Υπό κανονικές συνθήκες, στις εκατό πρώτες ημέρες της κάθε νέα κυβέρνηση σπεύδει να πάρει τις αποφάσεις και να αναλάβει τις (νομοθετικές κυρίως) πρωτοβουλίες που απαιτούνται για ν’ αρχίσει το έργο της να αποδίδει πριν την έναρξη του εκλογικού κύκλου, οπότε και αρχίζει να αυξάνεται η φθορά της εξουσίας και το πολιτικό κόστος της άσκησής της.
Υπό συνθήκες οικονομικής και, κατ’ επέκταση, κοινωνικής κρίσης, η κανονικότητα αυτή παύει να ισχύει. Ο εκλογικός κύκλος συντομεύεται και ο πολιτικός χρόνος πυκνώνει με τρόπο που αφήνει ελάχιστα περιθώρια στην ολοκλήρωση του κυβερνητικού έργου και την επιλογή από την κυβέρνηση της καταλληλότερης στιγμής για την ανανέωση της λαϊκής ετυμηγορίας.
Το είδαμε, ήδη, να συμβαίνει με την κυβέρνηση Καραμανλή (2007-2009). Το ξαναείδαμε με την κυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου (2009-2011). Επαναλήφθηκε, για τρίτη φορά, με την κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου και αρχικά Κουβέλη (2012-2014). Το πιθανότερο είναι η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ να μην αποτελέσει εξαίρεση του κανόνα. Γιατί, απλούστατα, υπό συνθήκες οικονομικής κρίσης, η εξέλιξη της συγκυρίας περιορίζει τη δυνατότητα του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος να προκηρύσσει εκλογές όποτε συγκεντρώνονται οι περισσότερες πιθανότητες να τις κερδίσει.
Στα τριανταπέντε πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης μόνο δύο ήταν οι περιπτώσεις κυβερνήσεων που υποχρεώθηκαν να οδηγηθούν σε εκλογική αναμέτρηση χωρίς την εύνοια των περιστάσεων: η κυβέρνηση Μητσοτάκη, που ανετράπη το 1993 πριν συμπληρώσει τη θητεία της, και η κυβέρνηση της δεύτερης τετραετίας Σημίτη, που ολοκλήρωσε μεν τη θητεία της, χάνοντας, όμως, προηγουμένως, ένεκα της προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων, κάθε άλλη ευκαιρία να προσφύγει στις κάλπες φορτωμένη με λιγότερη φθορά.
Το πρόβλημα βρίσκεται στο δυσβάσταχτο, έως απαγορευτικό, για την οικονομία κόστος που θα έχει η εκλογική διαδικασία και στον κίνδυνο το όφελος που θα προκύψει από αυτήν να μην είναι αρκετό για να εξασφαλίσει μια παραγωγικότερη διακυβέρνηση.
Στα, μόλις, πέντε «μνημονιακά» χρόνια σε καμιά κυβέρνηση δε δόθηκε η δυνατότητα επιλογής του χρόνου προκήρυξης των εκλογών. Προηγήθηκε ο Καραμανλής που τις έκανε, όχι, όμως, για να διατηρήσει, αλλά για να μεταβιβάσει την εξουσία. Ακολούθησε ο Γιώργος Παπανδρέου, που έκανε το λάθος να μην τις κάνει όταν υποχρεώθηκε να αποδεχθεί το μνημόνιο και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την εξουσία μαζί με την ηγεσία του κόμματός του. Ο Αντώνης Σαμαράς, που δε θέλησε να συμβιβασθεί με τη λύση μίας μεταβατικής οικουμενικής διακυβέρνησης, επωφελήθηκε μεν της συγκυρίας του «φόβου» για να κερδίσει τις εκλογές του Ιουνίου 2012, αλλά δύο χρόνια αργότερα υπέκυψε στον «εκλογικό εκβιασμό» των αντιπάλων του, έχοντας χάσει προ πολλού τη δυνατότητα να τους κερδίσει.
