Παλιά ήμουν συλλέκτης. Μάζευα γραμματόσημα, τηλεκάρτες, αυτοκόλλητα. Παλιά νομίσματα, παλιές κονσόλες, παλιά παιχνίδια. Μπίλιες, μπουγελόφατσες, ευχούληδες, κονκάρδες αναμνηστικές και αναπτήρες διαφημιστικούς. Τετράδια, βιβλία, εγχειρίδια, επιστολές και περιοδικά. Είχα ένα μεγάλο βάζο γεμάτο κουτάκια από σπίρτα. Οι τοίχοι μου ήταν μια ετερόκλητη ταπετσαρία από αφίσες κινηματογραφικές, αθλητικές, σταρ του σινεμά, μοντέλα των διαφημίσεων, αμάξια του μέλλοντος. Δεδομένου ότι δεν τις χρησιμοποίησα ποτέ για να δελεάσω θηλυκό στο παιδικό κι εφηβικό μου δωμάτιο, μόνο ως άσκηση ματαιότητας μπορώ τώρα να χαρακτηρίσω τις συλλογές μου, και σπατάλη χώρου σίγουρα. Ειδικά τώρα, που έχω βιώσει το πώς μια μικρή σπίθα απ’ τα ηλεκτρολογικά του απέναντι, μπορεί να κάνει καπνό και στάχτη ολόκληρη την παιδική σου ηλικία. Τις συλλογές σου, τα βιβλία, τα πτυχία, τις φωτογραφίες σου. Τώρα πια δε μαζεύω τίποτα συγκεκριμένο, μονάχα άσχετα πράγματα που μπορεί στο μέλλον να μου θυμίσουν κάτι απ’ το παρελθόν. Αλλά πάλι, μπορεί και όχι.
Λοιπόν θα έλεγα ότι έχω φωτογραφική μνήμη. Που πάει να πει με τις αναμνήσεις έχω μια σχέση εκλεκτική. Θυμάμαι πρόσωπα, θυμάμαι τοπία, παρέες, αντικείμενα, στιγμές. Σαν σε καρέ. Δεν θυμάμαι, βέβαια, τίποτε άλλο. Δεν θυμάμαι ονόματα, λόγου χάρη. Σπανίως θυμάμαι ιστορίες, και ποτέ δεν θυμάμαι ανέκδοτα για πάνω από μια βδομάδα. Αλληλουχίες γεγονότων θυμάμαι για πολύ λίγο κι αυτό με πολύ κόπο. Θυμάμαι, για παράδειγμα, τον εαυτό μου μικρό παιδάκι, σταυροπόδι σε κάποια περί τη Λευκάδα παραλία με βότσαλο χοντρό, να κόβω ντομάτες με μαχαιράκι με ξύλινη λαβή, όσο δίπλα η γιαγιά μου ετοίμαζε τα κάρβουνα για να ταΐσουμε τις μερικές δεκάδες τουρίστες που έβγαζε κρουαζιέρα ο παππούς μου με το καΐκι. Ποια ήταν η παραλία μη με ρωτήσεις, ούτε αν έκοψα κι αγγούρια –ως εκεί φτάνω. Υποθέτοντας μονάχα, μπορώ να πω πως μάλλον θα το έκανα συχνά.
Σπανιότερα, θυμάμαι και συναισθήματα συνδεδεμένα με τις εικόνες. Θυμάμαι την ακύρωση που ένιωσα όταν ο πατέρας μου δεν μοιράστηκε τον ενθουσιασμό μου για το αμίμητης, είμαι σίγουρος, αισθητικής χειροτέχνημα που του είχα πάει τρέχοντας απ’ το σχολείο στη δουλειά του, αλλά δεν θυμάμαι το αμίμητης, είμαι σίγουρος, αισθητικής χειροτέχνημα. Θυμάμαι τον ενθουσιασμό με τον οποίο άκουγα τις ιστορίες συγχωριανών σ’ ένα τραπέζωμα της άλλης μου γιαγιάς στην Κρήτη, αλλά δε θυμάμαι ούτε πρόσωπα, ούτε ονόματα, ούτε τις ιστορίες τις ίδιες –κάτι μ’ ένα κουνέλι, κάτι μ’ ένα θεριό, κάτι μ’ έναν παπά. Μέχρι πρόσφατα, θυμόμουν έντονα έναν τεράστιο βράχο καταμεσής μιας αμμουδιάς, ως την πιο εντυπωσιακή παραλία που είχα δει ποτέ στη ζωή μου. Το ποια ήταν αυτή η παραλία, είχα από καιρό εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια να θυμηθώ, ώσπου την ξαναπέτυχα τυχαία. Και να σου πω την αλήθεια, πίστευα πως η παραλία αυτή θα ΄χε χαθεί με τον σεισμό του ‘03.
