ρακοσυλλέκτρια» δεν γίνεται βέβαια ευτυχισμένη, ζάμπλουτη σύζυγος του Λουίς Φερνάντο, αλλά πάντως υπάρχει, κατά εκατομμύρια συνωστισμένη στις παραγκουπόλεις του Μεξικού. Στα χωριά που διαδέχονται το ένα το άλλο από τα παράθυρα του λεωφορείου η κατάσταση δεν είναι άλλη -αλλάζει μόνο η κατασκευή της καλύβας που τώρα είναι ξύλινη. Κάποιος μας λέει ότι η κυβέρνηση παραχώρησε δωρεάν ηλεκτρικό ρεύμα σε κάποια χωριά και οι κάτοικοι, περιγελώντας την μοναδική αυτή κρατική παροχή, κρατούν τις λάμπες αναμμένες νύχτα-μέρα.
Ο οδηγός φώναξε: “Οβεντίκ”. Κατέβηκε μαζί μας και μία γυναίκα από την Αργεντινή. Στημένος πίσω από την περίφραξη που οριοθετούσε το ζαπατίστικο έδαφος που περιβαλλόταν από ένα πέπλο ομίχλης, ένας άντρας με πασαμοντάνια ρωτάει τί θέλουμε.
Κάποιοι πλησιάζουν και μας ζητούν ευγενικά να συμπληρώσουμε τα στοιχεία μας σε μία φόρμα, όπως επιτάσσει το πρωτόκολλο της αυτονομημένης περιοχής. Μια δημόσια υπάλληλος, ένα σερβιτόρος και μία κλόουν παιδικών πάρτι, συμπληρώνουν ονόματα και ιδιότητες -κανείς τότε δεν εργάζεται σαν δημοσιογράφος για να χρειαστεί να πει ψέματα. Είναι γνωστό πως οι δημοσιογράφοι είναι ανεπιθύμητοι. Αρκετή ώρα μετά, ο άντρας ξανάρχεται με κακά νέα. Η τοπική junta κάνει συνέλευση και το αίτημά μας δεν μπορεί να εξεταστεί άμεσα. Να ξανάρθουμε αύριο. Η Αργεντίνα επιμένει αποφασιστικά σε γρήγορα ισπανικά που δεν καταλαβαίνουμε. Μετά από μισή ώρα ο άντρας ξανάρχεται με συνοδεία.
Δύο νεαρά κορίτσια, που αντί της μαύρης καλύπτρας φορούν κόκκινα καουμπόικα μαντήλια με λαχούρια, αναλαμβάνουν την περιήγηση. Το Οβεντίκ είναι ένα από τα πέντε caracoles (σημαίνει κοχύλια), που λειτουργούν ως διοικητήρια κάθε ζαπατίστικης ζώνης αλλά και ως σημεία εισόδου και επικοινωνίας των αυτονομημένων εδαφών με τον υπόλοιπο κόσμο. Ομίχλη στρογγυλοκάθεται κάθε λίγο πάνω από την πυκνή βλάστηση. Δεν ακούγεται τίποτα, παρά θόρυβοι της φύσης. Είμαστε εδώ λοιπόν. Σε αυτήν την ζούγκλα Λακαντόνα, απ’ όπου ο EZLN συντάσσει τις διακηρύξεις του.
Ένας απλός χωμάτινος δρόμος διατρέχει το χωριό -αριστερά και δεξιά ξύλινα σπίτια με πολύχρωμες τοιχογραφίες αποσπούν όλα τα φωτογραφικά μας κλικ. Δεν μας επιτρέπεται να φωτογραφίσουμε τα πρόσωπα των ανθρώπων. Αντ’ α αυτού, ζωγραφιές του Εμιλιάνο Ζαπάτα και του Τσε και η μορφή μιας compañera με πλεξούδες. Στην μέση του δρόμου συναντούμε την εκκλησία: οι άνθρωποι αναγκάστηκαν να αφήσουν τους παλιούς θεούς τους αλλά δεν έμειναν χωρίς. Άξαφνα η πόρτα της ανοίγει και ξεχύνονται οι πιστοί που μόλις αντιλαμβάνονται την παρουσία μας, ξαναμπαίνουν για να φορέσουν τις καλύπτρες τους. Ένας νεκρός Ζαπατίστα με φτερά αγγέλου σηκώνει στους ώμους του την Παναγία της Γουαδελούπης.
Η ομίχλη φεύγει και ξανάρχεται και η ορατότητα χάνεται ακόμα και για λίγα μέτρα. Μια πασαμοντάνια από υδρατμούς καλύπτει τώρα το ίδιο το χωριό και τους κατοίκους του που βρίσκονται σε μόνιμη απειλή από τις θανατηφόρες ενέδρες παραστρατιωτικών οργανώσεων –όπως αυτή του 2014 με έναν νεκρό δάσκαλο και 15 τραυματίες.
Κάποιος από εμάς ζητάει να μάθει πού είναι η τουαλέτα. Τα κορίτσια δεν καταλαβαίνουν. Επαναλαμβάνει, αλλά εκείνα κοιτάζονται απορημένα και κουνούν το κεφάλι με κάποια απόγνωση.
“Συγγνώμη”, λέει ο δυτικός. “Τα ισπανικά μου δεν είναι και τόσο καλά”.
