Μισό αιώνα αφότου το ταβάνι κόντεψε να πέσει στο κεφάλι του «Αντωνάκη» και της «Ελενίτσας» («Μπούρδα Καραβάγγο το φελέκι σου, σταμάτα και θα μου σκοτώσεις τη γυναίκα μου! Τη γυναικούλα μου, την Ελενίτσα μου. Κι αν μου τη σκοτώσεις, τι θα γίνω εγώ χωρίς την Ελενίτσα μου;») και λίγες ώρες πριν συναντήσω τον Γιώργο Κωνσταντίνου περίπου στο μέσο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, μερικά χιλιόμετρα βόρεια από το 32 της οδού Τριπόδων, σταμάτησα – για αρκετά λίγες στιγμές ώστε να μη με περάσουν για τουρίστα οι τουρίστες – έξω από το σπίτι του ζεύγους Κοκοβίκου, στην Πλάκα, τράβηξα στα γρήγορα δυο-τρεις φωτογραφίες, για να ανεβάσω την καλύτερη από αυτές στο instagram.
Αυτή τη μικρή και ασήμαντη ιστορία διηγήθηκα και στον ίδιο τον «Αντωνάκη» και για το φινάλε σκόπευα να του δείξω τη φωτογραφία καθαυτή, αν δεν προλάβαινε να μου δείξει εκείνος ότι δεν είχε συγκινηθεί (καθόλου, όμως) και με ένα ευγενικό πλην συγκρατημένο χαμόγελο να μου υπονοήσει ότι ειδικά σήμερα, όντας πια στα 82 του, δεν επρόκειτο να το κάνει, απλώς και μόνο χάριν μιας εικόνας από το μακρινό, κινηματογραφικό του παρελθόν.
«Μιλάνε όλοι τώρα για το “Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα”. Ρωτάει κανείς αν είχε τότε επιτυχία; Ευτυχώς πρόλαβα να δικαιωθώ εν ζωή και όχι μετά θάνατον», θα μου έλεγε στη συνέχεια, κάθε άλλο παρά με έπαρση, αφού νωρίτερα και αργότερα θα φρόντιζε να τονίσει ξανά και ξανά ότι ίσως και περισσότερα από τα μισά που έχει κάνει μέχρι σήμερα ήταν λάθος επιλογές («Δε φταίει κανείς άλλος, εκτός από μένα. Είναι δικά μου σφάλματα, που έγιναν είτε από αβλεψία είτε από ανάγκη»), χωρίς φυσικά να παραγνωρίζει ότι τουλάχιστον οι σωστές – και στο θέατρο και στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση – ήταν… πολύ σωστές, η κάθε μία με τους δικούς της όρους και με το κατά περίπτωση μεγαλύτερο ή μικρότερο ειδικό βάρος σε μια ζωή που μέχρι σήμερα υπήρξε «ένα απίστευτο σκαμπανέβασμα. Δεν μπόρεσα να ακολουθήσω μια συγκεκριμένη πορεία. Εγώ απλώς νιώθω ότι στη ζωή μου πάω και πάω». Και ο «Αντωνάκης», πάντως, κάτι ανάλογο είχε πει στη γυναίκα της ζωής του λίγο πριν πέσουν οι τίτλοι τέλους: «Έλα πάμε. Πάμε και μην κοιτάς πίσω σου. Μπροστά σου μόνο να κοιτάς». Άλμα πίστης, δεν το λένε αυτό;
