Η ιστορία ξεκινά με τις δικές της λέξεις. Ο Σαλής ήταν ο «μαύρος βαρκάρης» των Χανίων. Γεννήθηκε στο τέλος του 19ου αιώνα και η καταγωγή του δεν ήταν ακριβώς εξακριβωμένη. Οι επικρατέστερες θεωρίες είναι ότι ήταν γόνος έγχρωμων δούλων που είχαν φέρει Άραβες ή απόγονος χαλικούτηδων από το Σουδάν, Αφρικανών δηλαδή σκλάβων και οικονομικών μεταναστών στη Κρήτη. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Σαλής ήταν μια από τις πιο γνωστές και αγαπητές φυσιογνωμίες των Χανίων. Δούλευε σκληρά από μικρός σε βάρκα στο ενετικό λιμάνι όπου εκείνη την εποχή ήταν μεγάλο εμπορικό κέντρο. Ιδιαίτερα δυνατός και δεινός κολυμβητής είχε σώσει πολύ κόσμο από πνιγμό. Στην ανταλλαγή των πληθυσμών του 1922 δεν αποχώρησε από την Κρήτη μαζί με τους άλλους μουσουλμάνους παρά απέκτησε αγγλική υπηκοότητα κάτι που του δημιούργησε προβλήματα κατά την γερμανική κατοχή.
Πράος λιγομίλητος και με μια καρδιά που τους χωρούσε όλους. Οι ντόπιοι τον αγαπούσαν και τους ενέπνεε σεβασμό. Παρόλο που ήταν ένας φτωχός της κατώτερης τάξης, βοηθούσε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του εκείνους που πίστευε ότι το είχαν περισσότερη ανάγκη. Γέμιζε τσάντες με τρόφιμα και έδινε χαρτζιλίκι στα πιτσιρίκια για να τις πάνε και να τις αφήσουν ανώνυμα έξω από τις πόρτες φτωχών οικογενειών. Κάποια στιγμή κέρδισε το λαχείο και μοίρασε όλα τα χρήματα στους φτωχούς – επίσης προίκισε ορφανά κορίτσια των Χανίων. Όμως ακόμη και τότε ο Σαλής αποδεικνύοντας την μεγαλοψυχία του, χάρισε το μεγαλύτερο μέρος της. Οι περισσότερες από τις αγαθοεργίες του μαθεύτηκαν μετά το θάνατο του, στη συνοικία του Τοπχανά, τον Φεβρουάριο του 1967.
Κάθε ιστορία κρύβει τις δικές της εικόνες. Οι δικές μου άργησαν να εμφανιστούν. Καμιά δεκαετία και βάλε. Για κάποιον ακατανόητο λόγο έβρισκα πολύ φυσιολογικό να σνομπάρω το νησί που η Άννα βρήκε τον Νίκο, ερωτεύτηκε και σχεδόν μετακόμισε -τουλάχιστον όλα της τα καλοκαίρια. Επίσης έβρισκα και πολύ φυσιολογικό να σε παρακαλούν, δίνοντας σου κλειδιά και ευχές για λίγες ή και πολλές ονειρεμένες διακοπές και εσύ να σφυρίζεις ανέμελα. Που να τρέχεις τώρα… Ήταν και μια δεκαετία και βάλε που η μόνη διαδρομή που αναγνώριζε το καλοκαιρινό μου ραντάρ, ήταν αυτή η υπέροχα αλλόκοτη που ένωνε από τη μια τη Βόρεια Εύβοια και από την άλλη την Τζια. Αυτό ήξερα αυτό εμπιστευόμουν, δεν ήθελα και κάτι άλλο.
Ο χρόνος όμως που περνά και όλα τα αλλάζει, φέρνει και νέες διαθέσεις και κυρίως ξυπνά και τον εξερευνητή μέσα σου. Και κάπως έτσι ανέβηκα στα φτερά της πεταλούδας και προσγειώθηκα στο νησί της.
Ό,τι κι αν έχεις ακούσει για την Αστυπάλαια, αλήθεια είναι. Η ομορφιά των απομακρυσμένων παραλιών της- όσο πιο καρόδρομος για να φτάσεις, τόσο καλύτερο, το Κάστρο που αστράφτει σαν φεγγαρένιο στέμμα πάνω από τη χώρα της, τα σοκάκια γύρω από αυτό – το καλύτερο μέρος για να «χαθείς» είναι το “πίσω”, αυτό που βλέπει το (τα) Τζανάκι (α), η βοή της τη μέρα και οι σιωπές της τα βράδια, οι πολλές και διαφορετικές γεύσεις της.
