Gimme Danger (3/5)
Ντοκιμαντέρ σε σκηνοθεσία και σενάριο Jim Jarmusch, με τους Iggy Pop, Mike Watt, Ron και Scott Asheton, James Williamson κ.ά., διάρκειας 108 λεπτών, σε διανομή Ama Films
Όλα όσα ήθελες να μάθεις για την εμβληματική μπάντα των The Stooges, και αρκετά που νόμιζες ότι ήξερες, αλλά όχι ακριβώς όπως τα ήξερες.
Αν περιμένεις να μάθεις κάτι για τους The Stooges και τον frontman τους στο ντοκιμαντέρ του Jim Jarmusch, που έκανε την παγκόσμια πρώτη του στο περασμένο Φεστιβάλ Κανών, δεν πρόκειται να βρεις τίποτα περισσότερο απ’ αυτό που σου λέει ο ίδιος ο Iggy όταν κατεβάζει τα βρακιά του, κι ανεβάζει τα οπλισμένα του κωλόχερα μπροστά στο κοινό: what you see is what you get, fuck off και καληνύχτα. Πολλά έχουν γραφτεί, γράφονται ακόμα, και θα συνεχίσουν να γράφονται για τον Iggy, για το τι είναι αυτό που έκανε τικ τακ μέσα στην ωρολογιακή βόμβα που έχει για ψυχή, το στίγμα που άφησε στη μουσική βιομηχανία, και το πώς επηρέασε ολόκληρη, ή έστω κομμάτι της παγκόσμιας κουλτούρας, αρπάζοντας την έννοια του ροκ εν ρολ απ’ το λαιμό, κι ουρλιάζοντας στα μούτρα της μέχρι να της σηκωθεί η τρίχα κάγκελο. Αυτό που καταφέρνει όμως να εντοπίσει ο Jim Jarmusch, στήνοντας σε πλήρες fan-boy-mode την κάμερά του απέναντι στον Iggy και τους συντρόφους του, είναι μάλλον το εξής: σε αντίθεση με τους υπόλοιπους τεράστιους θρύλους της σκηνής -τον Elvis, τον Jagger, τον Prince, κι όλους όσοι κατάφερναν να ηλεκτρίζουν τα stages τους με ένα γρύλισμα και μόνο απ’ αυτό το άγριο, πεινασμένο, αισθησιακό, και πλήρως βουρλισμένο δαιμονικό που κρύβαν μέσα τους- ο Iggy δεν προσπαθούσε να το κρύψει, ούτε να μισοαποκαλύψει, ούτε να εκπαιδεύσει και να καλλιεργήσει τον διάολο της αμφισβήτησης που είχε στα σωθικά του. Ο Iggy είχε βρει κι είχε βγάλει απ’ έξω, είχε γίνει ο ίδιος, ο διάολος που έκρυβε μέσα του.
Κάνοντας καριέρα του το κούρσεμα της πολιτικής ορθότητας που προσπάθησε να τον καλουπώσει με τρόπο τέτοιο ώστε να τον βάλει να κάνει καριέρα, ο Iggy μετατράπηκε σε φλεγόμενο μετεωρίτη το ’73, τη χρονιά που οι Stooges έγιναν στάχτες κι αποκαΐδια μουλιασμένα στα παραισθησιογόνα και τα ψυχοτρόπα, κι η ταινία του Jarmusch δεν θα μπορούσε παρά να ξεκινά από εκεί. Επισημαίνοντας το ουσιαστικότερο απ’ όσα έχει να αφηγηθεί η ιστορία της μπάντας που τρεμούλιασε την ροκ, το Gimme Danger αναδεικνύει την κατάρρευση των Stooges ως απόδειξη της υπερβατικής αξίας μιας μπάντας που έζησε γρήγορα και πέθανε νέα, κάνοντας πράξη το ίδιο το credo της rock σκηνής. Εν συνεχεία, το ντοκιμαντέρ αφήνει τους πρωταγωνιστές να διηγηθούν μόνοι τους την ιστορία τους, με κύριο αφηγητή τον ίδιο τον Iggy, σε πλήρες χαβαλεδιάρικο, αναπολογητικό και αυτοσαρκαστικό ύφος. Σιγοντάροντας την αφήγηση με σπαρταριστές παρεμβολές βινιετών από