Επειδή δεν υπάρχει περίπτωση να μην ανέβετε, σας παραθέτουμε ορισμένες πληροφορίες ώστε να κερδίσετε τις εντυπώσεις στην παρέα.
Πρόκειται για μοναδικό στο είδος του κάστρο στα νησιά του Νοτίου Αιγαίου. Λέγεται και κάστρο της Αστροπλιάς ή Κάστρο των Κουιρίνι.
Χτίστηκε από την οικογένεια των Querini τον 14ο αι. πάνω στην αρχαία ακρόπολη, ενώ την οριστική του μορφή πήρε τον 15ο αιώνα.
Είναι δομημένο με παραδοσιακή τοπική σκούρα πέτρα και περιστοιχίζεται από άσπρα σπιτάκια, κυκλαδίτικου στυλ, οι εξωτερικοί τοίχοι των οποίων δημιουργούν ένα πραγματικό τείχος, με μικρά παράθυρα για πολεμίστρες. Με έντονο φρουριακό χαρακτήρα για να προστατεύσει τους κατακτητές από τους πειρατές, έχει ορατότητα στα δύο φυσικά λιμάνια του νησιού.
Μέσα στο κάστρο βρίσκει κανείς τις περίφημες κατάλευκες εκκλησίες με τα πέτρινα καμπαναριά, της Παναγιάς του Κάστρου (1853) και του Αγίου Γεωργίου (1790).
Το 1207 η Αστυπάλαια δόθηκε σαν φέουδο από το Μάρκο Σανούδο, Δούκα της Νάξου και Κύριο των Κυκλάδων, στον Κόμη Ιωάννη Κουερίνι. Ο Κουερίνι αναγκάστηκε να εποικίσει την Αστυπάλαια, που είχε ερημωθεί μετά από μια επιδρομή των Τούρκων, με κόσμο που έφερε από την Τήνο και τη Μύκονο.
To 1310 o Ιωάννης Κουερίνι o B’ ανοικοδόμησε εκ βάθρων το κάστρο και βασικά του έδωσε τη σημερινή του μορφή παρόλο που τροποποιήσεις και προσθήκες υπήρξαν πολλές τους επόμενους πέντε αιώνες.
Την οριστική μορφή του την πήρε το 1413 με την ανακατασκευή του Ιωάννη Δ’ Κουϊρίνι. Τα επίσημα εγκαίνια του νέου κάστρου έγιναν το 1453.
Από το 16ο έως το 19ο αιώνα η Αστυπάλαια ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Τουρκικός στόλος κατέβαινε μια φορά το χρόνο από την Κωνσταντινούπολη για να εισπράξει τους φόρους, αλλά τον υπόλοιπο καιρό άφηνε τους νησιώτες να τα βγάλουν μόνοι τους πέρα με τους πειρατές.
Έτσι οι κάτοικοι της Αστυπάλαιας έπρεπε να συμβιώνουν με τους πειρατές, στη συνεργασία με τους οποίους έβρισκαν σχετική ασφάλεια, αλλά και οικονομικά οφέλη. Το κάστρο ήταν απόλυτα προσαρμοσμένο σε αυτόν τον τρόπο ζωής και φαίνεται ότι παρέμεινε το κύριο μέρος του οικισμού της χώρας μέχρι το 18ο αιώνα.
Μέχρι τον 19ο αιώνα αποτελούσε τον μοναδικό οικισμό του νησιού. Όλα τα σπίτια έξω από αυτό τα έλεγαν «σταύλους».
Το 19ο αιώνα η πρώτη μεταεπαναστατική Ελληνική κυβέρνηση, του Ιωάννη Καποδίστρια, βάζει ως πρώτο μέλημά της την καταπολέμηση της πειρατείας. Τα Ελληνικά πολεμικά πλοία, εξαπολύουν συστηματικά έλεγχο της θαλάσσιας περιοχής των συνόρων του νεοσύστατου κράτους. Μαζί με τα ελεύθερα νησιά, ωφελούνται και τα σκλαβωμένα, η πειρατεία παρακμάζει και σταδιακά αφανίζεται.
