Το να γράφω για τη Νέα Υόρκη είναι δύσκολο. Όχι γιατί οι εικόνες αλληλοκαλύπτονται, αν και φυσικά συμβαίνει αυτό. Όχι γιατί τα γεγονότα μπλέκονται μεταξύ τους, αν και φυσικά συμβαίνει και αυτό. Ούτε γιατί κάποτε ερωτεύτηκα τη Νέα Υόρκη, αν και παρόλο που ήμουν μόνη και φτωχή, κανένα άλλο μέρος δεν το είχα νιώσει σαν το σπίτι μου. Γνωρίζοντας όσα γνωρίζω πια, είναι δύσκολο να γράψω για μια ιστορία αγάπης με λαβωμένη καρδιά. – Kim Gordon, Girl In a Band.
Υπήρξε τόσο μεγάλο το buzz για την αυτοβιογραφία της πολύ πριν κυκλοφορήσει, που «όλοι» έπρεπε να αποκτήσουμε και να εκφράσουμε την άποψή μας γι’ αυτή πριν καν τη διαβάσουμε. Ναι, όλοι διαλέξαμε πλευρά, κυρίως για πλάκα, με την όχι και τόσο ενοχική τελικά ηδονή που μπορεί να προσφέρει το gossip με (το απόλυτο) indie πρόσημο σε αυτή την κατηγορία ανθρώπων που το λένε και το πιστεύουν ότι οι Sonic Youth (και όσα εκείνοι έκαναν, αλλά και όσα αρνήθηκαν να κάνουν) συνεχίζουν να αποτελούν έναν από τους θεμελιώδεις πυλώνες του αισθητικού τους σύμπαντος, και παρόλο που τα (τιρκουάζ και μη) αγόρια εξαρχής «ήταν με τον Thurston» και τα μικρά προβληματισμένα κορίτσια δεν μπορούσαν παρά να «είναι με την Kim», ο κοινός τόπος ήταν η παραδοχή μιας έκπληξης στα όρια της απογοήτευσης για το ότι η Kim Gordon (η Kim Gordon!) θρυμμάτισε συνειδητά το αέναο κουλ της, γράφοντας για τον χωρισμό της και όσα τον προκάλεσαν με απρόσμενα αφτιασίδωτη πίκρα, κάπως σαν «άλλη μία» γυναίκα που στην κορύφωση της μέσης ηλικίας της ανακαλύπτει ότι ο άντρας της την απατά.
Είναι όμως τελικά αυτό το αίσθημα «κανονικότητας» που σου μένει μετά το τέλος της ανάγνωσης, έστω κι αν αποτελεί την ελαφρώς άδοξη πλευρά μιας κατά τ’ άλλα «ακανόνιστης» ζωής που εξελίσσεται εδώ και δεκαετίες στη σφαίρα της σπουδαιότητας, τόσο για την ίδια που τη ζει, όσο και για όλους εμάς που «καταναλώνουμε» ό,τι παράγει (τραγούδια, πίνακες, γλυπτά, κείμενα, ταινίες, ό,τι της καπνίσει) αυτή η καλλιτέχνις που μπορεί να ανδρώθηκε στη σκοτεινή πλευρά της Νέας Υόρκης, αλλά στα 62 της παραδέχεται ότι ένα από τα highlights της ζωής της ήταν όταν περπάτησε πάνω στο κόκκινο χαλί της Κρουαζέτ, όπου έφτασε με τον Gus Van Sant για το αμφιλεγόμενο Last Days. Που μπορεί να γαλουχήθηκε πλάι στους ιδιοσυγκρασιακούς no wave πρωτομάστορες, αλλά χωρίς φόβο και πάθος θα παίξει (λίγο) θόρυβο σε ένα «κυριλέ» χώρο τέχνης (όπως και έγινε δηλαδή, στα εγκαίνια της έκθεσης Design Office: Noise Name Paintings and Sculptures of Rock Bands That Are Broken Up, που διοργάνωσε το ίδρυμα ΔΕΣΤΕ, σε ένα κατάμεστο Μουσείο Μπενάκη). Που σε κάθε ευκαιρία δηλώνει ότι πάντα θεωρούσε τον εαυτό της πρώτα εικαστικό και μετά μουσικό, γιατί «το ροκ σταριλίκι ανέκαθεν μου φαινόταν στιλιζαρισμένο και λίγο ανόητο». Πως αλλιώς, όμως, θα είχε πλάκα, ρε συ Κim;
Θα έλεγες ότι η συγκεκριμένη έκθεση στην Αθήνα λειτουργεί για σένα ως άλλος ένας τρόπος για να εκφράσεις αυτό που γράφεις και στο βιβλίο σου, ότι ο θόρυβος και η δυσαρμονία λειτουργούν ακόμη καθαρτικά για την ψυχή σου; Έχει ενδιαφέρον αυτό που λες, αλλά δεν το είχα σκεφτεί έτσι. Συνήθως προσεγγίζω τη μουσική και τις οπτικές τέχνες από άλλους δρόμους, γιατί θεωρώ ότι πρόκειται για δύο αν όχι εντελώς τότε σίγουρα πολύ διαφορετικές μορφές τέχνης. Η συγκεκριμένη έκθεση, μάλιστα, μου φαίνεται πάρα πολύ «ήσυχη», όλα μοιάζουν τόσο γαλήνια σε αυτό το δωμάτιο, σχεδόν μοιάζει με λευκό, ήσυχο τάφο…
Πόσο ήσυχος, όμως, μπορεί να είναι ένας τάφος στον οποίο «κείτονται» οι Stooges και οι Pussy Galore; Χα! Δεν έχεις άδικο. Μπορείς όμως να ακούσεις κάτι; Εδώ μέσα επικρατεί απόλυτη ησυχία. Μου αρέσει αυτό, έτσι, για αλλαγή.
Εν προκειμένω, με τα Noise Paintings, αλλά και γενικότερα προτιμάς να ξέρεις από την πρώτη στιγμή, από το ξεκίνημα της δημιουργίας ενός έργου, τον τελικό «προορισμό»; Ή σε βολεύει να αφήνεις μια ασαφή ιδέα που έχεις στο κεφάλι σου να εξελιχθεί ανεξέλεγκτα; Νομίζω ότι λειτουργώ και με τους δύο τρόπους. Υπάρχουν, πράγματι, φορές που σκέφτομαι εξαντλητικά πολύ ένα concept για να καταλήξω κάπου και μετά να πιάσω δουλειά. Βρίσκω πάντως εξαιρετικά ενδιαφέρον το εξής: μερικές φορές τυχαίνει να έχω καταλήξει κάπου εντελώς διαφορετικά από εκεί απ’ όπου ξεκίνησα, μετά από πολλή σκέψη, και τελικά όταν ξεκινάω το όποιο έργο, παρακολουθώ έκπληκτη τον εαυτό μου να υπακούει στην αρχική ιδέα. Χωρίς να μπορώ να το ελέγξω.
Έχει τύχει ποτέ να σκεφτείς κάτι ως μουσικός και να το υλοποιήσεις ως εικαστικός ή το αντίθετο; Όχι, δεν νομίζω. Είναι μάλλον καλύτερα έτσι.
Σε σχέση με αυτό που λέγαμε πριν, στην περίπτωση του βιβλίου σου, πως κύλησε η διαδικασία; Είχες ξεκαθαρίσει τα πάντα στο κεφάλι σου πριν αρχίσεις το γράψιμο; Εκ των πραγμάτων έπρεπε να προετοιμαστώ. Για να προτείνω το βιβλίο στους εκδοτικούς οίκους, έπρεπε να ετοιμάσω το πρώτο κεφάλαιο και αρκετές σελίδες από το τέλος – όχι όμως καθαυτό το τέλος, γιατί δεν ήξερα πως θα πέσει η αυλαία της ιστορίας. Αφού έκλεισε η συμφωνία, μου ζήτησαν και κάποια ενδεικτικά κομμάτια επιπλέον, οπότε θέλοντας και μη, πριν ξεκινήσω να το γράφω σοβαρά, είχα ήδη φτιάξει έναν αρκετά συγκεκριμένο σκελετό. Αλλά νομίζω ότι έτσι γίνεται συνήθως στον εκδοτικό χώρο.
Σε κάποιο σημείο του βιβλίου αναφέρεις ότι δεν ήθελες να γράψεις ένα βιβλίο για τους Sonic Youth κι αν θες τη γνώμη μου, πράγματι το Girl In A Band δεν είναι κάτι τέτοιο. Είναι όμως ένα βιβλίο για κάποια που πέρασε τη μισή ζωή της ως μέλος των Sonic Youth – νομίζω ότι υπάρχει διαφορά. Όπως και να ‘χει, όσο καιρό το έγραφες, υπήρξαν στιγμές που χρειάστηκε να πάρεις φίλους και γνωστούς για να διπλοτσεκάρεις γεγονότα ή απλά για να γελάσετε μαζί με κάτι που θυμήθηκες από τα παλιά; Φυσικά, αρκετές φορές. Μα αυτό ήταν και ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια της όλης διαδικασίας. Αρκετές φορές αναρωτήθηκα αν τα πράγματα είχαν συμβεί με τη σειρά που τα θυμόμουν. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση νομίζω ότι ήταν στο κεφάλαιο για το Bad Moon Rising. Το έγραψα, έκανα μερικά τηλέφωνα και μετά έπρεπε να το ξαναγράψω από την αρχή. Είναι τα παιχνίδια του μυαλού, τι μπορείς να κάνεις;
Όσα συμβαίνουν σήμερα σε συνδυασμό με τον ανέκαθεν γοητευτικό αέρα της φιλοσοφίας που απέπνεε αυτή η πόλη, νομίζω κάνουν την Αθήνα ακόμη πιο ελκυστική, μέσα σε όλη αυτή τη δύσκολη πραγματικότητα. Μία πόλη σε κρίση πάντα τραβάει τους καλλιτέχνες.
Όχι και πολλά, γι’ αυτό είναι οι φίλοι. Αν και πέρα από το αστείο του πράγματος, το να υπάρχει καταγεγραμμένη στο μυαλό μια εμπειρία για κάτι που είτε δεν το έχεις ζήσει καν, είτε το έχεις ζήσει διαφορετικά στην πραγματικότητα, δεν είναι λίγο σαν να πιστεύεις ένα – αθώο ή μη, δεν έχει σημασία – ψέμα; Όχι μόνο στη δική μου περίπτωση, αλλά γενικότερα για όσους περνάνε τη ζωή τους δημιουργώντας, νομίζω ότι αν αυτά τα παιχνίδια του μυαλού μπορείς να τα αποδώσεις κάπου, τότε νομίζω ότι προκαλούνται από μία προσπάθεια να διατηρηθεί σε κάποιο βαθμό ένα αίσθημα αθωότητας. Θεωρώ ότι ακόμη και οι πιο corporate καλλιτέχνες βαθιά μέσα τους αυτό αναζητούν, αυτό είναι που τους κρατάει ενεργούς στην ψυχή τους. Στην πραγματικότητα κανείς δεν θέλει να μεγαλώσει. Κανείς δεν θέλει να ενηλικιωθεί…
Όσο περνάνε τα χρόνια, όμως, η αθωότητα δεν είναι μία από τις πιο σίγουρες απώλειες; Καταλαβαίνω τι λες, αλλά για μένα πλέον, ίσως και να είναι πιο εύκολο από ποτέ να αφεθώ σε αυτό το αίσθημα, να το σεβαστώ. Στο στάδιο της ζωής μου που βρίσκομαι τώρα, με την κόρη μου μακριά στο κολέγιο, δεν έχω να νοιαστώ για κανέναν άλλο πέρα από τον εαυτό μου. Εντάξει, έχω πολλές ευθύνες γιατί καταπιάνομαι με τόσα projects. Ταυτόχρονα όμως νιώθω αρκετά ελεύθερη ώστε να κάνω ό,τι ακριβώς θέλω.
Αφού προφανώς ισχύει αυτό που ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Michael Azerrad έγραφε στο εμβληματικό βιβλίο του, Our Band Could Be Your Life, ότι δηλαδή οι «Sonic Youth αναδείχτηκαν ως το απόλυτο indie αρχέτυπο, το πιο σημαντικό μέτρο σύγκρισης για όλες τις ανεξάρτητες και hip μπάντες», εσύ λοιπόν υποθέτω ότι θέλοντας και μη έχεις αναδειχθεί από παλιά ως το απόλυτο αρχέτυπο της indie frontwoman. Πόσο συχνά σκέφτεσαι τις μεγάλες προσδοκίες που έχουν οι άλλοι από σένα; Εδώ, λοιπόν, μπαίνει ο παράγοντας της αθωότητας. Σοβαρά, δεν το σκέφτομαι καθόλου όλο αυτό. Αρνούμαι να το αποδεχτώ. Είμαι σε κατάσταση άρνησης σχετικά με αυτό το κομμάτι της ζωής μου. Δεν ξέρω, είναι σαν να πιστεύεις αυτά που λένε για σένα οι εφημερίδες. Εντάξει, κάποιοι μπορεί να με βλέπουν έτσι, να ισχύει δηλαδή αυτό που λες για εκείνους, αλλά εμένα δεν μου «κάνει» κάτι. Δεν έχω ανάγκη αυτή την επιβεβαίωση από τρίτους. Προτιμώ να αποδεικνύω μόνη μου ότι αξίζω κάτι, με τον μόνο τρόπο που τελικά έχει σημασία: δημιουργώντας πράγματα.
Ναι, αλλά πόσο αντικειμενική μπορείς να είσαι με τον εαυτό σου; Προσπαθώ. Νομίζω ότι είμαι αρκετά επικριτική απέναντι σε ό,τι κάνω. Όχι πάρα πολύ, βέβαια, θα ήταν τρελό αυτό. Αλλά δεν φοβάμαι να παραδεχτώ ότι κάποιες ιδέες μου δεν είναι και τόσο καλές.
Αν οι rock ‘n’ roll μπάντες είναι πράγματι οι πιο δυσλειτουργικές οικογένειες, όπως γράφεις στο βιβλίο σου, τουλάχιστον η κατάσταση είναι πιο εύκολα διαχειρίσιμη τώρα που παίζεις σε ντουέτο; Είναι όντως πιο ομαλή η κατάσταση με τους Body/Head. Με τον Bill (σ.σ. Nace) τα έχουμε βρει. Είμαστε και οι δύο αρκετά ευαίσθητοι, αλλά αποφεύγουμε τις εντάσεις, οπότε όλα κυλάνε αρμονικά. Έχουμε μάλιστα μία μικρή ιεροτελεστία, προσπαθούμε να χασκογελάμε πριν από κάθε εμφάνισή μας. Ξέρεις, γέλιο, και μετά ακραία, noise μουσική. Σοβαρά πάντως, είναι σίγουρα διαφορετικά τα πράγματα τώρα, γιατί δεν είμαστε «κολλημένοι» ο ένας στον άλλο.
Πες μου λοιπόν, ποια στοιχεία της αθηναϊκής παρακμής των τελευταίων χρόνων είναι τελικά πιο δελεαστικά για τους καλλιτέχνες εκεί έξω; Κοίταξε, δεν ξέρω αν πράγματι συμβαίνουν τόσο πολλά ενδιαφέροντα πράγματα, πάντως η Αθήνα ειδικά τα τελευταία χρόνια «μετράει» πολύ ως εικαστικός προορισμός. Όσα συμβαίνουν σήμερα σε συνδυασμό με τον ανέκαθεν γοητευτικό αέρα της φιλοσοφίας που απέπνεε αυτή η πόλη, νομίζω κάνουν την Αθήνα ακόμη πιο ελκυστική, μέσα σε όλη αυτή τη δύσκολη πραγματικότητα. Ξέρεις, μία πόλη σε κρίση πάντα τραβάει τους καλλιτέχνες. Στο downtown κομμάτι του Λος Άντζελες για παράδειγμα, που ήταν παρηκμασμένο για χρόνια, ανοίγουν ολοένα και περισσότερες γκαλερί. Έχει πλάκα να ακους ότι το LA είναι το «νέο Βερολίνο»…
Ή ότι η Αθήνα είναι σαν τη Νέα Υόρκη όταν εσύ, φεύγοντας από το Λος Άντζελες, πρωτοπήγες εκεί, πριν από 35 χρόνια. Ακριβώς. Εντάξει, δεν έχουν ουσία όλοι αυτοί οι χαρακτηρισμοί. Αλλά δεν μπορείς να τους αποφύγεις. Έτσι δεν πάει;
Ξέρεις, διάβασα σχετικά πρόσφατα ένα άρθρο γνώμης στο Pitchfork για σένα, την Annie Clark και την Carrie Brownstein και τη συμπεριφορά σας στο instagram. H δημοσιογράφος, μεταξύ άλλων, έγραφε: «σε μια κουλτούρα γεμάτη ρετούς και παπαράτσι, το instagram είναι ίσως το μόνο μέρος στο internet όπου οι γυναίκες μπορούν να προβάλλουν μία εικόνα που ελέγχουν απόλυτα οι ίδιες». Έτσι είναι, λοιπόν, για σένα; Σύμφωνοι, ισχύει σε κάποιο βαθμό, όμως πέρα από αυτό είναι κι ένα μέσο προώθησης. Ο καθένας έχει τον τρόπο του. Εμένα μου αρέσει να ποστάρω παλιές εικόνες που μου στέλνουν οι fans. Η Μαντόνα προφανώς το χρησιμοποιεί διαφορετικά, ως αναπόσπαστο κομμάτι του brand της. Κάποιοι, βέβαια, μπορεί να πιστεύουν ότι κι εγώ παίζω αυτό το παιχνίδι του glamour, αντί να το αποδομώ. Μπορεί και να έχουν δίκιο. Δεν ξέρω. Δεν έχω απαντήσεις για τα πάντα.