Ο λεπτομερής χάρτης των ελληνικών 80’s, «Η Ελλάδα στη Δεκαετία του ’80. Κοινωνικό, Πολιτικό, Πολιτισμικό Λεξικό», σε επιμέλεια Βασίλη Βαμβακά και Παναγή Παναγιωτόπουλου, επανεκδόθηκε πριν ένα μήνα από τις εκδόσεις «Επίκεντρο», και αποτελεί εκ νέου ένα μείζον εκδοτικό γεγονός. Έχουμε να κάνουμε εδώ κυρίως με το καταγεγραμμένο και εικονογραφικό υλικό του Μεγάλου Ελληνικού Μυθιστορήματος που οφείλει να γραφεί κάποια στιγμή μέσα στην τρέχουσα δεκαετία, ή έστω την επόμενη. Ή για ένα καθαυτό μυθιστόρημα: τον ορισμό του μεταμοντέρνου. (Γιατί διαβάζεται και έτσι). Αλλά φυσικά και για έναν όγκο τεκμηρίων, μιαν επίτομη βάση δεδομένων ανοιχτή και προσβάσιμη σε όλους. Ζητήσαμε από τον Παναγή Παναγιωτόπουλο, τον ένα εκ των επιμελητών του Λεξικού, να μας απαντήσει σε δέκα ερωτήσεις, και χαρήκαμε το αποτέλεσμα.
Υπήρξε όντως μια τέτοια δεκαετία; Μπορούμε να γράψουμε την Ιστορία τόσο γρήγορα; Ή μήπως δεν είναι γρήγορα; Θα έλεγα πως πράγματι υπήρξε, παρότι η ερώτηση σωστά αμφισβητεί το αυτονόητο εκείνο που θέλει τον ιστορικό χρόνο να διακρίνεται ανά δεκαετίες. Για παράδειγμα, η Ελλάδα μπορεί να πει ότι έζησε μια τρομερή και φρικτή δεκαετία: τη δεκαετία του ’40. Δεκαετία πολέμου, πολέμων, θανατώσεων, φόβου και πείνας. Ο πόλεμος και ο θάνατος οριοθετούν κοινά γνωρίσματα. Από την άλλη όμως, για την Ευρώπη τα πράγματα δεν ήταν έτσι. Η τομή είναι η λήξη του πολέμου το 1945. Από εκεί και πέρα ξεκίνησε μια καινούργια ζωή και μια καινούργια προσπάθεια, την επίπονη ανοικοδόμηση. Επίσης, στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης υπάρχει μια περίοδος που δεν μπορεί να εξεταστεί με όρους δεκαετιών — είναι ο Μεσοπόλεμος. Όμως, και για να επιστρέψω στην ερώτησή σας, πιστεύω πως, πέρα από τη δημοσιογραφική σύμβαση και την αριθμητική σήμανση που διευκολύνει τους ανθρώπους να τοποθετήσουν τον εαυτό τους μέσα στον άλλοτε συνεχή και άλλοτε ασυνεχή —αλλά πάντοτε σύνθετο— ιστορικό χρόνο, η δεκαετία του ’80 υφίσταται. Αν δούμε το πριν από τη στενή πολιτική σκοπιά: η δεκαετία του ’80 συμπίπτει με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το ’81, η οποία ολοκληρώνεται μετά από δύο τετραετίες παπανδρεϊσμού το 1989, όταν επίσης, με την απελευθέρωση της Ανατολικής Γερμανίας, αρχίζει να ξηλώνεται ολόκληρο το σοβιετικό μπλοκ. Μα, και αν το εξετάσουμε ευρύτερα, θα δούμε ότι η δεκαετία του ’80 αποτελεί μία τομή στη μεταπολιτευτική μας ιστορία, και κυρίως μια τομή στον τρόπο ζωής των ανθρώπων. Με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό. Είναι πάντως η εποχή όπου, παρά την υπερπολιτικοποίηση της δημόσιας ζωής και τον μαχόμενο κυβερνητικό λαϊκισμό, αρχίζει να αργοσβήνει η κουλτούρα της πολιτικής στράτευσης, η αναγκαστική ένταξη των ανθρώπων σε μια ιδεολογία, η πατρική εξουσία μέσα στην οικογένεια, οι αξίες που χτίζονται γύρω από τον κάματο της χειρωνακτικής εργασίας, η αφήγηση του εαυτού μας αποκλειστικά με εθνικούς όρους και μονοσήμαντα μέσα από την κουλτούρα του πένθους.
