«Ο κόσμος αισθάνεται κάποια περηφάνια για το γεγονός ότι ζει στον συγκεκριμένο τόπο. Κι αυτό δεν βγάζει πουθενά. Έχει πάψει πια κανείς να νιώθει ο εαυτός του κι έχει μετατραπεί σε πόλη. Κυριαρχεί ένα είδος ναρκισσιστικού αντικατοπτρισμού.»
Αυτά τα λόγια επιλέγει ο Πέδρο Αλμοδόβαρ στην «Αυτοσυνέντευξη» του, το 1984, για να ξεσκεπάσει το μεγαλύτερο ψέμα που έχουν (-με;) καταπιεί αμάσητο οι «εναλλακτικοί κύκλοι» μετά από την πολιτική ταυτότητα του Morrissey. Την κουλτούρα της πόλης μας. Κάτι που ναι μεν πατάει στην πραγματικότητα των προσώπων και των χώρων και στην έννοια της αστικής κουλτούρας, αλλά εύκολα γίνεται παγίδα. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη παγίδα από τον Αύγουστο στην Αθήνα που σου αφήνει τόσες επιλογές, όσες είναι και οι ταινίες σου.
Τον Δεκαπενταύγουστο τον έχουμε αφήσει μαζί με τα εισιτήρια και μας μένουν ο Τσίου και τα Φθηνά Τσιγάρα. Ισορροπείς ανάμεσα στην (ελπίζω μεταφορική) πρέζα της μοναχικής και άδειας Αθήνας και τις ρομαντικές περιπέτειες του Ίθαν Χοκ Ρένου Χαραλαμπίδη. Αυτά. Τα μαγαζιά κλειστά, η θερινή προβολή των Τσιγάρων είναι και φέτος φίσκα –τώρα δεν είναι τόσο άδεια η Αθήνα ε; – και αντί να γνωρίζεις τον έρωτα της ζωής σου και να πίνεις φραπέδες με τον Τσάκωνα, αρχίζεις να μοιάζεις πιο πολύ με τον Τσίου.
Ή τουλάχιστον αυτές τις επιλογές σου αφήνει ο αθηναϊκός μύθος του Αυγούστου. Υπάρχουν πάντα εκείνοι που θα σου θυμίσουν την άδεια Σταδίου ή το πόσο τους αρέσει που λείπουν οι αντιπαθείς συμπολίτες τους. Παραμένει όμως στα σταθερά στεγανά συγκεκριμένων αντιλήψεων, συγκεκριμένης ορατότητας και συγκεκριμένης κουλτούρας. Του ρομαντικοποιημένου συνδυασμού ζέστης, μοναξιάς και του αστικού ιστού της πρωτεύουσας.
Αλλά δεν πάνε πολλά χρόνια από τότε που η Αθήνα ήταν «αι Αθήναι» και μετακομίζοντας από την cruel but cool Καλλιθέα στον σκέτο cruel Άγιο Παντελεήμονα, βλέπω πως οι Αύγουστοι των Αθηνών είναι όσοι και οι φυλές τους.
Η Αχαρνών δεν είναι ιδιαίτερα μακριά από την Σταδίου, όμως σε καμία περίπτωση δεν είναι άδεια. Όχι περισσότερο από τον Ιούλιο, τον Οκτώβριο ή τον Φεβρουάριο. Τα μαγαζιά είναι ακόμα ανοιχτά και γεμάτα με οικογένειες που μάλλον δεν μοιάζουν με την δική σου, οι ξέμπαρκοι που πετάγονται στα φανάρια δεν λείπουν, οι παρέες που δεν έχεις ξαναδεί γεμίζουν τα πεζοδρόμια κι ακόμα κι εκείνοι που προσπαθούν να σου πουλήσουν λαθραία τσιγάρα πετάγονται από τις γωνίες και ίσως τρομάζουν λίγο περισσότερο από ότι εσύ.
Αν λοιπόν φέτος τον Αύγουστο δεν σε καλύπτουν τα δεκάδες άρθρα που σου προτείνουν τι να κάνεις, μπορείς πάντα να κατέβεις την Αχαρνών, να τσιμπήσεις σε ένα Περσικό και να πιεις μια μπίρα από μια χώρα που δεν φανταζόσουν ότι φτιάχνει τίμιες μπίρες.
Μέσα από μια Αθήνα που δεν γίνεται άλλη για έναν μήνα, μπορούμε να δούμε ότι η κουλτούρα της πόλης δεν είναι μία κι ενιαία, όσο κι αν θέλουμε να πιστέψουμε ότι είμαστε οι κοινωνοί της. Και δεν υπάρχει κανένας λόγος να μας εγκλωβίζει σε κλισέ κινηματογραφικών παραγωγών και οράματα σεναριογράφων.