Μπορεί τα τελευταία χρόνια να έχουμε «βαρεθεί» να διαβάζουμε και να ακούμε για το μαζικό comeback του βινυλίου (που ακόμη κι αν δεν είναι τόσο μαζικό όσο νομίζουν ορισμένοι, είναι ενδεικτικό της γενικότερης παράδοσης στο κάλεσμα της Αγίας Νοσταλγίας), όμως πρώτα και πάνω απ’ όλα το βινύλιο ήταν, είναι και θα είναι μια πιο προσωπική, από τις υπόλοιπες, υπόθεση, είτε για αυτόν που τα αγοράζει, είτε φυσικά για αυτόν που τα κυκλοφορεί. Όπως και να ‘χει, για όσων, σε μια τυχαία δισκοβόλτα, τα μάτια έχουν αστράψει με κάποιον δίσκο των Last Drive ή των Deus Ex Machina, για όσους απόρησαν ευχάριστα, βλέποντας τους θρυλικούς δίσκους σε καινούργιες εκδόσεις, μία βουτιά στον πιο DIY δισκογραφικό… λαβύρινθο είναι αρκετή για να λύσει κάθε απορία. Ο λόγος για τη Labyrinth of Thoughts Records, μία δισκογραφική που από το 2010 είναι κυριολεκτικά…προσωπική υπόθεση, καθώς ιθύνων νους της είναι ένας και μόνο άνθρωπος. Ο Νίκος Στυλίδης, λοιπόν, που μεταξύ άλλων επανέφερε μερικές από τις πιο κομβικές κυκλοφορίες της ανεξάρτητης ελληνικής σκηνής των 80s και των 90s στα πικάπ – καινούρια ή μη, δεν έχει σημασία. Σημασία έχουν μόνο οι ήχοι και οι στίχοι όταν περιδυνίζονται σε 33 ή 45 στροφές.
Ποιός ήταν ο βασικός λόγος που σε ώθησε να ξεκινήσεις τη Labyrinth of Thoughts; Η Labyrinth υπήρχε από το 2004, σαν εταιρεία διανομής. Σαν label, ξεκίνησε το 2010. Υπήρχε η σκέψη όλο αυτον τον καιρό να γίνει label, απλώς δεν είχε βρεθεί το κατάλληλο συγκρότημα για να ξεκινήσω να κάνω κάτι τέτοιο. Βασικά, η Labyrinth ξεκίνησε βγάζοντας μία doom metal μπάντα από την Αγγλία, τους Unsilence. Αυτό ήταν απόρεια αυτού που έκανε η Labyrinth μέχρι το 2010, καθώς, έκανα τη διανομή τους στην Ελλάδα. Αυτή ειναι και η μοναδική ξένη κυκλοφορία. Το ενδιαφέρον εστιαζόταν, όμως, στις ελληνικές μπάντες γιατί εδώ ζούμε και έχουμε μεγαλώσει, με τα βιώματα που έχει ο καθένας κι επειδή εκτιμώ πάρα πολύ τους ανθρώπους που ασχολούνται με οτιδήποτε έχει να κάνει με τον πολιτισμό εδώ στην Ελλάδα, γιατί είναι κάτι παρα πολύ δύσκολο. Μετά, λοιπόν, έβγαλα τους Free Yourself που ήταν μία μπάντα από Έλληνες μετανάστες στη Γερμανία που είχαμε από παλιά κάποιες επαφές, και ύστερα ήρθε το Σκληρές Λέξεις των Γκρόβερ, οι οποίοι ήταν κι αυτοί που με βοήθησαν πολύ στο να συνεχίσω να βγάζω πράγματα. Εκτός του ότι είναι ένα παλιό όνομα στη Θεσσαλονίκη, ο κιθαρίστας τους, ο Τσέλιος, έχει μαγαζί με service μουσικών οργάνων, οπότε υπήρχε ένα πολύ καλό feedback για την εταιρεία, κι αυτό με βοήθησε να βγάλω κι άλλα ονόματα από τη Θεσσαλονίκη και κάπως έτσι, το ένα έφερε το άλλο.