Είναι η εποχή όπου, παρά την υπερπολιτικοποίηση της δημόσιας ζωής και τον μαχόμενο κυβερνητικό λαϊκισμό, αρχίζει να αργοσβήνει η κουλτούρα της πολιτικής στράτευσης, η αναγκαστική ένταξη των ανθρώπων σε μια ιδεολογία, η πατρική εξουσία μέσα στην οικογένεια, οι αξίες που χτίζονται γύρω από τον κάματο της χειρωνακτικής εργασίας, η αφήγηση του εαυτού μας αποκλειστικά με εθνικούς όρους και μονοσήμαντα μέσα από την κουλτούρα του πένθους.
Το βιβλίο που επιμεληθήκαμε ο Βασίλης Βαμβακάς και εγώ δεν είναι ένα κλασικό έργο ιστορίας και οι ίδιοι δεν είμαστε ιστορικοί. Όμως αυτή η αντίληψη, ότι χρειάζεται κάποια απόσταση, μεγάλη, για να μιλήσεις για το παρελθόν, είναι εν μέρει μόνο σωστή. Αυτή η γενικά αποδεκτή σοφία που μας προτρέπει να περιμένουμε λίγο ακόμα πριν αποτιμήσουμε το ιστορικό παρελθόν ίσως να προέρχεται από το γεγονός ότι τα κρατικά αρχεία (που, όπως και να το κάνουμε, είναι η κεντρική πηγή από την οποία εξακολουθεί και σήμερα να αντλεί η ιστοριογραφία τις πληροφορίες της — παρότι δεν είναι και δεν μπορεί να είναι η μόνη) αποδεσμεύονται τουλάχιστον τρεις δεκαετίες μετά τα γεγονότα που καταγράφουν. Μιλώντας για την ιστορία των ζωντανών, παρουσιάζοντας τη δεκαετία του ’80 μέσα από αυτό το καλειδοσκόπιο, καταφέραμε να έχουμε επαρκή χρονική απόσταση ώστε να μη δεσμευόμαστε από προσωπικές εντυπώσεις της στιγμής, που μπορεί πράγματι να αξιοδοτούν κάτι που αργότερα θα αποδειχτεί δευτερεύον, χωρίς να χάσουμε αυτό που έχει αποκληθεί «δομή της αίσθησης της εποχής». Αλλά, έτσι και αλλιώς, και αυτό είναι κάτι που γνωρίζουν πολύ καλά πλέον οι ιστορικοί, όταν γράφεις για το παρελθόν μιλάς, φυσικά, για το αντικείμενο της μελέτης σου, μιλάς όμως και για το παρόν σου.