Στην ουσία κανείς δεν ξέρει λεπτομέρειες για τη ζωή μου. Ποτέ μου δεν τις πρόβαλλα, γιατί δε μου άρεσε να τις προβάλλω. Είναι προσωπικά δεδομένα που δεν καταλαβαίνω γιατί να μη μπορούν να γίνουν σεβαστά. Δεν ξέρω, ίσως να είμαι εγώ ο περίεργος. Εμένα, όμως, δε με ενδιαφέρει να βάλω το μάτι μου στην κλειδαρότρυπα. Από που κι ως που να με ενδιαφέρει;
Ό,τι θέλετε να σας πω για την πορεία μου, την καριέρα μου, ναι, φυσικά θα μιλήσω για όλα αυτά. Αλλά για τα προσωπικά μου δεν μίλησα ποτέ και ούτε πρόκειται να το κάνω. Σιγά μην αρχίσω να τρέχω στη Στεφανίδου, να λέει ότι ήμουνα τότε με την τάδε, μετά παντρεύτηκα τη δείνα, να πιάσει στο στόμα της και τα παιδιά μου… Τι λέτε ρε; Γιατί; Να γίνω εγώ βορά των κουτσομπόληδων; Από που κι ως που;
Τώρα, που λέτε, παίζω στην μια παράσταση «Το Σώσε». Ακριβώς επειδή πρόκειται για μια κωμωδία που σκοπό έχει να κάνει τον κόσμο να γελάσει, είναι τραβηγμένο ως προς τον τρόπο που παρουσιάζει τη ζωή ενός τσούρμου ηθοποιών. Και το λέω αυτό γιατί γεννήθηκα και μεγάλωσα σε τέτοιους κύκλους, ο πατέρας και η μητέρα μου ήταν σπουδαίοι καλλιτέχνες στην εποχή τους, προπολεμικά, στην οπερέτα. Στη συνέχεια, όταν κατέρρευσε η οπερέτα και η χώρα και ήρθε η Κατοχή, βρέθηκαν να προσπαθούν να επιβιώσουν κάνοντας περιοδείες με τα λεγόμενα μπουλούκια. Βρέθηκα λοιπόν μέσα στα μπουλούκια και είδα από κοντά κακούς ηθοποιούς, ατάλαντους. Όχι στο βαθμό των ηρώων της παράστασης, που δεν ξέρουν που πάνε τα τέσσερα, όντας της κατωτέρας υποστάθμης ηθοποιοί. Παρ’ όλα αυτά, επειδή οι γονείς μου ήταν ταλαντούχοι και πειθαρχημένοι στη σκηνή, δεν ήταν δηλαδή τυχαίοι, διατηρούσαν ένα επίπεδο στις παραστάσεις που συμμετείχαν. Ο ήρωας που υποδύομαι τώρα μόνο επίπεδο δε μπορεί να διατηρήσει. Έχει πλάκα αυτός ο ρόλος.
Να κάτσω σπίτι μου να κάνω τι; Να απολαύσω τη σύνταξή μου; Μα αστειεύεστε; Ένας καλλιτέχνης που έβαλε μέσα στο αίμα του το θέατρο, έχει μια τρομερή εξάρτηση από αυτό. Είναι κάτι που δεν κόβεται. Δε μπορεί να διανοηθεί τη ζωή του χωρίς αυτό. Αν κόψεις ένα ναρκωτικό, σώζεται η ζωή σου. Αν ένας ηθοποιός κόψει το θέατρο, θα μαραζώσει, θα πεθάνει, θα σβήσει η ψυχή του. Δε μπορείς να φανταστείς τον εαυτό σου καθισμένο μπροστά στην τηλεόραση, με τις πυτζάμες, να τρως νωρίς το φαγητό σου και να πέφτεις για ύπνο. Ούτε μία μέρα δεν έχω φανταστεί αυτό το πράγμα. Δεν μπορεί να περάσει καν από το μυαλό μου.