Πώς γίνεται η προσέγγιση με τις μπάντες; Κάποιοι έρχονται σε εμένα, αλλά τις περισσότερες τις βρίσκω εγώ. Ό,τι βγάζω έχει να κάνει με το προσωπικό μου γούστο. Ξεκινάω από εκεί και έρχομαι σε επαφή με τους ανθρώπους.
Στο roster της Labyrinth συναντάμε σημαντικές επανακυκλοφορίες από μπάντες της ανεξάρτητης σκηνής των δεκαετιών του ’80 και ’90. Πώς θυμάσαι εκείνη την περίοδο; Η ενηλικίωσή μου συνέπεσε με το μεγάλο μπαμ που έκανε η ελληνική ανεξάρτητη σκηνή το 1990. Έχω να θυμάμαι τα καλύτερα. Κι αυτό είναι ένα μείον που βρίσκω στη σημερινή κατάσταση. Τότε μπορεί να είχες να πας σε τρεις-τέσσερις συναυλίες μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο και όλες είχαν κόσμο και μάλιστα πολιτικοποιημένο. Δεν ήταν κάτι τυχαίο, επειδή απλά σου άρεσε μία νότα ή ένας στίχος από μία μπάντα. Όλο αυτό που συνέβαινε, είχε άμεση επίδραση στη ζωή και την καθημερινότητά σου. Αυτό έχει πάψει να υπάρχει, τουλάχιστον σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό. Αυτό μου λείπει πάρα πολύ, μακάρι να μπορούσα να το ξαναβιώσω.
«Το βινύλιο σε “αναγκάζει” να κάτσεις και να το ακούσεις. Αν η μουσική είναι απλά για σένα μια διαδικασία ενός συνόλου πραγμάτων, όπως να πας στο σουπερμαρκετ, τότε μάλλον το βινύλιο δεν σε αφορά.»
Νιώθεις ότι υπάρχει μία στροφή της προσοχής του κόσμου σε εκείνη τη μουσική περίοδο μόνο από αυτούς που την έζησαν και τότε ή είναι μια τάση που αφορά και νεότερες γενιές; Φυσικά αυτή η μουσική αφορά και νεότερες γενιές, αυτό είναι το μέλημά μου. Ένα συγκρότημα είχε πει ότι «κάθε πράξη μας είναι πολιτική». Κάθε μουσική και κάθε στίχος που γράφεται είναι πράξη πολιτική. Δεν έχει σημασία αν ο στίχος αυτός καθ’ αυτός είναι πολιτικός. Ζώντας σε μία κοινωνία σαν τη δικιά μας, με τα τεράστια προβλήματα που έχουμε, τα πάντα είναι επίκαιρα, ίσως πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τη δεκαετία του ’80.
Αγοράζατε τότε δίσκους; Ναι! Μετά ήρθε το CD. Δεν έχω κανένα κόλλημα με το βινύλιο ως «είδος νοσταλγίας». Το CD, όμως, ήρθε κι έφερε μαζί του την κουλτούρα του. Για παράδειγμα, αγοράζαμε δίσκους γιατί ήταν φθηνοί. Ένας δίσκος το 1992 στοίχιζε 1800 δραχμές. Το CD ξεκίνησε με 4500 δραχμές. Κάποιος που αγόραζε μουσική, έπρεπε, ξαφνικά, για μια κυκλοφορία να δίνει υπερδιπλάσιο ποσό από αυτό που έδινε μέχρι τότε. Συν τοις άλλοις, δεν ακούγεται καλύτερα από το βινύλιο. Γιατί ένα βινύλιο καλής κοπής μπορεί να σου αποδώσει όλο το εύρος των συχνοτήτων, κάτι που δεν μπορεί να κάνει ένα CD. Τρίτον, με το βινύλιο παίρνεις ένα έργο τέχνης μαζί, αν είναι ωραίο το εξώφυλλο. Μετά ήρθε η αντιγραφή και μετά το δωρεάν. Τώρα, πώς γίνεται να είναι όλα δωρεάν; Δηλαδή, μία μπάντα έχει έξοδα για να προβάρει και για να γράψει, μία εταιρεία έχει έξοδα για να τύπωσει κλπ, κάπως πρέπει να βγουν όλα αυτά τα χρήματα. Δεν είναι εύκολο να κυκλοφορείς δίσκους στην Ελλάδα το 2017. Θα ήταν πιο εύκολο αν δεν υπήρχε όλος αυτός ο παραλογισμός που ζούμε από το 2010 και μετά.