Πόση από τη δεκαετία τού ’80 υπάρχει σήμερα; Υπάρχουν αντιστοιχίσεις, και ποιες, τι προβολές μπορούμε να κάνουμε; Ευτυχώς και δυστυχώς, υπάρχει ακόμα πολλή δεκαετία του ’80 σήμερα. Και, από την άλλη, δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για την αναβίωσή της, όπως νομίζουν αρκετοί. Ο κρατισμός, το όραμα μιας θέσης στο δημόσιο ως περίπου φυσικό δικαίωμα, εξακολουθεί να δηλητηριάζει και σήμερα το πολιτικό σύστημα και τις ίδιες τις ζωές των ανθρώπων, ο πολεμικός λόγος και ο λαϊκισμός, η ιδέα του ανάδελφου έθνους, η απόκρυψη του άγριου συντηρητισμού μας πίσω από δήθεν ανθρωπιστικές επικλήσεις και αριστερές κορόνες, η καχυποψία για τη Δύση, η πολιτική βία και η τρομοκρατία, η Αυριανή που σπιλώνει εχθρούς και φθείρει τον κοινοβουλευτισμό με το καινούργιο της όνομα αλλά τις ίδιες μεθόδους — ναι, όλα αυτά υπάρχουν και δεν είναι αταβιστικά χαρακτηριστικά. Δεν είναι δηλαδή κάτι που μας έρχεται από τον Εμφύλιο κατευθείαν. Δεν είναι γενετικό χαρακτηριστικό που εμφανίζεται ξανά μετά από κάποιες γενιές. Είναι κάτι που συνεχίζει να υπάρχει, που σωπαίνει τα χρόνια της μεγάλης ευμάρειας και που επανεμφανίζεται αδηφάγο και ρωμαλέο τη περίοδο της χρεοκοπίας.
Από την άλλη, όμως, υπάρχει και η κουλτούρα της αυτοπραγμάτωσης με τον συνοδευτικό της ναρκισσισμό (αυτό που μας κάνει καταστατικά να πιστεύουμε ότι δικαιούμαστε να ευτυχήσουμε μέσα από την ικανοποίηση του δικού μας προσωπικού σχεδίου), η ανάδειξη της κατανάλωσης ως βασικού πεδίου συγκρότησης της ταυτότητας του ατόμου (μέσα στην οποία σήμερα ενσωματώνονται περισσότερο από ποτέ όλες οι μορφές της λεγόμενης εναλλακτικής ζωής), η οικείωση της παγκόσμιας κουλτούρας, ο πολλαπλασιασμός των ερωτικών επιλογών, η επικράτηση του συναισθήματος ως μέγιστης αξίας στις διαπροσωπικές σχέσεις, η αποθέωση της παιδικής ηλικίας και της νεότητας — όλα όσα με άλλα λόγια συγκροτούν την παγκόσμια κουλτούρα της μεσαίας τάξης. Αυτής που σήμερα έχει αδυνατίσει, έχει βρεθεί στην επικράτεια του κοινωνικού κινδύνου και της καθόδου, αλλά που, αν υπάρχει ακόμα, έστω ως νοερή επιθυμία επιστροφής στην κοινωνική άνοδο και τον ευδαιμονισμό, υπάρχει επειδή συγκροτήθηκε, όπως συγκροτήθηκε, τη δεκαετία του ’80.
Σήμερα υπάρχουν και πάλι μη-προνομιούχοι, μα δεν είναι εκείνοι που φωνάζουν και που μάχονται για να μείνουμε στον κρατικιστικό καπιταλισμό. Είναι οι άνεργοι αλλά και εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα που το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του αρνείται να εκπροσωπήσει. Είναι αυτοί που εργάζονται με τους χειρότερους όρους. Ή δεν εργάζονται καν.