Αν είσαι καλοφαγάς και σου αρέσει να σκάνε οι γευστικές εκπλήξεις πάνω σου σαν βεγγαλικά, είσαι στο σωστό μέρος. Πολλές οι στιγμές που γεννούν οι κουζίνες της, άλλες φανερές και διάσημες, άλλες κρυφές και δυσθεώρητες αλλά πάντα έτοιμες να εξηγήσουν τις μπλαζέ συμπεριφορές τους.
Πάρε χαρτί και σημείωνε, ήρθε η ώρα να καταγράψω την προσωπική μου χιτ λιστ. Τα κεφτεδάκια στην καντίνα στο Στενό- όπως βλέπεις τη θάλασσα τέρμα δεξιά, την αστακομαρονάδα στην Αυστραλία στο Πέρα Γιαλό- έτσι θα την έκαναν οι γιαγιάδες στο νησί και οι γιαγιάδες των γιαγιάδων επίσης, το πενιρλί με κοτόπουλο και ανανά, ή το λαχματζούν με πίτα από φιστίκια, στο διάσημο Tirquoise του Τούρκου που αντέχει για να ταΐσει το κοινό του ως αργά.
Τα θαλασσινά στην κυρία Μαρία στο Βαθύ, τα μαγειρευτά στο Γεράνι στο Λιβάδι, τη θέα και το ψημένο ρακί στο Καράι κάτω από το Κάστρο, τους μεζέδες στην Απανεμιά εκεί τριγύρω στη Χώρα, επίσης. Τα γλυκά και τις γιαουρτόκρεμες στο καφεγλυκατζίδικο του Μαρίνου στη Μαλτεζάνα, την πορτοκαλόπιτα το μπανόφι και τα πουγκιά για πρωινό στο Μελτέμι.
Πάνω από όλα όμως αυτό που έμελλε να γίνει «στέκι», όσο στο επιτρέπει δηλαδή αυτό το περιορισμένο μπουκέτο των διακοπών σου, ήταν ο Σαλής. Γιατί αυτός “ο παράξενος τύπος” με την ωραία ιστορία πίσω από το όνομα του, και την Λίλα με το Νίκο στο «τιμόνι» του που ήρθαν «μια μέρα και έμειναν για πάντα», είναι αυτό το «μυστικό» που ψάχνεις πάντα για να αρωματιστεί η καλοκαιρινή σου (δια)φυγή από την αίσθηση της επιτυχίας. Οι απανωτοί οργασμοί στον ενθουσιασμένο ουρανίσκο σου, εκεί λίγο πιο μέσα ή πέρα από τη θάλασσα στον Πέρα Γιαλό, θα στο αποδείξουν.
Φεύγεις και το πρώτο που αναρωτιέσαι είναι αν λειτουργεί το delivery με πλοίο. Αν μπορείς να πηγαίνεις κάθε τόσο-οκ με τη ρακή σου, στο λιμάνι του Πειραιά, περιμένοντας τους πιο ονειρεμένους μπουμπουριστούς χοχλιούς που έχεις δοκιμάσει ποτέ στη ζωή σου, το πιο απρόβλεπτο τουρσί σταμναγκάθι, το πιο αρωματισμένο παραδοσιακό λουκάνικο, τον πιο ευφάνταστο παστουρμά θαλάσσης, το ώριμο φιλέτο μπακαλιάρου δηλαδή με «τσιμένι» -κύμινο, τηντιλίδα, σκόρδο και πάμπρικα
Δεκάδες σαλάκια και απανωτές βουτιές μέσα στον κατάλογο ενός μαγαζιού που επιμένει να αποκαλεί τον εαυτό του καφενείο, παρά οτιδήποτε άλλο, γεγονός που εκτιμώ πολύ.
Ντολμαδάκια γιαλατζί, ασκορδουλάκοι βολβοί, μαραθόπιτα , σκιουφιχτά μακαρόνια με στακαβούτυρο και ανθότυρο Κρήτης , τυρί κατσοχοίρι ελαφρώς καπνισμένο στο τηγάνι , γαύρος μαρινάτος, , τσιροσαλάτα, καπνιστό φιλέτο ρέγκας , σουπιά γεμιστή με λευκά τυριά κρήτης και πιπεριά, καπνισμένο χοιρινό κρέας δηλαδή με αρωματικά φυτά και ξύδι , απάκι καπνιστό χοιρινό, μπεκρή μεζέ και τρίχρωμες πιπεριές και για τέλος σφακιανή πίτα με μέλι ή γιαούρτι με γλυκό του κουταλιού.
Η Αστυπάλαια σίγουρα έχει πολλά «μυστικά» να αποκαλύψει. Χάρη όμως στο Νίκο της Άννας -πρόεδρο του φαν κλάμπ «Σαλής για κάθε βράδυ», γνώρισα το γευστικότερο!