Γνωρίζοντας τα μειονεκτήματα που, εκ των πραγμάτων, έχουν όσες κυβερνήσεις καλούνται να διαχειρισθούν την οικονομική κρίση, η ηγεσία και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ είναι λογικό να φλερτάρουν με την ιδέα των πρόωρων εκλογών, έστω κι αν αυτός απέχει ελάχιστα από το χρόνο διεξαγωγής των προηγούμενων. Πολύ δε περισσότερο, που, εκτός από διαπραγματευτικό όπλο για την επίτευξη της επιθυμητής συμφωνίας με τους δανειστές, η προσφυγή στις κάλπες μπορεί να προσφέρει στην ηγεσία της κυβέρνησης τους όρους που θα της επιτρέψουν να την εφαρμόσει χωρίς να τελεί υπό την αίρεση των εύθραυστων κοινοβουλευτικών ισορροπιών και των υφιστάμενων εσωκομματικών συσχετισμών.
Το πρόβλημα είναι αλλού.
Βρίσκεται στο δυσβάσταχτο, έως απαγορευτικό, για την οικονομία κόστος που θα έχει η εκλογική διαδικασία και στον κίνδυνο το όφελος που θα προκύψει από αυτήν να μην είναι αρκετό για να εξασφαλίσει μια παραγωγικότερη διακυβέρνηση.
Για να γίνει, άλλωστε, παραγωγικότερη η διακυβέρνηση χρειάζεται να απελευθερωθεί από τα πάθη που πυροδότησαν οι αντιθέσεις του παρελθόντος και να επικεντρωθεί στον αναπτυξιακό προσανατολισμό του μέλλοντος. Αρκετά είναι, άλλωστε, τα δεινά που σώρευσε στη χώρα η αδυναμία του πολιτικού ανταγωνισμού να επικαιροποιείται παρακολουθώντας τις διεθνείς εξελίξεις.
Όταν, μετά τον πόλεμο, η υπόλοιπη Ευρώπη επιχειρούσε τη θεαματική ανασυγκρότησή της, η Ελλάδα βυθίζονταν σε έναν αδελφοκτόνο εμφύλιο πόλεμο, για την επούλωση των πληγών του οποίου χρειάσθηκε να περάσουν τριάντα χρόνια και μια ελληνοχριστιανική δικτατορία.
Όταν η υπόλοιπη Ευρώπη έθετε τα θεμέλια της ένωσης που θα τη βοηθούσε να ενισχύσει το κοινωνικό της μοντέλο και να ισχυροποιήσει τη θέση της στον διπολικό τότε κόσμο του ψυχρού πολέμου, η Ελλάδα ερωτοτροπούσε με τον Τρίτο Κόσμο και μετέτρεπε την αντίθεση μεταξύ «δεξιάς» και «αντιδεξιάς» σε στρατηγική για την κομματική νομή του Κράτους και την πελατειακή διανομή των πόρων που μεταβιβάζονταν από τα ευρωπαϊκά ταμεία για τον εκσυγχρονισμό του.
Όταν η υπόλοιπη Ευρώπη άρχιζε, με τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων, να προετοιμάζει τη νομισματική ένωση για τη σύγκλιση των χωρών μελών της και την αύξηση της ανταγωνιστικότητάς της εντός της νέας πραγματικότητας των παγκοσμιοποιημένων αγορών, η Ελλάδα εγκατέλειπε τη δική της προσπάθεια εκσυγχρονισμού υπό την πίεση των αναχρονιστικών αντιδράσεων στην κατάργηση της αναγραφής του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες και στη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος.
μοιραία μπορεί να αποβεί για τη χώρα και η διολίσθησή της προς ένα νέο αντιπαραγωγικό εθνικό διχασμό, σαν κι αυτόν που φαίνεται να εγκυμονεί η επιμονή στην αντίθεση μεταξύ «μνημονιακών» και «αντιμνημονιακών» δυνάμεων και η μετεξέλιξή της σε μετωπική σύγκρουση ανάμεσα σε «ευρωπαϊστές» και «αντιευρωπαϊστές»
Τώρα που η υπόλοιπη Ευρώπη προσπαθεί να ξεπεράσει τις κατασκευαστικές ατέλειες της Ένωσής της και την αρχιτεκτονική του νομισματικού της οικοδομήματος, η Ελλάδα κινδυνεύει να μείνει εκτός του νυμφώνος των κυοφορούμενων ελπιδοφόρων αλλαγών, καθηλωμένη στις αντιθέσεις μιας προηγούμενης φάσης που βρήκε την Ευρωπαϊκή Ένωση ανέτοιμη να αντιμετωπίσει την παγκόσμια οικονομική κρίση και να σώσει τις τράπεζές της χωρίς την επιβολή των μνημονίων, οι αστοχίες των οποίων στάθηκαν, είναι αλήθεια, μοιραίες για την ελληνική οικονομία.