Μαζί με όλα αυτά υπάρχει και μια φαντασίωση, αυτό που βλέπουμε ως γενικό rehearsal. Η ιδέα ότι μπορεί να επαναληφθεί η «στιγμή 1981». Η στιγμή ενός ριζοσπαστισμού, ενός σοσιαλισμού που έμεινε στα λόγια, που ήταν λόγια αλλά που έφερε χρήματα. Αυτή η επανάληψη δεν μπορεί να συντελεστεί. Και δεν μπορεί να συντελεστεί επειδή τότε υπήρχαν μεγάλες πολιτικές και ιστορικές εκκρεμότητες. Οι ηττημένοι του Εμφυλίου έπρεπε να απολάβουν μέρος των κόπων τους. Στην πραγματικότητα, έπρεπε να μοιραστεί το κομμάτι της υπεραξίας που αγρίως υπεκλάπη στα μετεμφυλιακά χρόνια από τους ηττημένους. Υπήρχε όμως αυτός ο κοινωνικός πλούτος, άσχετα εάν η διανομή του πήγε σε ειδικές ομάδες συμφερόντων, έγινε με όρους σοσιαλίζουσας και επιβεβλημένης συντεχνίας και διέλυσε την παραγωγή, άσχετα αν έγινε με αναδιπλασιασμό του κρατισμού και του πελατειασμού. Σήμερα υπάρχουν και πάλι μη-προνομιούχοι, μα δεν είναι εκείνοι που φωνάζουν και που μάχονται για να μείνουμε στον κρατικιστικό καπιταλισμό. Είναι οι άνεργοι αλλά και εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα που το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του αρνείται να εκπροσωπήσει. Είναι αυτοί που εργάζονται με τους χειρότερους όρους. Ή δεν εργάζονται καν. Υπάρχει όμως και μια ακόμη διαφορά, ριζική, σε σχέση με το ’81 και αφορά το περιβάλλον μέσα στο οποίο κινείται η χώρα. Το ’81 εφαρμόστηκαν μορφές εθνικού κεϊνσιανισμού. Σήμερα κάτι τέτοιο είναι απλά ατελέσφορο και επικίνδυνο για μια οικονομία. Αυτή η ανάμνηση μιας Αλλαγής που δεν είχε δραματικές συνέπειες για την ταυτότητα της χώρας αλλά μια ανέφελη, αβλαβή και ρητορική επαναστατικότητα δεν μπορεί να υπάρξει.
Ποια πέντε βασικά πρόσωπα τη σημάδεψαν και ποια τη στιγμάτισαν; Τη δεκαετία μπορεί να στιγματίζουν αρνητικά πολλοί, όπως συμβαίνει σε όλες τις εποχές. Αυτοί όμως που την σπιλώνουν είναι εκείνοι που άσκησαν βία και που σκότωσαν, παραβαίνοντας τον όρκο τους και διαστρέφοντας το ρόλο που τους είχε αναθέσει το κράτος στο όνομα της κοινωνίας. Μα φυσικά και εκείνοι που έκαναν το ίδιο στο όνομα των ιδεών τους, όπως και οι εκ του ασφαλούς υποστηρικτές τους. Αυτοί που προήγαγαν το τοξικό δήθεν φολκλόρ του διπλού λόγου, του και έτσι και αντιθέτως από έτσι, εν γένει τη συμβιωτική σχέση ενός τμήματος των ελίτ με την τρομοκρατία. Δεν χρειάζεται όμως να αναφερθούμε σε ονόματα.
Στη ζώνη του γκρίζου αλλά σε δεσπόζουσα και καθοριστική θέση τοποθετείται, άνευ διαφωνίας πιστεύω, ο Ανδρέας Παπανδρέου. Κοντά του αυτός που επελέγη ως αντι-Ανδρέας, που δεν κατέκτησε ποτέ την καρδιά των δεξιών συμπολιτών μας, αλλά που με καθοριστικό τρόπο μπόλιασε τη Νέα Δημοκρατία με τη σύγχρονη νεοφιλελεύθερη σκέψη αλλά και γενικότερα με την παράδοση του Κέντρου. Αναφέρομαι φυσικά στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Ο Χαρίλαος Φλωράκης από τη μεριά του δείχνει να έχει μεγαλύτερο ιστορικό μερίδιο στην εμπέδωση της δημοκρατίας κατά την περίοδο της πρώτης μεταπολίτευσης. Πρέπει να του αναγνωριστεί πάντως η δημιουργία του Συνασπισμού και η διάθεσή του να οδηγήσει το χώρο της ιστορικής Αριστεράς στα μονοπάτια της αποκομουνιστικοποίησης, ακόμα