Ένας από τους όρους που απασχόλησε πολύ τις συζητήσεις μου αυτό το καλοκαίρι ήταν ο «φόβος εγκατάλειψης». Και όπως φαίνεται, είμαστε πολλοί που ταυτιζόμαστε μαζί του. Αρκετοί από εμάς, έχοντας κάνει μπόλικη ψυχοθεραπεία έχουμε αρχίσει να συμφιλιωνόμαστε με τα αίτια και τα χαρακτηριστικά του – είναι κι εκείνοι όμως που μπορεί ακόμη να βρίσκονται σε έντονη σύγχυση στην προσπάθειά τους να καταλάβουν πώς επηρεάζονται οι διαπροσωπικές σχέσεις και η συναισθηματική τους κατάσταση από τον φόβο της εγκατάλειψης.
Δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι που στη σκέψη πως κάποιος σημαντικός άλλος θα τους εγκαταλείψει, καταλαμβάνονται από έντονο άγχος, νιώθουν απόγνωση και θυμό ή αποστασιοποιούνται με στόχο να παραμείνουν ασφαλείς και να αποτρέψουν αυτή την πιθανότητα. Ο φόβος της εγκατάλειψης συνδέεται με τη μόνιμη ανησυχία ότι αργά ή γρήγορα θα εγκαταλειφθούμε από όλους με αποτέλεσμα να μείνουμε μόνοι και αβοήθητοι. Ο έντονος φόβος της πραγματικής ή φανταστικής εγκατάλειψης συνδέεται επίσης στενά με την πεποίθηση ότι οι άλλοι θα μας κακομεταχειριστούν, καταφεύγοντας συχνά σε κακόβουλες αποδόσεις των προθέσεών τους.
Ο κλάδος της Ψυχολογίας και οι ειδικοί ψυχικής υγείας, αποδίδουν σε σημαντικό βαθμό την ανάπτυξη αυτού του φόβου στις πρώιμες εμπειρίες της γονικής συναισθηματικής παραμέλησης. Άλλοι υποστηρίζουν ότι είναι ένας ψυχολογικός φαινότυπος που είναι κληρονομικός και οικογενής. Η έννοια του «φόβου εγκατάλειψης» περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον ψυχοθεραπευτή James F. Masterson ως στοιχείο της οριακής κατασκευής της προσωπικότητας. Αν και αναφέρεται επίσης ως «φόβος της μοναξιάς», ο φόβος της εγκατάλειψης θεωρείται επί του παρόντος ως σύμπτωμα πρώιμης ανασφαλούς προσκόλλησης του παιδιού με τους γονείς και ιδιαίτερα με τη μητέρα. Από αναπτυξιακή σκοπιά, ο φόβος συνδέεται στενά με το κριτήριο των «ασταθών σχέσεων», εντός των οποίων οι σημαντικές σχέσεις εξιδανικεύονται και κατόπιν απαξιώνονται μέσα σε πολύ σύντομο διάστημα.
Το συναίσθημα της εγκατάλειψης, όπως κάθε άλλο πυρηνικό συναίσθημα, δημιουργείται στη βρεφική ηλικία κατά τη διάρκεια του προλεκτικού σταδίου ανάπτυξης, όταν δηλαδή η γλώσσα δεν έχει ακόμη σχηματιστεί ώστε να μπορεί το βρέφος να περιγράψει πώς νιώθει. Ερευνητικά έχει αποδειχθεί ότι η ανάδυση του συναισθήματος εγκατάλειψης επηρεάζεται από την αλληλεπίδραση της ιδιοσυγκρασίας του παιδιού με τις πρώιμες εμπειρίες της παιδικής ηλικίας.
Πιο συγκεκριμένα, η βιολογική προδιάθεση στο άγχος αποχωρισμού σε συνδυασμό με τις δυσάρεστες εμπειρίες της παιδικής ηλικίας σε ένα ασταθές περιβάλλον όπου οι σημαντικοί άλλοι δεν είναι ικανοί να προσφέρουν αγάπη και προστασία, είναι απρόβλεπτοι ή μη διαθέσιμοι, είναι δυνατόν να οδηγήσουν στην ανάδυση του φόβου. Το παιδί που αισθάνεται εγκαταλελειμμένο τείνει να κουβαλά αυτό το συναίσθημα και ως ενήλικας, με αποτέλεσμα αυτό να διαιωνίζεται και να εκδηλώνεται σε ένα ευρύ φάσμα καταστάσεων όπως είναι οι ερωτικές σχέσεις.
Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις αναφορικά με τον φόβο της εγκατάλειψης, είναι η θεωρία του δεσμού του John Bowlby. Το θεμελιώδες έργο του πρότεινε ότι όλα τα βρέφη έχουν ένα ένστικτο που τα ωθεί να αναπτύσσουν προσκόλληση στους φροντιστές τους. Η προσκόλληση, θεωρείται έμφυτο υγιές χαρακτηριστικό για την ανάπτυξη του ατόμου και αποτελεί την πρώτη καθοριστική σχέση που δημιουργεί το άτομο. Η εγγύτητα και η ανταπόκριση του φροντιστή στην εγγενή αυτή προσκόλληση, διαμορφώνουν τις αντιλήψεις του βρέφους σχετικά με την ασφάλεια και την αγάπη.