Έτσι το 19ο αιώνα και τις αρχές του 20ου, όπου υπήρχε μεγαλύτερη ασφάλεια, τα ανοίγματα στον οχυρό περίβολο διευρύνθηκαν και σε πολλά προστέθηκαν ξύλινοι εξώστες, ενώ στις αρχές του 20ου αιώνα, οι κάτοικοι του άρχισαν να βγαίνουν, αισθανόμενοι ασφάλεια, έξω από αυτό και να εποικούν την γύρω περιοχή της Παναγίας της Πορταϊτισσας. Το 1943 άρχισε να εγκαταλείπεται από τους κατοίκους του, ενώ οι τελευταίοι το εγκατέλειψαν με τον καταστρεπτικό σεισμό του 1956.
Όταν χτύπησε ο μεγάλος σεισμός του 1956 (7.1 ρίχτερ σηκώνοντας παλιρροϊκό κύμα 20 μέτρων στην Αστυπάλαια), τα περισσότερα σπίτια στην κορυφή του λόφου κατέρρευσαν, συμπαρασύροντας το ένα το άλλο. Τα υπόλοιπα κτίρια εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους τους και απογυμνωμένα από τα υπόλοιπα ξύλινα στοιχεία τους, αφέθηκαν στο έλεος των στοιχείων της φύσης.
Το κάστρο βρίσκεται στην κορυφή υψώματος γύρω από το οποίο αργότερα αναπτύχθηκε η Χώρα, σε πλάτωμα με έκταση 4 στρέμματα.
Η μοναδική είσοδος του κάστρου βρίσκεται στην Νοτιοδυτική πλευρά του και οδηγεί στο εσωτερικό του μέσα από ένα χαμηλό, στεγασμένο με σταυροθόλια, χώρο.
Η είσοδος ήταν χώρος εμπορικών συναλλαγών. Στο πρώτο κτίριο αριστερά από την είσοδο, βρίσκονταν το καφενείο, τόπος αναψυχής και κοινωνικής επαφής. Μέσα στο κάστρο υπήρχαν δύο γειτονιές, της Παναγιάς του Κάστρου ή Ευαγγελίστριας και του Αϊ Γιώργη ή Γλυκαυλή.
Εκτός από κατοικίες υπήρχαν και πολλά σιδηρουργεία, ξυλουργεία και εργαστήρια κεραμικής.
Τα σπίτια του κάστρου ήταν όπως τριώροφα. Κάθε σπίτι περιελάμβανε δύο ή τρείς μονόχωρες κατοικίες, στέγαζε δηλαδή δύο ή τρείς οικογένειες.
Το κάστρο κατά καιρούς ήταν πυκνοκατοικημένο. Στα τέσσερα στρέμματά του ζούσαν κατά μέσο όρο 2.500 άτομα, ενώ φαίνεται ότι οι κάτοικοί του έφτασαν και τις 4.000. Η ύδρευση των σπιτιών γινόταν από στέρνες. Τα προνομιούχα καστρινά σπίτια που ήταν κοντά στο Σεράι είχαν εξαιρετικό αποχετευτικό σύστημα.
Το «Σεράι», ένας τετράγωνος πύργος με περίμετρο 18 μ στο νοτιοανατολικό άκρο, ήταν κατά κάποιο τρόπο ο ακρόπυργος του κάστρου.
Μια από τις πιο σημαντικές νεώτερες επεμβάσεις στο κάστρο ήταν η ανέγερση του ναού την Παναγίας αφιερωμένος στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, της Παναγιάς της Πορταϊτισσας. Χτίστηκε το 1853 στη θέση του αρχοντικού των Κουϊρίνι.
Στο εσωτερικό του κάστρου βρίσκεται και ο αρχαιότερος ναός του Αϊ Γιώργη που κτίστηκε το 1790. Ο ελεύθερος χώρος μπροστά στην εκκλησία αποτελούσε τη μπλάτσα (πλατεία) όπου γίνονταν τα πανηγύρια και οι χοροί της καστροπολιτείας.