και αν τελικά είναι ο ίδιος που μετάνιωσε ή τέλος πάντων επανεκτίμησε λίγο αργότερα τη στάση του. Και οι τρεις τους πάντως, παρά την επικράτηση μιας στείρας πόλωσης και το λαϊκισμό τους, παρά την απροθυμία τους τότε να εκσυγχρονίσουν τους όρους της εθνικής πολιτικής, δεν έθεσαν ποτέ σε κίνδυνο την εθνική ενότητα, τη θέση της Ελλάδας στον Δυτικό κόσμο, και εντέλει προστάτευσαν το κοινωνικό σώμα από την εμφυλιοπολεμική ψυχοπαθολογία που ζούμε τα τελευταία χρόνια. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι υπήρξαν οι ίδιοι, ως πρόσωπα, βουτηγμένοι στον πόλεμο και το σπαραγμό τα χρόνια της νιότης τους. Και σε κάτι ακόμα: στο γεγονός ότι γνώριζαν ποια κοινωνικά υποκείμενα αντιπροσωπεύουν και ποιες είναι οι προσδοκίες αυτών των κοινωνικών μερίδων. Ακριβώς αυτό που δεν συμβαίνει σήμερα με τους ηγέτες των δύο διεκδικητών της εξουσίας, που ο ένας νομίζει ότι εκπροσωπεί την περήφανη εθνικόφρονα ύπαιθρο της βασιλικής χωροφυλακής και ο άλλος ότι πίσω του στρατεύονται εργατικές μάζες του 19ου αιώνα, έτοιμες να ξετινάξουν αλυσίδα προς χάριν των εργατικών συμβουλίων.
Υπάρχουν απόλυτα θετικές μορφές τη δεκαετία του ’80, φυσιογνωμίες και προσωπικότητες που να εκφράζουν τα πιο δημιουργικά της χαρακτηριστικά, και που να ανήκουν κατά προτεραιότητα σε εκείνη τη δεκαετία; Δύσκολο να βρεθούν, πόσο μάλλον που τότε τα επιτεύγματα ήταν ακόμα σε μεγάλο βαθμό συλλογικά και που τέλος πάντων ο ατομικιστικός ναρκισσιστικός δεν είχε κατισχύσει όπως σήμερα. Θα ξεχώριζα πάντως μια τέτοια μορφή, τον Νίκο Γκάλη. Σε αυτή τη θέση θα έβαζα και έναν πολύ διαφορετικό άνθρωπο, τον Χρόνη Μίσσιο.
Ποια δέκα λήμματα θα γκρέμιζαν όλο το οικοδόμημα των ελληνικών ’80s με την απουσία τους, με την αφαίρεσή τους από τον τόμο; Παπανδρέου, Εκλογές ’81, Ελλείμματα και Χρέος, Οικογενειακό δίκαιο, Ευρωμπάσκετ ’87, Καταναλωτικά πρότυπα, Κιτς, Κοσκωτάς, Γλώσσα των Νέων. Δέκα μού είπατε και είναι λίγα!
Λείπει κάτι από το Λεξικό σας; Βεβαίως και λείπει. Δεν μπορείς να εξαντλήσεις την πραγματικότητα όταν την ερευνάς. Και δεν είχαμε και ποτέ την αξίωση να τα πούμε όλα εκεί μέσα. Όπως λέγαμε και νωρίτερα, κάθε προσέγγιση του παρελθόντος αντανακλά και την εποχή στην οποία γίνεται. Σε αυτόν τον κανόνα εμπίπτουμε και εμείς. Το έργο σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε πριν τη χρεοκοπία της χώρας. Η τελευταία ανέδειξε θεματικές και χαρακτηριστικά που έως τότε όλοι υποτιμούσαμε, στις κοινωνικές επιστήμες τουλάχιστον. Έτσι, οι μηχανισμοί απόσπασης προνομίων —ο τρόπος που λειτούργησε το κρατικοδίαιτο κεφάλαιο— δεν έχουν αναδειχτεί αρκετά. Εν γένει όμως αυτό που θα πρόσθετα είναι μια σειρά λημμάτων για την οικονομία, στη μικρή και μεγάλη κλίμακα. Είναι προφανές ότι αυτή η πλευρά των πραγμάτων δεν είναι πολύ ισχυρή στο βιβλίο. Υπάρχουν και άλλες ελλείψεις, όχι κεφαλαιώδεις αλλά σημαντικές, για τις οποίες ευθυνόμαστε εμείς αλλά και οι διαθεσιμότητες των ανθρώπων. Απευθυνθήκαμε σε πολλούς γνώστες του χώρου των Εξαρχείων για να αναλάβουν το ομώνυμο λήμμα, αλλά κανείς δεν δέχτηκε τελικά να το κάνει. Ίσως να είναι πολύ ισχυρό το σύμβολο για να μπορεί να μπει σε λέξεις.