Εξίσου, όμως, μοιραία μπορεί να αποβεί για τη χώρα και η διολίσθησή της προς ένα νέο αντιπαραγωγικό εθνικό διχασμό, σαν κι αυτόν που φαίνεται να εγκυμονεί η επιμονή στην αντίθεση μεταξύ «μνημονιακών» και «αντιμνημονιακών» δυνάμεων και η μετεξέλιξή της σε μετωπική σύγκρουση ανάμεσα σε «ευρωπαϊστές» και «αντιευρωπαϊστές». Με τους πρώτους να εμφανίζονται ως ζηλωτές της διατήρησης με αδιαπραγμάτευτους όρους του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας και τους δεύτερους να τάσσονται υπέρ μιας ρήξης με τους εν τη Ευρωπαϊκή Ενώσει εταίρους, υποστηρίζοντας, μάλιστα, ότι «αν αυτή η ρήξη δε φθάσει στα άκρα της, ο τόπος δεν πρόκειται να ορθοποδήσει».
Προς το παρόν, ο νέος αυτός διχασμός βρίσκεται εν τη γενέσει του. Κρίνοντας, όμως, από τα πρόσφατα δημοσκοπικά ευρήματα, τείνει να προσλάβει, μέσα σε ελάχιστο ιστορικό χρόνο, διαστάσεις μίας καθολικής και κυρίαρχης, έστω με λανθάνουσα μορφή, ιδεολογικής και στρατηγικής αναμέτρησης.
Στη δημοσκόπηση της ALCO, που δημοσιεύθηκε στο χθεσινό «Πρώτο Θέμα», ο διχασμός φαίνεται να έχει ήδη πάρει μία πληρέστερη μορφή. Το 36% των ψηφοφόρων εμφανίζεται υπέρ της «ρήξης», με ένα 14% να μην απαντά και ένα άλλο 50% να εκφράζεται υπέρ του «συμβιβασμού» της κυβέρνησης με τους δανειστές. Ανάλογα διχαστικοί εμφανίζονται και οι συσχετισμοί μεταξύ αυτών που ανησυχούν (48%) και αυτών που δεν ανησυχούν (45%) με το ενδεχόμενο ενός Grexit.
Στη δημοσκόπηση της Kapa Research, που δημοσιεύθηκε στο, επίσης, χθεσινό «Βήμα της Κυριακής», η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών εμφανίζεται μεν να τοποθετείται υπέρ του «συμβιβασμού» με τους εταίρους, το ποσοστό, όμως, όσων τάσσονται υπέρ της «ρήξης» δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο (23,2%). Οι θιασώτες της επιστροφής στη δραχμή παρουσιάζονται εδώ περιορισμένοι σε ένα 20,3% και πάλι, όμως, το ποσοστό αυτό δεν είναι αμελητέο συγκρινόμενο με αντίστοιχα παλαιότερα.
Οι λόγοι για τους οποίους μεταξύ των δύο δημοσκοπήσεων υπάρχουν αυτού του είδους οι αποκλείσεις χρειάζονται μία ξεχωριστή ανάλυση.
Εκείνο, όμως, που αποτελεί ένα είδος κοινού δημοσκοπικού τόπου είναι η άνοδος των ποσοστών όσων προκρίνουν τη «ρήξη» με τους εταίρους και ο πολλαπλασιασμός αυτών που καλοβλέπουν την επιστροφή στη δραχμή.
Πρόκειται, προφανώς, για φαινόμενο άμεσα συσχετιζόμενο με την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων και την περιρρέουσα επικοινωνιακή ατμόσφαιρα που δημιουργούν τα εμπλεκόμενα σε αυτή μέρη.
Αν οι αντιθέσεις που πυροδότησε η κατάρρευση του μεταπολιτευτικού πολιτικού, πολιτισμικού και, πρωτίστως, παραγωγικού μοντέλου υπερακοντισθούν από μία γονιμότερη, ρεαλιστικότερη και πιο συγκεκριμενοποιημένη αντιπαράθεση για το αναπτυξιακό πρότυπο της χώρας, τότε, ίσως, η ενδεχόμενη νέα εκλογική περιπέτεια να μην έχει τα ολέθρια αποτελέσματα που προεξοφλούν οι πολέμιοι της νέας προσφυγής στις κάλπες.