Μπορεί ο χρόνος να με αναγκάσει να μην μπορώ να πάρω τα πόδια μου – αν κι εύχομαι κι ελπίζω να αργήσει αυτό. Έχω όμως ένα αντιστάθμισμα για αυτή την περίπτωση. Το έλεγα πάντα: Αν κάποτε έφτανε η στιγμή που δεν θα μπορούσα να λειτουργήσω στο θέατρο, θα στρεφόμουν αποκλειστικά στο γράψιμο. Είναι κάτι που αγαπώ πάρα πολύ. Έχω γράψει πολλά έργα και συνεχίζω να γράφω. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε είναι 4-5 έργα που γράφω. Δεν το κάνω για να τα πάρει κάποιος. Αν τύχει, βεβαίως θα το δώσω. Έχει εκδοθεί κι ένα βιβλίο μου, το Άρλεκιν. Ήταν μάλιστα ένα έργο που αγάπησα πολύ και σκόπευα να το ανεβάσουμε με τον Θύμιο τον Καρακατσάνη. Είχε πει ότι ήθελε να είναι το κύκνειο άσμα του. Δυστυχώς δεν προλάβαμε.
Το γράψιμο είναι η δεύτερη φύση μου. Αν δει κανείς το λαπτοπ μου, έχω ξεκινήσει ίσως και 20 έργα και κάποια μετά την έκτη ή έβδομη σελίδα τα αφήνω για να ξεκινήσω ένα καινούριο. Δε θέλω να αφήνω τις ιδέες να φεύγουν. Ξεκινάω, μπαμ, μπαίνω μέσα.
Θα είμαι για πάντα ευγνώμων για τη μόρφωση που πήρα στο Θέατρο Τέχνης. Ήμασταν υποχρεωμένοι να διαβάζουμε ολόκληρες βιβλιογραφίες, γιατί αλλιώς σε θεωρούσαν αμόρφωτο. Και στο Θέατρο Τέχνης δε μπορούσες να είσαι αμόρφωτος. Έπρέπε να είσαι απόλυτος γνώστης και του Τσέχωφ, και του Ντοστογιέφσκι, και του Τολστόι κι εγώ δεν ξέρω ποιου άλλου. Από εκεί και πέρα ήταν στο χέρι μας το πως θα τα αξιοποιούσαμε όλα αυτά, ανάλογα και με ποιο χάρισμα μας έδωσε ο θεός, το ταλέντο, που λένε.
Νομίζω ότι έκανα αρκετά πράγματα καλά. Έκανα και πολλά κακά, γιατί έμπαινε πάντα στη μέση το θέμα της επιβίωσης. Αλλά μπορώ να ξεχωρίσω μερικές σημαντικές στιγμές στο θέατρο, όπως ήταν οι Άθλιοι του Ουγκώ, που έπαιξα τον Γιάννη Αγιάννη. Έπαιξα και τον Αμπιγιέρ. Έπαιξα το Art, με ένα φανταστικό κείμενο και σκηνοθεσία του Φασουλή. Έπαιξα τον Κατά Φαντασίαν Ασθενή με το ΚΘΒΕ, τις Νταντάδες με τον Καρακατσάνη και αρκετά ακόμη.
Το θέατρο έχει ένα πρόβλημα: Αν θέλεις να κρατάς ένα υψηλό επίπεδο, εφόσον έχεις την καλλιτεχνική δυνατότητα, το ταλέντο δηλαδή, πρέπει να έχεις λεφτά στην τράπεζα για να μπορείς να επιλέγεις μόνο εκείνα που θέλεις να κάνεις. Όταν γίνεται βιοποριστικό το επάγγελμα, αναγκάζεσαι να κάνεις και εκπτώσεις. Οι άνθρωποι έχουν υποχρεώσεις, παιδιά, δεν είναι απλό το θέμα. Το κακό είναι ότι έχω γνωρίσει ανθρώπους που δεν είχαν ταλέντο αλλά είχαν αρκετά λεφτά ώστε να παίζουν ό,τι ήθελαν – κι ας μη βλεπόντουσαν.