Απεικονίστηκε όπως της έπρεπε η δεκαετία τού ’80 στην τέχνη; Είναι αλήθεια ότι η ίδια η εποχή έχει αφήσει καλλιτεχνικές αποτυπώσεις του εαυτού της. Μιλούσε δε για τον εαυτό της, με όρους διαφοράς από το παρελθόν, ήδη από τότε. Αυτά ήρθαν τότε από τη μαζική τέχνη ή έστω από εκείνους τους δημιουργούς που ήθελαν να απευθυνθούν στο μεγάλο κοινό, στο δημοκρατικό μέσο γούστο. Ο Νίκος Περάκης, ο Τατσόπουλος, ο Χάρρυ Κλυνν, οι Φατμέ, ο Πανούσης, ο Κυρ και ο Ιωάννου, τα δημιουργικά τμήματα των διαφημιστικών εταιρειών, η Βαβέλ και το Παρά Πέντε, η Ομάδα Εδάφους, η Λένα Πλάτωνος, είναι μερικές περιπτώσεις που απέδωσαν σε πραγματικό χρόνο την αίσθηση της εποχής τους. Οι περισσότερες καλλιτεχνικές πρωτοπορίες ωστόσο δεν ανταποκρίθηκαν σε αυτό που με ρωτάτε. Η κανονικότητα, η συμβατική ύπαρξη της μεσαίας τάξης, η κακογουστιά των μικροαστών και των νεόπλουτων, όπως την αποκαλούν, δεν είναι συμβολικά επικερδής και δύσκολα στυλιζάρεται. Απ’ αυτή την άποψη, η σύγχρονη τέχνη δυσκολεύεται να μιλήσει για την περίοδο αυτή.
Ένας σημερινός νέος είκοσι πέντε ετών (κι εσείς έρχεστε καθημερινά σε επαφή με νεαρά παιδιά) πώς στέκεται απέναντι σε μια χρονική περίοδο που συντελέστηκε πριν τη γέννησή του; Κάθε γενιά έχει τη δική της μυθολογία, την εποχή της δικής της αναφοράς και τη νοσταλγία για τη δική της εφηβεία. Τελευταία, τριαντάρηδες φίλοι μάς λένε ότι πρέπει να επαναλάβουμε το εγχείρημα για τη δεκαετία του ’90, πράγμα που εμένα μου φαίνεται τελείως ξένο. Και, επειδή πιστεύω στην έννοια της γενιάς, υποστηρίζω ότι η επιβολή της μυθολογίας της μιας γενιάς πάνω σε μιαν άλλη είναι απολύτως αλλοτριωτική. Είναι ένας πολύ έντεχνος και γι’ αυτό επικίνδυνος εξουσιασμός. Η δική μου η γενιά έχει υποφέρει πολύ από τα αυτονόητα της γενιάς του Πολυτεχνείου και των επιγόνων της, μα και εκείνες έφεραν το βάρος της γενιάς της Αντίστασης π.χ. Άρα, μακριά από προσκυνήματα στα είδωλα των άλλων. Πώς αλλιώς να το πω: εγώ και οι φίλοι μου μπορούμε να γελάμε και να συγκινούμαστε όταν ακούμε το τραγούδι τίτλων του Loveboat, για έναν εικοσάρη όμως η σειρά αυτή απλά δεν βλέπεται! Από την άλλη, η δεκαετία του ’80 έχει καταγωγική σημασία γι’ αυτό που είναι σήμερα ένας εικοσπεντάρης. Η εγκαθιδρυμένη ευδαιμονιστική τους προσδοκία, η επέκταση της νεανικότητας και της παιδικότητας, η επικράτηση του νέου ρομαντισμού στις σχέσεις, όλα αυτά από κάπου έρχονται και σίγουρα δεν συνιστούν καμία ανακάλυψη των σημερινών νέων.