Η ανεπάρκεια στη φροντίδα λόγω ψυχικής ασθένειας των γονέων ή απλά παραμέλησης των αναγκών του παιδιού τους, επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη μιας σταθερής, υγιούς και ρεαλιστικής αυτοαντίληψης. Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική επίσης εξήγηση, η ενεργοποίηση πρωτόγονων μηχανισμών άμυνας (ιδιαίτερα εκείνου της διάσπασης), ενεργοποιεί τον εύκολο σχηματισμό αρνητικών σκέψεων και πεποιθήσεων για τον εαυτό και τους άλλους σε στρεσογόνες καταστάσεις, που οδηγεί συχνά σε γνωστικές διαστρεβλώσεις.
Στην ενήλικη ζωή ο φόβος αυτός αναβιώνει όταν το άτομο αρχίζει και εμπλέκεται σε σχέσεις βαθύτερης σύνδεσης και εγγύτητας. Σε αυτή την περίπτωση είτε επιζητά την προσκόλληση στη σχέση προκειμένου να θεραπεύσει το τραύμα που κουβαλά, είτε αποφεύγει τη δέσμευση προκειμένου να αποτρέψει τυχόν νέα εγκατάλειψη. Η βασική πεποίθηση του ατόμου το οποίο φοβάται την εγκατάλειψη είναι πως αφού οι γονείς μου «με εγκατέλειψαν», άρα θα με εγκαταλείπουν και οι άλλοι.
Ένα άτομο που νιώθει ότι θα εγκαταλειφθεί είναι δυνατόν να επιλέγει συντρόφους που δεν είναι διαθέσιμοι, ώστε να επιβεβαιώσει την ίδια την πεποίθηση. Μάλιστα, όταν ο/η σύντροφος παρουσιάζεται αξιόπιστος, πολύ συχνά το άτομο με φόβο εγκατάλειψης αποστασιοποιείται. Δεν είναι ακόμη λίγες οι φορές που κάποιος θα σαμποτάρει μια υγιή σχέση με έναν αχρείαστο τσακωμό ώστε να αναζωπυρώσει και να αναβιώσει το άγχος της ίδιας του της εγκατάλειψης.
Μέσω του ίδιου μηχανισμού, ο φόβος της εγκατάλειψης σε ένα άτομο μπορεί να προκαλέσει συμπεριφορές που τελικά θα οδηγήσουν στην εγκατάλειψη. Ένα παράδειγμα είναι η έντονη έκφραση θυμού, ζήλειας ή προσκόλλησης στο σύντροφο σε βαθμό που εκείνος ασφυκτιά και τελικά απομακρύνεται.
Ο φόβος της εγκατάλειψης αναγνωρίζεται ευρέως ως βασικό σύμπτωμα στην BPD και η εμφάνιση των συμπτωμάτων του αποδίδεται σε βιοψυχοκοινωνικά αίτια. Σε άτομα με BPD, ο φόβος της απόρριψης προκαλεί μια ακραία ταραχώδη διάθεση που είναι πιο διαρκής από ό,τι σε άλλες διαταραχές. Ως αποτέλεσμα, τα άτομα βιώνουν έντονη αγωνία σε περίπτωση πραγματικής ή φανταστικής εγκατάλειψης.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι αυτή η αυξημένη ευαισθησία στην απόρριψη και την εγκατάλειψη συνδέεται με άλλα συμπτώματα της οριακής διαταραχής. Μπορεί για παράδειγμα να σχετίζεται με τη δυσλειτουργική ρύθμιση των συναισθημάτων, που είναι χαρακτηριστική στην BPD, και η οποία ευθύνεται για τη δυσκολία διαχείρισης της στενοχώριας, για τις έντονες εκρήξεις θυμού, για τις δυσκολίες στην προσπάθεια διατήρησης μιας λογικής και ψύχραιμης συμπεριφοράς, στη μη αποδοχή ορισμένων συναισθημάτων και εν γένει στη χαμηλή συναισθηματική διαύγεια.
Μαζί με τη συναισθηματική απορρύθμιση και την κρίση ταυτότητας, οι προβληματικές διαπροσωπικές σχέσεις αποτελούν βασικό σύμπτωμα της BPD. Ο φανταστικός ή πραγματικός φόβος της εγκατάλειψης που τις πυροδοτεί, είναι ένα από τα πιο εξουθενωτικά συμπτώματα της BPD και συχνά ο κύριος παράγοντας για αυτοτραυματισμό, οξείες κρίσεις και συνολική κλινική επιδείνωση του ασθενή.
Σε κάθε περίπτωση, οι ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις και προσεγγίσεις κρίνονται ζωτικής σημασίας στη διαχείριση του φόβου εγκατάλειψης. Το σημαντικότερο βήμα στην προσπάθεια να μαλακώσει ο φόβος είναι η συνειδητοποίηση αυτής της πλευράς του εαυτού μας και η κατανόησή της. Ύστερα, η γνώση των επώδυνων συνθηκών που ενεργοποιούν και τροφοδοτούν το συναίσθημα καθώς και η αναγνώριση των συμπεριφορών που μέχρι τότε το ενίσχυαν, είναι πιθανό να οδηγήσουν στην αλλαγή του μοτίβου που οδηγούσε πάντα στο ίδιο αποτέλεσμα.