Πιστεύεις πως στην Ελλάδα έχει υπάρξει μία ουσιαστική αναβίωση του βινυλίου, όπως για παράδειγμα, στην Αγγλία; Υπάρχει μία στήριξη από τις εταιρείες στο βινύλιο γιατί είναι το μόνο μέσο που μπορούν πλέον να πουλήσουν. Το CD έχει πεθάνει και δεν νομίζω να βγάζουν φοβερά χρήματα από το downloading. Στην Ελλάδα δεν ξέρω αν συμβαίνει κάτι ουσιαστικό. Εδώ, έχουμε μία μικρή χρονοκαθυστέρηση στο τι συμβαίνει, σε όλους τους τομείς. Το αν θα παγιωθεί η άνοδος στο βινύλιο θα φανεί σε μερικά χρόνια.
Τελικά, γιατί αγοράζουμε βινύλια; Έχει να κάνει πράγματι με τον ήχο ή είναι περισσότερο ένας υλιστικός φετιχισμός; Για μένα, τα πάντα ξεκινάνε από το αν σου αρέσει να ακούς μουσική. Δεν έχω κατορθώσει να καταλάβω ένα άλμπουμ ακούγοντάς το από το Youtube. Έχω κατορθώσει απλά να καταλάβω αν θέλω να το αγοράσω σε δίσκο ή όχι. Αν δεν πάρω το artwork στα χέρια μου, αν δεν διαβάσω τους στίχους να δω τι θέλει να πει ο καλλιτέχνης, δεν μπορώ να καταλάβω ένα album. Αν αυτή είναι μία σημαντική διαδικασία για σένα, τότε θα αγοράσεις βινύλιο. Το βινύλιο σε «αναγκάζει» να κάτσεις και να το ακούσεις. Αν η μουσική είναι απλά για σένα μια διαδικασία ενός συνόλου πραγμάτων, όπως να πας στο σουπερμαρκετ, τότε μάλλον το βινύλιο δεν σε αφορά.
Όλη η διαδικασία παραγωγής στη Labyrinth είναι κυριολεκτικά DIY. Πώς λειτουργεί όλο αυτό σε πρακτικό επίπεδο; Για διάφορους λόγους, όχι μόνο οικονομικούς, αποφάσισα στη Labyrinth να ασχολούμαι με τα πάντα, από το artwork μέχρι το mastering. Το δεύτερο με ευχαριστεί πολύ, γιατί έχει να κάνει καθαρά με το τι ερεθίσματα δίνει ένα τραγούδι στον ψυχικό σου κόσμο. Είναι βιωματικό. Θα το κάνω με τον τρόπο και τους ρυθμούς που θέλω. Έχω σαν σημείο αναφοράς την επανακυκλοφορία του album των Εν Πλω «Οι Νύχτες». Το πρωταρχικό υλικό ήταν ένα CD που είχε γραφτεί από τον Ντίνο Σαδίκη πριν δώσει το δικό του test pressing το 1995, γραμμένο σε ένα πικάπ αξίας 50 ευρώ, δηλαδή χάλια! Σε αυτή την περίπτωση, άκουσα το album άπειρες φορές μέχρι να καταλήξω στο που θέλει να πάει. Αυτό δεν θα μπορούσα να το κάνω αν δούλευα σε ένα studio. Bέβαια, ένας άλλος δίσκος μπορεί να μου πάρει μία εβδομάδα στο mastering, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι του δίνω λιγότερη προσοχή. Η διανομή και το promotion γίνονται επίσης από εμένα, οπότε ναι, είναι DIY η φάση. Βέβαια, κάνω πολλές παραγωγές με άλλα labels, όπου εκεί, «το σπάμε» το πράγμα.