«Όταν ήμουν παιδί, ξέρετε, είχα ένα χάρισμα που με ακολουθεί μέχρι σήμερα. Μάζευα τους πιτσιρικάδες και τους έλεγα φανταστικές ιστορίες. Και τους άρεσε. Το παρατσούκλι που μου βγάλανε ήταν “ο Φαντασίας”. Ωραίο, ε;»
Το έχω πει κι άλλες φορές: Ενώ οι γονείς μου ήταν ηθοποιοί, ενώ ζούσα όλη αυτή την κατάσταση από μένα, μέχρι και στη σκηνή με είχαν ανεβάσει να παίξω λίγο, ή έκλεινα αυλαία γιατί δεν υπήρχαν τεχνικοί, κι ενώ αργότερα, γύρω στο 1950, μπήκα σε έναν ερασιτεχνικό θίασο που ψυχαγωγούσε το στρατό με διάφορα σκετς κάποιου Γάλλου ονόματι Κουρτελίν, δεν είχα υπ’ όψιν μου να γίνω ηθοποιός. Δεν το είπα μέσα μου ποτέ. Κι άρχισα να ψάχνω διάφορα επαγγέλματα. Σκέφτηκα να γίνω τεχνίτης, να πάω στην αεροπορία, ό,τι να ‘ναι. Ώσπου μια μέρα μου είπε η μητέρα μου: «δε μου λες ρε, μήπως θες να γίνεις ηθοποιός;». Και είπα «ναι». Κι έγινα. Πήγα στο Εθνικό όπου με απέρριψαν ως ατάλαντο. Έπαιξα ένα μονόλογο του Άμλετ, όχι το «να ζει κανείς ή να μη ζει», αλλά αυτόν για τους θεατρίνους, που λέει «κοίταξε πως πασχίζουν στα ψέματα αυτοί οι θεατρίνοι, ενώ εγώ που έχει πεθάνει ο πατέρας μου δε μπορώ να κλάψω όπως εκείνοι» – κάπως έτσι. Τον έπαιξα αισθαντικά, όπως τον ένιωσα εγώ. Αυτό όμως ήταν απαγορευτικό τον καιρό εκείνο. Έπρεπε να έχεις όλο το στόμφο, να σπάσεις τα σκηνικά και μόνο τότε θα ήσουν καλός. Εγώ έπαιξα εσωτερικά και πήρα πόδι. Τελικά μπήκα στου Κουν, παρόλο που δεν ταίριαζα πολύ στο είδος του ηθοποιού που ήθελε. Καταρχήν ήμουν πολύ ψηλός, ενώ το θέατρο ήταν χαμηλό. Όταν έφυγα, ο Γερμανός έγραψε: «ο Κωνσταντίνου διαφώνησε με το ταβάνι κι έφυγε». Ήταν καλός μου φίλος ο Φρέντι. Πολύ τον αγαπούσα.
Ο κινηματογράφος ήρθε στη ζωή μου το 1962 αν θυμάμαι καλά. Είχα την τύχη – γιατί περί καθαρής τύχης πρόκειται – να παίξω σε πολύ ωραία έργα, με πολύ ωραίους σκηνοθέτες. Θα μπορούσα να παίζω σε ταινίες της σειράς. Έκανα και τέτοιες, αλλά δεν ήταν πολλές, άντε να ήταν έξι ή εφτά; Αλλά οι ταινίες που έκανα τότε θεωρούνται κλασικές σήμερα, όπως το «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», το «Ξύπνα Βασίλη», ο «Γάμος αλα ελληνικά», το «Καλώς ήλθε το δολάριο», ταινίες δηλαδή που έχουν μείνει στην ιστορία. Τον καιρό εκείνο, βέβαια, περνούσαν στο ντούκου. Κάθε χρόνο έβγαιναν 150 ταινίες. Οι περισσότερες ήταν εμπορικές, του φίλου μου του Κώστα του Βουτσά για παράδειγμα, ή με τον Βέγγο, την Αλίκη… Εγώ πως να περάσω ανάμεσα σε αυτά τα θηρία;
Μιλάνε όλοι τώρα για το «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», που έκλεισε και τα 50. Ρωτάει κανείς αν είχε τότε επιτυχία; Ευτυχώς πρόλαβα να δικαιωθώ εν ζωή και όχι μετά θάνατον.