-“Μην ανησυχείς”, χαμογελούν οι δυο νεαρές ιθαγενείς Τζοτζίλ.”Ούτε και τα δικά μας“.
Στο χωριό υπάρχει και πωλητήριο. Μας ρωτούν αν θέλουμε να αγοράσουμε κάτι. Όπως και στα γύρω ιθαγενικά χωριά, έτσι και σε αυτά που τελούν υπό ζαπατίστικη οργάνωση, η πώληση των διάφορων χειροτεχνημάτων τους είναι σε πολλές περιπτώσεις η αποκλειστική πηγή εσόδων. Στο πωλητήριο του Οβεντίκ -μια ξύλινη καλύβα με απλωμένα t-shirts με στάμπες του Τσε και του EZLN- αγοράζουμε 2 πασαμοντάνιες για 30 πέσος εκάστη. Αυτές με το κεντητό κόκκινο αστέρι κοστίζουν 50 (περίπου 2,5 ευρώ). Φεύγοντας, μια μισάνοιχτη πόρτα σε ένα διπλανό ξύλινο κτίσμα αποκαλύπτει μια πανέμορφη γυναίκα με γυμνό πρόσωπο που κεντάει λουλούδια πάνω σε μπλούζες -κλασικά μεξικάνικα μοτίβα. Έχουμε να της πούμε τόσα, αλλά οι γλώσσες μας δυσκολεύουν. Μας απομένουν τα χαμόγελα.
Καθώς κατευθυνόμαστε έξω από το Οβεντίκ τα κορίτσια που μας συνόδευαν ξεχνιούνται και βγάζουν τα μαντήλια τους. Το συνειδητοποιούν πολύ αργότερα, αφού μας έχουν ήδη χαιρετίσει ακάλυπτες και σκάνε στα γέλια. Περιμένουμε για πολύ ώρα το μικρό λεωφορείο αλλά περνάει πρώτο ένα ταξί. Μας φορτώνει όλους: δυο Έλληνες, δυο Βάσκους που είχαν εντωμεταξύ έρθει και μια Αργεντίνα, για ναύλο ίσο με αυτό του λεωφορείου. Ώσπου κάπου στην πορεία πέφτουμε σε πάνοπλο μπλόκο του Μεξικανικού Στρατού.
Εκεί, ένας νεαρός στρατιώτης με γυαλιά ηλίου σε μοντέρνο -το δίχως άλλο- σχήμα και φλούο χρώμα (που σε κάποια αθηναϊκή διάλεκτο θα είχαν προσδώσει ήδη στον κάτοχό τους συγκεκριμένο χαρακτηρισμό) ανοίγει τις τσάντες μας και ψάχνει. Βρίσκει μαύρες ζαπατίστικες πασαμοντάνιες παντού. Χωρίς πολλές ερωτήσεις πέραν των τυπικών και έλεγχο των διαβατηρίων μας, μας αφήνουν να επιστρέψουμε στα άνετά μας καταλύματα στο San Cristobal, για το τελευταίο βράδυ.
Η θερμοκρασία πέφτει στην πόλη τη νύχτα. Δυο τελευταία καλαμπόκια με μαγιονέζα στο χέρι από κάποιο τροχήλατο φαγάδικο του δρόμου, τρώγονται ανόρεχτα καθώς η κουβέντα περιστρέφεται γύρω από αυτούς που επίμονα μετατρέπουν την αθλιότητα σε αξιοβίωτη ζωή.
Στις 23 Φεβρουαρίου, οι δικαστικές αρχές του Μεξικού ανακοίνωσαν ότι δεν εκκρεμεί πια ένταλμα σύλληψης για τον subcomandante Marcos, τη χαρακτηριστική φιγούρα με την πασαμοντάνια που διαδραμάτισε μείζονα ρόλο στην εξωτερίκευση του ζαπατίστικου κινήματος. Μπροστάρης του από το ξεκίνημά του, κατηγορούνταν μεταξύ άλλων για τρομοκρατία, ανταρσία, συνωμοσία και παράνομη χρήση όπλων.
Η σύντομη ιστορία στο ζαπατίστικο έδαφος τελείωσε όπως είχε αρχίσει. Κανείς δεν ήξερε αν έψαχνε για ήρωες και κανείς δεν κατάλαβε αν βρήκε. Οι εμμονές των δυτικών εδώ είναι προφανείς. Ο Μάρκος , που παραιτήθηκε πρόσφατα από τα καθήκοντά του, έδωσε στο «Ημερολόγιο της Αντίστασης» που εξέδωσε το 2003, άθελά του μια απάντηση προς τον μελλοντικό, ανήσυχο και ευκαιριακό ταξιδιώτη που επιθυμεί να κατανοήσει τον ζαπατίστικο τρόπο:
«Αντί να υφαίνουν την ιστορία τους με εκτελέσεις, θάνατο και καταστροφή, επιμένουν να ζουν. Και οι πρωτοπορίες του κόσμου τραβάνε τα μαλλιά τους, γιατί μπροστά στο δίλημμα ή θα νικήσουμε ή θα πεθάνουμε, αυτοί οι Ζαπατίστας ούτε νικούν μα ούτε και πεθαίνουν, ούτε όμως παραδίνονται. Και απεχθάνονται τα μαρτύρια τόσο όσο και τη λιποψυχία».
Τσιάπας, Μάρτιος 2015 – Αθήνα, Μάρτιος 2016