Πόσο εύκολη είναι όλη η διαδικασία; Εύκολη μπορεί να μην είναι, αλλά είναι κάτι που σου δίνει πολλά ασχέτως των χρημάτων. Το γεγονός ότι γεμίζει η καθημερινότητά μου με πράγματα που μου αρέσουν, είναι μεγάλο ψυχολογικό βοήθημα για μένα. Δεν είναι όλα ρόδινα, πάντα υπάρχουν και τριβές και διαφωνίες.
Πρόσφατα, επανακυκλοφόρησες το album των Πίσσα & Πούπουλα, ενώ είδαμε ότι είναι στα σκαριά και η επανακυκλοφορία του Blood Nirvana των Last Drive. Υπάρχουν άλλα άμεσα σχέδια; Το καινούργιο album των Last Drive, κατά πάσα πιθανότητα το Σεπτεμβριο, χωρίς την ημερομηνία να είναι σίγουρη.
Υπάρχουν δίσκοι που θα ήθελες να επανακυκλοφορήσειw αλλά δεν τα κατάφερες; Είχα μία λίστα με τις επανακυκλοφορίες που θα ήθελα να κάνω και νομίζω ότι 8 στα 10 τα έχω κάνει! Ένα δίσκος που θα ήθελα να βγάλω αλλά δεν θα συμβεί για λόγους που αφορούν τη μπάντα, είναι το «Άγγελοι του Ψεύδους» από την Αρνητική Στάση. Από καινούργια πράγματα, θα ήθελα να είχα βγάλει τους Bad Trip.
Πιστεύεις ότι θα μπορούσες να ξυπνήσεις μία μέρα και να πεις «Τώρα σταματώ τη Labyrinth»;
Ναι, μπορεί μία μέρα να σταματήσω την Labyrinth. Ελπίζω οι λόγοι για τους όποιους μπορεί αυτό να συμβεί να είναι καλοί και όχι κακοί.
Ως αγοραστής, σε ενδιαφέρει να αποκτήσεις ένα σπάνιο κομμάτι ή σε ενδιαφέρει απλά να έχεις το δίσκο; Δεν με ενδιαφέρουν οι σπάνιες κόπιες αλλά να είναι καλό το βινύλιο και να έχει μία προσιτή τιμή. Βέβαια, δεν ειναι δυνατό να γίνονται συγκρίσεις μεγάλων label του εξωτερικού με ανάλογες προσπάθειες που γίνονται εδώ στην Ελλάδα. Μια επανακυκλοφορία με mastering, σε καλό βινύλιο και με προσεγμένο artwork, δεν είναι υπερβολικό να πωλείται 18 ευρώ, αν σκεφτείς ότι, πολλές φορές, δίσκοι πολυεθνικών έχουν τις ίδιες ή υψηλότερες τιμές. Τελικά, οι εταιρείες προσπαθούν να δώσουν κάτι ελιτίστικο. Εάν το πάνε εκεί, εγώ δεν θα συνδράμω.
Τελικά, πως προτρέπεις τον κόσμο να ακούει μουσική; Ο κόσμος πρέπει να στηρίζει ό,τι θεωρεί άξιο στήριξης. Να παίρνει ένα δίσκο ή να πηγαίνει σε μία συναυλία το μήνα ή το δίμηνο. Και να προσπαθεί να κάτσει πραγματικά να ακούσει μουσική και να αποβάλλει την κουλτούρα του «όλα πρέπει να είναι δωρεάν». Είναι ωραίο να μην έχεις επιδερμική επαφή με κάτι στη ζωή σου. Ας μην είναι η μουσική, ας είναι κάτι άλλο.