Διδασκόμαστε μελετώντας; Αλλάζουμε; Μπορούμε να αλλάξουμε; Είναι εντέλει το «Λεξικό» ένα χρήσιμο βιβλίο; Νομίζω ότι τα βιβλία δεν διδάσκουν και δεν πρέπει να διδάσκουν. Η έννοια της διδασκαλίας, και καταλαβαίνω ότι χρησιμοποιήσατε τον όρο κάπως προκλητικά, έχει κάποιο ηθικολογικό πρόσημο. Από ένα επιστημονικό βιβλίο σαν το Λεξικό δεν οφείλει κανείς να διδαχτεί — αλλά μπορεί να μάθει. Κυρίως να μάθει ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι να μαθαίνεις και ότι ο κάματος της ανάγνωσης δεν παρακάμπτεται αν θες να ξεφύγεις από στερεότυπα και γραμμικές αντιλήψεις για μια τέτοια αμφιλεγόμενη περίοδο. Πιο συγκεκριμένα, η δεκαετία του ’80 παραμένει αμφιλεγόμενη και μετά την έκδοση του βιβλίου μας, φυσικά. Ίσως όμως να είναι ένα εργαλείο για να μην είναι τόσο φορτισμένη. Να μην διακυβεύεται το παρόν μας —ίσως και το μέλλον μας— από τις απλοϊκές αναγνώσεις του τύπου: «Ο Ανδρέας έδωσε στον κόσμο ψωμάκι» (πού βρήκε τα λεφτά, αλήθεια;) ή, «Το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα κατέστρεψε την Ελλάδα» (αλλά αυτό φάνηκε το 2010!). Ή ότι οι νεόπλουτοι διέλυσαν την εθνική ή ταξική καλαισθησία, και ακόμα τόσες ανοησίες που ακούμε. Ίσως σε αυτό να είναι και χρήσιμο το βιβλίο. Ίσως.
Μιλήστε μας με νούμερα: πόσος καιρός χρειάστηκε για να ολοκληρωθεί αυτή η πελώρια δουλειά; πόσοι ανέλαβαν τη σύνταξη των λημμάτων; τι χρήματα δαπανήθηκαν; Το βιβλίο είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας πολλών ανθρώπων. Βέβαια για τις ατέλειές του ευθύνονται αποκλειστικά οι επιμελητές. Για τις αρετές του φρόντισαν πολλοί. Ξεκινήσαμε να συλλέγουμε και να συγγράφουμε λήμματα και τεκμηριωτικό υλικό το 2006 και εκδόθηκε για πρώτη φορά από τις εκδόσεις «Το Πέρασμα» το 2010. Στην πραγματικότητα, πήγαμε πολύ γρήγορα. Στο έργο έχουν συμβάλει αφιλοκερδώς πάνω από 170 άνθρωποι. Λημματογράφοι, τεκμηριωτές, επιμελητές, γραφίστες, φωτογράφοι, καλλιτέχνες, κριτικοί τέχνης, δημοσιογράφοι. Το κόστος της παραγωγής του ήταν πολύ μεγάλο και έγινε με ένταση εργασίας απ’ όλους. Η δαπάνη όμως ήταν μικρή ως προς την παραγωγή του έργου. Είχαμε μια πολύτιμή υποστήριξη από το Ίδρυμα Ι. Φ. Κωστόπουλος και από ένα ερευνητικό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, της τάξεως των 4.000 ευρώ συνολικά. Όπως αντιλαμβάνεστε, εργαστήκαμε έξω από τη φούσκα των υπερτιμολογημένων υπηρεσιών: εργαστήκαμε σαν να ήμασταν ήδη στην κρίση. Οικονομικά, τεχνικά και ηθικά το έργο στηρίχτηκε από τον πρώτο του εκδότη, που ανέλαβε τότε ένα μεγάλο και καθόλου αυτονόητο ρίσκο. Την επανέκδοση που έχετε στα χέρια σας, και την προσιτή τιμή στην οποία πωλείται το έργο, τα οφείλουμε στις θεσσαλονικιώτικες εκδόσεις «Επίκεντρο».