Εντάξει, είχε πλάκα που επέστρεψα στον Αντωνάκη στο «Αν» του Παπακαλιάτη. Πλάκα, μέχρι εκεί. Ξέρω τι φαντάζεσαι. Ότι έπαιξα ξανά τον Αντωνάκη και συγκινήθηκα. Δεν υπάρχουν αυτά. Γιατί αν υπάρχουν, δεν είσαι καλός ηθοποιός. Εκείνο που μας δίδαξε ο Κουν είναι ότι όταν πρέπει να δείξεις συγκίνηση πάνω στη σκηνή, δεν πρέπει να συγκινείσαι στ’ αλήθεια, μέσα σου. Ευαισθητοποιήσου, αλλά μη συγκινείσαι. Οποιοδήποτε συναίσθημα πρέπει να το ελέγχεις. Όχι να το αφήνεις να σε παρασύρει σα να το ζεις. Γιατί τότε είσαι χάλια, αποτυχημένος ηθοποιός.
Το θέατρο είναι η σύζυγός μου. Ο κινηματογράφος και η τηλεόραση υπήρξαν οι ερωμένες μου. Αυτό το λέω εδώ και πολλά χρόνια.
Έκανα πολύ λίγες ταινίες. Γύρω στις είκοσι, συμπεριλαμβανομένων αυτών που ήταν – ας το πούμε – δεύτερης κατηγορίας. Είναι δηλαδή μερικές που μπορεί να μην τις ξέρετε καν. Κι εγώ που τις πετυχαίνω καμιά φορά αναρωτιέμαι: «έπαιξα εγώ σε αυτό το πράγμα;» Σε σχέση δηλαδή με τις 180 του Κώστα (σ.σ. Βουτσά) ή τις 200 του Βέγγου ή τις 300 του αλλουνού, έχω κάνει ελάχιστες. Και αυτό γιατί μέσα σε αυτό τον κατακλυσμό των ταινιών, που ήταν μεγάλες, πλούσιες παραγωγές, εγώ ήμουνα μυρμήγκι. Δεν πουλούσα πολύ και δε με ήθελαν ούτε οι αιθουσάρχες. Οι οποίοι χρηματοδοτούσαν σε μεγάλο βαθμό μια ταινία πριν βγει. Έλεγε ας πούμε ο Φίνος: «θα γυρίσω μια ταινία με την Αλίκη, πόσα δίνεις προκαταβολικά για να την κλείσεις;» Και τρέχανε να την κλείσουν. Για τον Κωνσταντίνου ποιος να τρέξει; Και τώρα φτάσαμε σε ένα σημείο που κάθονται και τις βλέπουν στην τηλεόραση και λένε πότε θα τις ξαναπαίξουν.
Τις έχω δει τις ταινίες μου, τις έχω χαρεί, φτάνει. Σιγά μην κάτσω να τις ξαναδώ τώρα. Κάποτε τις είχα βάλει όλες στο κινητό μου, αλλά μου το άρπαξε κάποιος.
Μια τελευταία ταινία που αγάπησα και μαζί με μένα την αγάπησαν όλοι οι νεολαίοι ήταν το The Κόπανοι. Και σένα σ’ αρέσει; Ε, κι εσύ νέος είσαι. Το κρίμα είναι ότι ζήτησα από τους παραγωγούς να κάνουμε το ν.2. Αλλά με την οικονομική στενότητα δεν προχώρησε το πράγμα. Κι είναι κρίμα, γιατί θα γινόταν χαμός.
Προφανώς με απασχολούν όσα συμβαίνουν γύρω μου. Έχω κι εγώ παιδιά. Εντάξει, ο γιος μου έχει βρει το δρόμου του, η κόρη μου όμως τον ψάχνει τώρα και αυτό για μένα είναι μια διαρκής σκέψη. Αυτό που ζούμε όλοι σήμερα είναι σαν κάτι ταινίες καταστροφής που είσαι κλεισμένος σε ένα υπόγειο τούνελ, ψάχνεις τη διέξοδο αλλά πέφτεις διαρκώς πάνω σε τοίχους. Αν μας έλεγαν εκ των προτέρων ότι «θα ζείτε κύριε με 100 ευρώ, θα τρώτε χαρούπια κι εκεί τελειώνει η ιστορία», τουλάχιστον θα ξέραμε τι μας γίνεται. Όταν όμως καθημερινά δημιουργείται μια κατάσταση που δεν ξέρεις που θα πάει και τι θα ξημερώσει αύριο, όλη αυτή η ανασφάλεια και το άγχος είναι πράγματα που δε μπορείς να τα αποφύγεις ώστε να δοθείς άνετα στην τέχνη σου. Πιστεύω ότι και οι πιο βαθιά καλλιτέχνες, όπως είναι οι ποιητές, οι ζωγράφοι ή κάποιος σαν τον Κουν, που ήταν όλος μέσα στο θέατρο και την τέχνη, ακόμη και τέτοιοι άνθρωποι δεν γίνεται να μείνουν ανεπηρέαστοι. Δε γίνεται να μη σου ξεφύγει το πινέλο.
Έχω ζήσει κατοχή, εμφύλιο, χούντα, τα πάντα. Πίσω και πέρα από αυτά υπήρχε μια ελπίδα. Στην κατοχή υπήρχε η ελπίδα ότι θα ελευθερωθούμε και ότι θα αλλάξει ο κόσμος. Μετά την κατοχή ότι θα τελειώσει ο εμφύλιος, θα μονιάσουμε και θα αλλάξει ο κόσμος. Τώρα πόσοι έχουν ελπίδα για ποιο πράγμα; Τώρα όλοι κάνουν υπομονή όχι γιατί ελπίζουν ότι θα βελτιωθούν τα πράγματα, αλλά γιατί ξέρουν ότι θα χειροτερέψουν. Πολλές φορές με έχουν ρωτήσει γιατί τα λέω έτσι, εγώ που πέρασα δια πυρός και σιδήρου. Ναι, αλλά τότε είχα μια ελπίδα, ένα φως. Τώρα είναι τόσο άσχημα τα πράγματα και τόσο μπερδεμένα που ακόμη και αν υπήρχε κάποτε φως στο τούνελ, τώρα μοιάζει να έχει κρυφτεί πίσω από τούβλα.
«Υπάρχει μια ρωγμή σε όλα. Από εκεί είναι που μπαίνει μέσα το φως». Είναι καταπληκτικός αυτός ο στίχος του Κοέν. Τον έχω βάλει και στο βιβλίο μου. Ναι, φτιάχνω ένα βιβλίο για τη ζωή μου. Χωρίς τα προσωπικά δεδομένα, το ξεκαθαρίζω. Όταν αποφασίσω να το βγάλω, μην το πάρετε αν θέλετε να δείτε τέτοια πράγματα. Θα δείτε όμως μια ολόκληρη ζωή.
Δεν είναι μια απλή αυτοβιογραφία. Σε πολλά σημεία φιλοσοφώ τη ζωή. Γιατί εμείς που ζήσαμε τις μεγάλες στερήσεις σαν παιδιά, όταν ακόμη οι ψυχές μας ήταν ευαίσθητες, μοιραία αρχίσαμε να φιλοσοφούμε και να κυνηγάμε τον ήλιο. Και κυριολεκτικά. Θυμάμαι, δηλαδή, σαν παιδί ένα χειμώνα στο δρόμο που δεν έβρισκα συχνά φίλους -μου άρεσε κιόλας η μοναξιά- όπως έπεφτε ο ήλιος σε ένα κομμάτι του δρόμου, πήγαινα και στεκόμουν εκεί. Όταν πήγαινε λίγο πιο πέρα, τον ακολουθούσα. Μέχρι να νυχτώσει.