Α ναι, ο σεισμός του ‘03. Καλοκαίρι, 14 Αυγούστου, παραμονή της Παναγίας. 6,4 ρίχτερ, σχεδόν μέσ’ στο ξημέρωμα. Αν ρωτήσεις συνομιλήκους μου, θα σου πουν ότι θυμούνται τον τρόμο. Ότι θυμούνται τη λαχτάρα. Την αναστάτωση, τις ζημιές, την ανασφάλεια. Τον κόσμο στις πλατείες, στους ραγισμένους δρόμους, έξω απ’ τα σπίτια τους, γύρω απ’ τα μαγαζιά τους, ανάμεσα στους σκόρπιους σοβάδες. Tα σπασμένα κεραμίδια, τα αγχωμένα τηλεφωνήματα στα αδρανοποιημένα δίκτυα των κινητών της εποχής. Κάτω από κτήρια που χάσκανε απ’ την αγανάκτηση που τα λύγισε, μπαλκόνια που έγιναν σχεδόν ισόγια, χαγιάτια που κουράστηκαν και ξάπλωσαν. Σωλήνες αποχέτευσης που έσπασαν, φίδια και ποντίκια να τρέχουν αλλόφρωνα σε κήπους και αυλές. Ακούω ιστορίες για τις μέρες τις ατέλειωτες που πέρασαν σε σκηνές στο γήπεδο, περιμένοντας το χρώμα που θα διάλεγε το ΥΠΕΧΩΔΕ για να μαρκάρει τα σπίτια τους, μπας και μπορέσουν επί τέλους να γυρίσουν πίσω. Κι απορώ εγώ πού ήμουν.
Ξημερώματα παραμονής της Παναγίας καθώς ήταν, 20χρονος νεανίας στη Λευκάδα καθώς ήμουν, ζούσα σεισμό δικό μου εγώ τότε, που ο κόσμος όλος έβγαινε, η νύχτα εκρηγνυόταν και το αλκόολ ήταν πιο άφθονο κι απ’ το αλάτι του Ιονίου. Η αποφασιστική κρεπάλη στις μπάρες του νησιού, ενισχυμένη απ’ τη στενή στριφογυριστή σκάλα που έπρεπε να καβαλήσω για να φτάσω στο κρεβάτι μου, με είχε ρίξε σ’ ένα κώμα απ’ αυτά που ούτε 9 ρίχτερ δε σε βγάζουν, τι να κλάσουν τα 6μιση. Το μεγάλο βουητό και το τρίξιμο των ξύλων, κάπως με ταράξανε και άλλαξα πλευρό, εκείνο όμως που με αναστάτωσε, ήταν η άξαφνη χλαπαταγή που ακολούθησε. Ανήσυχος λιγότερο κι ενοχλημένος πιο πολύ, σηκώθηκα να δω τι διάβολο συμβαίνει, με το κεφάλι μου να είναι βέβαιο πώς είμαι σε καράβι εν θυέλη. Κατέβηκα θολωμένος τα σκαλιά κι είδα ίσως το πιο αλλόκοτο θέαμα που έχω αντικρίσει εν μέθη: το άσπρο μάρμαρο του σαλονιού, στιγματισμένο με μιλιούνια χρώματα. Πράσινα, κόκκινα, μπλε και κίτρινα λεκεδάκια, που για κάποιο λόγο φαίνονταν να κουνιούνται, να πηγαίνουν, να έρχονται, να ψάχνουν μέρος να σταθούν, σχηματίζοντας ένα πλουμιστό ψηφιδωτό, σαν ουρανός που πάλεται.
Το βάζο με τις μπίλιες μου. Που τόσο περήφανα είχε βάλει η μάνα μου στην κουπαστή απ’ το τζάκι. Είχε πέσει, είχε σπάσει, κι είχε σκορπίσει στο πάτωμα την πιο κουλή αντανακλαστική ανάμνηση που έχω να θυμάμαι. Κρίμα που δεν είχα τότε smartphone: θα είχα κάνει #πάταγο στο instagram.