Αν το παιχνίδι της αλληλοεπίρριψης ευθυνών για το παρατεινόμενο διαπραγματευτικό αδιέξοδο συνεχιστεί με αμφοτέρωθεν εμμονικό τρόπο, το πιθανότερο είναι η ένταση που σήμερα λανθάνει στις σχέσεις μεταξύ «ευρωπαϊστών» και «αντιευρωπαϊστών» να κλιμακωθεί διαμορφώνοντας αμοιβαία καταστροφικές ισορροπίες.
Αν, για να απεγκλωβισθεί από αυτές η κυβέρνηση επιλέξει τη διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος, όπως εισηγούνται μετ’ επιτάσεως υψηλόβαθμα στελέχη της, ο εν τω γεννάσθαι ευρισκόμενος σήμερα διχασμός μπορεί να εξελιχθεί σε δομικό, και, άρα, προβληματικό, μαζικό φαινόμενο.
Αν εναλλακτικά προτιμηθεί η διέξοδος της προκήρυξης βουλευτικών εκλογών, η πολιτική διασπορά των ψηφοφόρων σε διαφορετικές κομματικές βάσεις θα έχει, τουλάχιστον, το πλεονέκτημα μίας λιγότερο πολωτικής και, άρα, ευκολότερα διαχειρίσιμης επόμενης ημέρας. Ιδιαίτερα στην περίπτωση που η εμπειρία των εκατό προηγούμενων ημερών υπαγορεύσει στο εκλογικό σώμα μια πιο σύνθετη και λιγότερο θυμική επανατοποθέτηση ενόψει του πολιτικού ανταγωνισμού.
Εξαρτάται, βέβαια, από το διακύβευμα στο οποίο θα έχει καταλήξει μέχρι τότε η διαπραγμάτευση με τους «θεσμούς» και από τους όρους με τους οποίους θα τεθούν τα εκλογικά διλήμματα.
Αν οι αντιθέσεις που πυροδότησε η κατάρρευση του μεταπολιτευτικού πολιτικού, πολιτισμικού και, πρωτίστως, παραγωγικού μοντέλου υπερακοντισθούν από μία γονιμότερη, ρεαλιστικότερη και πιο συγκεκριμενοποιημένη αντιπαράθεση για το αναπτυξιακό πρότυπο της χώρας, τότε, ίσως, η ενδεχόμενη νέα εκλογική περιπέτεια να μην έχει τα ολέθρια αποτελέσματα που προεξοφλούν οι πολέμιοι της νέας προσφυγής στις κάλπες.
Στο κάτω-κάτω, μέσα από τις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις της μεταπολίτευσης, το εκλογικό σώμα μπόρεσε να κάνει τα όποια άλματα του επέτρεψαν να κλείσει τους ανοιχτούς λογαριασμούς που του άφησε η αιματηρή ιστορία του και να ανοίξει εκείνους που έπρεπε να ξανακάνει για να εκσυγχρονίσει την κοινωνία και την οικονομία του, για να κάνει και δικά του τα ευρωπαϊκά κεκτημένα.
Αν κουράστηκε από την προσπάθεια να προσαρμοσθεί στο διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον και νόμισε ότι η ένταξη στην ευρωζώνη σήμαινε ότι η πορεία της χώρας θα έμπαινε οριστικά στον αυτόματο πιλότο, η βιαιότητα με την οποία προσέκρουσε στα βράχια της κρίσης και των μνημονίων προκάλεσε μεν το θυμό του, αλλά δεν του στέρησε τη μνήμη, την κρίση και την αίσθηση της πραγματικότητας που χρειάζεται για να μην πιστέψει ότι ο δρόμος προς τον παράδεισο της ανάκαμψης μπορεί να περάσει μέσα από την κόλαση ενός νέου, αναίμακτου έστω, αλλά εξίσου ανόητου και οπισθοδρομικού, εμφυλίου.
Ο Γιώργος Σεφερτζής είναι Πολιτικός επιστήμονας-αναλυτής