Οι φιλοσοφικές μου αναζητήσεις για τη ζωή, το θάνατο και όλα αυτά τα πράγματα είναι τα βασικά στοιχεία του βιβλίου. Και σηματοδοτούν τις εποχές που έζησα τόσο εγώ, ως Γιώργος Κωνσταντίνου, παράλληλα όμως και ό,τι συνέβαινε γενικότερα. Λες να μην έχει ενδιαφέρον που δεν αναφέρω τα προσωπικά μου δεδομένα; Ε, τότε ας πιάσει τόπο ως προσάναμμα.
Όταν ήμουν παιδί, ξέρετε, είχα ένα χάρισμα που με ακολουθεί μέχρι σήμερα. Μάζευα τους πιτσιρικάδες, τις παρέες μου, και τους έλεγα φανταστικές ιστορίες. Και τους άρεσε. Το παρατσούκλι που μου βγάλανε ήταν «ο Φαντασίας». Ωραίο, ε; Τους έλεγα πράγματα περίεργα. Μάλιστα, είχα σκαρφιστεί την εξής ιστορία: ότι σε μία αποθήκη του σπιτιού μου, κάτω από τις σκάλες, υπήρχε ένα πλάσμα από άλλο πλανήτη. Σαν τον E.T. δεν μοιάζει αυτή η ιστορία;
Η ζωή μου – και ίσως έτσι να είναι όλων των ανθρώπων, εγώ μπορώ να μιλήσω όμως για μένα – υπήρξε ένα απίστευτο σκαμπανέβασμα. Βρίσκόμουν δηλαδή διαρκώς από το ζενίθ στο ναδίρ, πάνω-κάτω. Λένε, μάλιστα, ότι έτσι είναι γενικά το ζώδιο του Σκορπιού. Δεν ξέρω, δεν πολυπιστεύω στα ζώδια. Πάντως εκεί που έλεγα «ευχαριστώ θεέ μου», την επόμενη στιγμή έλεγα «βοήθα παναγιά».
Λάτρευα από μικρός τον κινηματογράφο. Θυμάμαι ότι έπαιρνα κομμάτια από τις ταινίες που πετούσαν έξω από τις αίθουσες και με ένα φακό τα πρόβαλλα στον τοίχο. Όταν άρχισα να παίζω, πήρα και μια δική μου μηχανή προβολής. Είχα τρέλα με τον κινηματογράφο. Όταν ήρθε η τηλεόραση την αγάπησα αμέσως γιατί για μένα ήταν σαν προσωπικός κινηματογράφος, γι’ αυτό και μπήκα από τους πρώτους στην τηλεόραση. Την απολάμβανα. Ήταν μια πολύ ευτυχισμένη περίοδο της ζωής μου. Κράτησε κάμποσα χρόνια, δε μπορώ να πω.
Για τις λάθος μου επιλογές, που δεν ήταν και λίγες, δε φταίει κανείς άλλος, εκτός από μένα. Είναι δικά μου σφάλματα, που έγιναν είτε από αβλεψία είτε από ανάγκη. Δεν μπόρεσα να ακολουθήσω μια συγκεκριμένη πορεία. Εγώ απλώς νιώθω ότι στη ζωή μου πάω και πάω.
Να σας ρωτήσω κάτι; Τώρα πια έχετε όλοι γένια. Μήπως να αφήσω κι εγώ; Για να πάρω το ρόλο ενός γέροντα σε κάποια ταινία, με άσπρα γένια και μαλλιά, που βογγάει; Μα τι λέω; Δε μπορώ να το κάνω αυτό το πράγμα.