Σε ένα ταξίδι της στην Ισπανία, η Νατάσσα Δουρίδα παρατηρούσε με θαυμασμό τον τρόπο που οι ντόπιοι επαναπροσδιόριζαν με έναν δικό τους, σύγχρονο, τρόπο τις ρίζες τους, δημιουργώντας νέα πράγματα και τάσεις με βάση τον πολιτισμό τους.
Αν και μέχρι πριν λίγα χρόνια έβλεπε πως στην Αθήνα ήταν λίγες εκείνες που κρατούσαν βεντάλιες, έχοντας το θάρρος να χρησιμοποιήσουν το «gadget της γιαγιάς», η ίδια πιστεύει πως πρόκειται για ένα πολύ πρακτικό αξεσουάρ πόλης, ένα αξεσουάρ που μπορούν όλοι να έχουν μαζί τους το καλοκαίρι.
Έχοντας αυτή την ταξιδιωτική εμπειρία, οι βόλτες και οι ανακαλύψεις υφασμάτων στο εμπορικό τρίγωνο της Αθήνας σε συνδυασμό με δώρα και παλιά ρούχα που δεν πετάχτηκαν, έγιναν όμορφες βεντάλιες.
«To 2011 είχα μόλις ξεκινήσει ένα πολύ απαιτητικό μεταπτυχιακό που δε μου άφηνε χρόνο να ασχοληθώ με το βιοπορισμό μου. Χωρίς κάποια βοήθεια, το ζήτημα είχε γίνει πολύ πιεστικό, και με αυτό το κίνητρο ξεκίνησα να φτιάχνω κοσμήματα. Μία φίλη υποσχέθηκε να αγοράσει και μία άλλη μου έδωσε τα πρώτα υλικά. Το ένα έφερε το άλλο, και η “δουλειά” κατέληξε να είναι αποδοτική, μα επίσης έγινε παρηγοριά, έμπνευση, δημιουργία και παιχνίδι».
Πειραματιζόταν με δέρμα και φελλό, με υφάσματα, χάντρες και όποιο υλικό έβρισκε σε μαγαζιά με εργαλεία. Υπέγραφε τα κοσμήματά της ως DiDa ,αφού όπως εξηγεί είναι «δεσποινίδα εκ πεποιθήσεως και ήταν εύηχο σε συνδυασμό με το επώνυμό μου».
Η Νατάσσα -ή DiDa- Δουρίδα άρχισε να δημιουργεί μία μικρή συλλογή από βεντάλιες. «Πάντα έψαχνα για αφορμή να χρησιμοποιήσω τα υφάσματα που μου κλείνανε το μάτι στην Ευαγγελιστρίας, και καθώς στον πυρήνα μου είμαι πάντα μηχανικός, ήταν θέμα χρόνου μέχρι να διαλύσω την πιο απλή μου βεντάλια, αυτή που φαινόταν πιο εύκολη να φτιαχτεί και να αρχίσω να την αντιγράφω. Θυμάμαι τα πρώτα ξύλα, όταν εξερεύνησα τη διαδικασία επεξεργασίας, τα πρώτα υφάσματα. Αλλά και προβληματισμούς, όπως το ποια κόλλα δε θα μου λερώνει το ύφασμα αλλά και συμβουλές από τις πρώτες που τις χρησιμοποίησαν».
Η πρώτη της συλλογή βγήκε το καλοκαίρι του 2012, στις φίλες της άρεσε πολύ, και όσες θεωρούσαν πως οι βεντάλιες είναι πρακτικές και όμορφες, όπως κι εκείνη, άρχισαν να τις αγοράζουν. Οι πρώτες δέκα βεντάλιες ταξίδεψαν εκείνο το καλοκαίρι στην Αντίπαρο, εκτέθηκαν στο κάμπινγκ και κρεμάστηκαν από τα κλαδιά του κέδρου.
Από τότε, η σχεδιάστρια των DiDa βρίσκεται σε διάλογο με τους χρήστες, με φίλους designers και δημιουργούς, προκειμένου να βελτιώνει την τεχνική και τα υλικά της. «Το μεταπτυχιακό τελείωσε και εξελίσσομαι επαγγελματικά στον κλάδο μου, αλλά οι βεντάλιες συνεχίζουν να είναι μια παράλληλη ασχολία μου, κυρίως επειδή τις αγαπώ. Τα ξύλα πλέον τα φτιάχνει ο αδερφός μου με τη βοήθεια της μαμάς μου, συμπληρώνοντας έτσι το επίδομα που παίρνει για σύνδρομο Asperger. Χωρίς να το καταλάβω, τα τελευταία πέντε χρόνια οι βεντάλιες μου έχουν εξελιχθεί σε ένα brand με χαρακτηριστικά κοινωνικής επιχείρησης, και σε αυτό τον άξονα θα αναπτυχθεί».
Καθώς πρόκειται για χειροποίητες κατασκευές, κάθε pattern δε βγαίνει παραπάνω από 7-8 φορές και το αποτέλεσμα είναι κάθε φορά μοναδικό. Τα υλικά που χρησιμοποιούνται είναι μόνο φυσικά: ξύλο και ύφασμα για τις βεντάλιες, δέρμα και φελλός για τις θήκες. Η μόνη επεξεργασία που τους γίνεται είναι αυτή της ραπτομηχανής και κυκλοφορούν σε δύο μεγέθη, για ενήλικες και παιδιά.
Οι βεντάλιες DiDa κατόπιν παραγγελίας μπορούν να γίνουν κατάλληλες γιααριστερόχειρες. Αρκετά συχνά, η Νατάσσα Δουρίδα ζωγραφίζει σε αυτές συγκεκριμένα θέματα ή τα αναθέτει σε άλλο καλλιτέχνη. Επίσης, δέχεται παραγγελίες για υφάσματα ή για κάποια χάραξη στο ξύλο.
Μέχρι στιγμής έχει συνεργαστεί μέσω του brand τα αγαπημένα της Hallellujah, την Cocotte , το Zooms Fabrica, και αυτή την περίοδο ετοιμάζει κάτι με τους ευρηματικότατους neo-lol-gismous. «Το Yesterday’s bread φιλοξενούσε πάντα αφιλοκερδώς τις βεντάλιες, όπως και η γκαλερί της οδού Κλεψύδρας, από όπου πάντα έβρισκα τα βιβλία μου. Φέτος βρίσκονταν στο Neon Raum, και στις Miss Lemon, στο Παγκράτι».
Η σχεδιάστρια των DiDa βρίσκει ενδιαφέρον αυτή τη στιγμή στην Αθήνα το γεγονός πως νέοι δημιουργοί που εκφράζονται μέσα από πρωτότυπα brands «και με μικρές αλλά προσεγμένες δουλειές, αλλάζουν την αισθητική και τη συμπεριφορά του καταναλωτικού κοινού, αποδεικνύοντας πως κερδίζει όποιος ακολουθεί τη δημιουργικότητά του. Διατηρώντας ένα ενεργό δίκτυο, μπορούμε να πάμε αυτή την ιδέα ένα βήμα πιο πέρα».