Κρατάτε στοιχεία, έχετε προσωπικό αρχείο εργασίας για αντίστοιχη δουλειά σχετικά με τη Δεκαετία της Κρίσης, στο μέσον της οποίας βρισκόμαστε ενδεχομένως σήμερα; Ελπίζω να μην είμαστε στη μέση της κρίσης! Το 2008-2014 είναι ήδη πολύ μεγάλο διάστημα, απολύτως εξαντλητικό για την κοινωνία. Έχω την αίσθηση ότι είμαστε στην αρχή του τέλος της δικής μας κρίσης. Το τέλος θα είναι αργό βέβαια. Και μπορεί να βρεθούμε ξανά σε κρίση, σε μια νέα κρίση που μπορεί να προέλθει από εμάς (εξάλλου, δεν είναι λίγες οι πολιτικές δυνάμεις που επιμένουν να συνωμοσιολογούν και να μην αντιλαμβάνονται τα αίτια της χρεοκοπίας, ενώ έχουμε βεβαίως και την αδυναμία του πολιτικού συστήματος —των παλαιών και των νέων του στοιχείων— να αντιληφθεί ποια είναι τα κοινωνικά αιτήματα σήμερα) αλλά και από την πυροδότηση μιας νέας ευρωπαϊκής κρίσης, η οποία δεν πρέπει να αποκλειστεί. Αρχείο άτυπο και πιο συγκροτημένο κρατάμε πράγματι με τον Βασίλη Βαμβακά, μπορεί και να μας περνάει από το μυαλό ότι θα αξίζει ένα παρόμοιο εγχείρημα για την κρίση. Αυτή τη φορά όμως θα χρειαζόταν και ισχυρότερη θεσμική και οικονομική στήριξη για τους συνεργάτες. Αυτό που σκέφτομαι ότι θα λείψει πάντως, αν δεν το κάνει κάποιος από τώρα, είναι ένα πλήρες χρονικό της κρίσης: να καταγράψουμε και να δημοσιεύσουμε τι γινόταν κάθε μέρα, από το 2010 και μετά. Αλλά και αυτό είναι τιτάνιο έργο και δεν βλέπω να υπάρχουν μεγάλες διαθεσιμότητες για κάτι τέτοιο. Ίσως οι κοινωνικές επιστήμες να έχουν οριστικά χάσει το τρένο της μεγάλης καταγραφής: το πάθος του αρχείου. Ίσως να κολλήσαμε στην ερμηνευτική και τις ποικίλες εκδηλώσεις της. Προσωπικά την έχω υπηρετήσει και δεν μετανιώνω, αλλά δεν μου αρκεί πλέον για να μπορώ να μελετώ αυτή την κοινωνία που είναι τόσο πολύπλοκη, τόσο αντιφατική και ως εκ τούτου τόσο συναρπαστική.
Ο Παναγής Παναγιωτόπουλος είναι λέκτορας κοινωνιολογίας στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμηςκαι Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ.