Τι θα έκανε ένας σύγχρονος Ορέστης, αν μάθαινε ότι η μητέρα του κι ο εραστής της σφαγίασαν τον πατέρα του μετά από χρόνια απουσίας, για να του φάνε την περιουσία; Θα έπαιρνε το αίμα του πίσω, χύνοντας το αίμα των δολοφόνων πάνω απ’ το χώμα που σκέπασε τον πατέρα του, για να καταλήξει στα αστυνομικά δελτία και τον Κόκκινο Κύκλο ως μια αρχαιοεληνικών διαστάσεων αιματηρή τραγωδία; Ή θα έβρισκε έναν καλό δικηγόρο να πάει τους φονιάδες στα δικαστήρια διεκδικώντας το δίκιο και την προίκα του, φτάνοντας το πολύ ως επεισόδιο στις Οικογενειακές Ιστορίες; Αυτό είναι ένα κάποιο ερώτημα που θέτει ευθέως ο Γιώργος Ζώης στο Interruption, μια κινηματογραφική αποδόμηση της Ορέστειας, τις ερμηνείες της οποίας ψάχνει να εντοπίσει στη σύγχρονη εποχή. Δεν είναι όμως το ερώτημα που θέτει για να απαντήσει, όσο για να τον οδηγήσει στη βασική του προβληματική: πού σταματά η αφέλεια της φιλήσυχης, πολιτισμένης αστικής μας κοινωνίας, και πού ξεκινά η άτεγκτη, μοβόρικη υποκρισία; Κι ύστερα, πόσο αντέχει τελικά η αστική αποστασιοποίηση, να στέκει άπραγη απέναντι στην ωμή ανθρώπινη βία;
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα απ’ την αρχή: σε ένα αδιευκρίνιστο θέατρο, μια τυχαία φθινοπωρινή βραδιά, ένας αστεράτος θίασος ανεβάζει μια εκμοντερνισμένη εκδοχή της Ορέστειας. Γυάλινο κλουβί, σκοτεινή σκηνή, μπάνικα κοστούμια, νέον λάμπες, «δεν υπάρχει φως γλυκύτερο για μια γυναίκα απ’ το να δει τον άντρα της ζωντανό να επιστρέφει», κι Αγαμέμων, Αγαμέμνων, να γυρίσεις σου ζητώ, μόνο μη φέρεις μαζί καμιά Κασάνδρα. Η Κλυταιμνήστρα ετοιμάζεται να οδηγήσει τον βασιλιά του Άργους στο μοιραίο του φινάλε, κι άξαφνα μια ομάδα νεαρών εισβάλει στη σκηνή. «Καλησπέρα, είμαστε ο Χορός και θα είμαστε οι οδηγοί σας για απόψε». Θεατές σαστισμένοι όσο κι οι ηθοποιοί, βλέπουν την παράσταση να μετατρέπεται σε διαδραστική καθώς ο μειλίχιος και γλυκομίλητος αρχηγός των εισβολέων ανεβάζει στη σκηνή ανθρώπους απ’ την πλατεία. Αυτοί οι νεόφερτοι ερμηνευτές καλούνται να μεταφέρουν την παράσταση σε μια πραγματικότητα πιο σύγχρονη κι ελαστική, όσο όμως αυτό το ιδιότυπο παιχνίδι συνεχίζεται, μια υπόκοφη αίσθηση σαδιστικής απειλής αρχίζει να απλώνεται στη σκηνή.
Σταθερά κι επιβλητικά, κι ίσως και κομματάκι αργόσυρτα βέβαια, ο Ζώης παίρνει το χρόνο του στο πρώτο κομμάτι της ταινίας, για να χτίσει ένα αφηγηματικό σκηνικό πλήρες έντασης και σασπένς, σε σημείο τέτοιο που σχεδόν ξεχνάς την άκρατη θεατρικότητα του κινηματογραφικού του ντεμπούτου – για την ακρίβεια, δεν είναι παρά μόνο αφού προσπαθήσει να ξεφύγει απ’ τα στενά όρια της θεατρικής αίθουσας, παρεμβάλλοντας πλάνα από κάμερες ασφαλείας και εξωτερικά φουαγιέ, που νιώθεις την κλεισούρα της περιορισμένης κινηματογραφικότητας της ταινίας. Τα κάδρα του, σφιχτά και πλούσια στα παιχνιδίσματά του με το φως και το φλουτάρισμα, δείχνουν την εικαστική ικανότητα ενός δημιουργού με βλέμμα ικανό να χορτάσει το δικό σου, ενώ διευρύνοντας τις ικανότητές που είχε επιδείξει στις πολυβραβευμένες μικρού μήκους του, αναδεικνύει για άλλη μια φορά τη μαγευτική του άνεση στο να χορογραφεί με ρυθμό και πλαστικότητα την κίνηση στα πλάνα του.
Αν προδίδεται από κάτι η σκηνοθετική ευχέρεια του Ζώη, αυτό είναι δυστυχώς η δραματουργική του σύμβαση: το λογικό άλμα που απαιτείται για να δεχτείς τη φυσιολογικότητα με την οποία σου παρουσιάζει ο δημιουργός τα τεκταινόμενα, είναι κατάτι μεγαλύτερο απ’ όσο αντέχει κοινός νους. Ούτε ο φόβος που επιβάλλεται αποδίδεται ως αρκετά αποχαυνωτικός για να νεκρώσει τις αντιδράσεις των περιφερομένων στα τεκταινόμενα, ούτε οι ρυθμοί της ταινίας είναι αρκετά επιβλητικοί για να δικαιολογήσουν σαστισμάρα. Οι νεκρωμένες αντιδράσεις των ηρώων του ωστόσο, είναι αυτός ο έστω και σχηματικός καμβάς που χρειάζεται ο Ζώης, για να ζωγραφίσει αυτό που τελικά θέλει: Ένα καυστικό πορτρέτο για την κυνική αποστασιοποίηση της καθώς πρέπει μπουρζουαζίας, και τη μετατροπή της ανθρώπινης βαρβαρότητας σε δημόσιο θέαμα προς τέρψιν ενός αφασικού λαού, εθισμένου στο αίμα και επιρρεπή στη συνεργεία δια της χειραγώγησης της αφέλειας του. Φιλόδοξο για πρώτη ταινία, όχι;