ταινίες, διαφημιστικά και τηλεοπτικές σειρές της εποχής, που ξεγελούν το μάτι κι αλαφρώνουν το φιλμ απ’ την άχαρη ιδιότητα που έχουν τα ντοκιμαντέρ συνεντεύξεων, ο Jarmusch απλώνει ζωντανή κι απτή μπροστά σου την ουσία του ανθρώπου που δεν έχει άλλο τρόπο να αντιλαμβάνεται τον κόσμο, παρά μόνο μέσα από τον ήχο. Ο Iggy έκανε κομματάκια τα τσίγκινα στρατιωτάκια του για να φτιάξει ταμπουρλάκια, ας πούμε, κι οι διάφορες ιστορίες απ’ τα παιδικάτα του δίνουν μια συναρπαστική χροιά στην προσωπική του διαδρομή. Ο σκηνοθέτης δυσκολεύεται όμως να ξεκολλήσει την κάμερα του απ’ τη φλεγόμενη μπάλα αυτοκαταστροφικού σταρχιδισμού που έχει μπρος του, αδυνατώντας να προσφέρει καμιά ιδιαίτερη ευρύτητα στο βλέμμα του, να τοποθετήσει τους Stooges σε κάποιο ευρύτερο πλαίσιο για να αντιληφθούν και οι αμύητοι τη θέση τους, ή να εντοπίσει οπτικές αλλιώτικες, κρυφές, απρόσιτες. Απ’ την άλλη όμως, μπορεί και να μην υπάρχουν τέτοιες, γιατί όπως είπαμε, what you see is what you get, fuck off και καληνύχτα.
Allied / Σύμμαχοι (1,5/5)
Δραματική περιπέτεια εποχής σε σκηνοθεσία του Robert Zemeckis και σενάριο του Steven Knight, με τους Brad Pitt και Marion Cotillard, διάρκειας 124 λεπτών, σε διανομή UIP
Κατά τη διάρκεια αποστολής των συμμαχικών δυνάμεων κατά των ναζιστικών στρατευμάτων στην Καζαμπλάνκα, κατάσκοπος ερωτεύεται αντάρτισσα, την παίρνει μαζί του στο Λονδίνο να την κάνει μάνα του παιδιού του, αλλά μετά τη λιακάδα πιάνουν βροχές.
Ούτε το να είσαι ο Brad Pitt δε σε γλιτώνει απ’ τη φρικαλεότητα που κουβαλάνε απάνω στα παρδαλά τους σχέδια οι πολύχρωμες, φαρδιές γραβάτες που φοράει ο φουκαράς ο Brad Pitt στην Καζαμπλάνκα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, κι αυτή η γειωτική διαπίστωση για τον Brad Pitt, είναι μάλλον η πιο ενδιαφέρουσα που μπορεί να κάνει κανείς σ’ αυτό το κατασκοπικό δράμα εποχής, που επιχειρεί να συνδυάσει το ανάλαφρο άγγιγμα του Robert Zemeckis, με τον γνωστό για την αλύγιστη σκληράδα των δικών του ταινιών και τηλεοπτικών σειρών Steven Knight. Όπως είναι λογικό, ο άνθρωπος που έγραψε ιστορία στην ποπ κουλτούρα με τη σειρά των Επιστροφή στο Μέλλον, και μάζεψε όλα τα βραβεία του κόσμου με τον Ναυαγό, δεν έχει κανένα σημείο επαφής με τον άνθρωπο πίσω απ’ το σκοτεινό, μεστό σασπένς του Locke, και την κοφτερή αψάδα του Peaky Blinders. Aποτέλεσμα αυτού του αταίριαστου παντρέματος είναι ένα ολέθριο κράμα παλιομοδίτικης σοβαροφάνειας που ασθμαίνει και ιδρώνει να πείσει ότι μπορεί να πουλήσει δράση, με βαριά και παραφορτωμένα ψηφιακά εφέ να γεμίζουν τις τρύπες που άφησαν στο budget οι αμοιβές των αστέρων του, οι οποίοι παρεμπιπτόντως είναι σα να κλήθηκαν να παίξουν το ανδρόγυνο με τη λιγότερη χημεία που έχει καταγραφεί ποτέ. Την κατάσταση δεν βοηθάει φυσικά το φορμουλαϊκό κι αργόστροφο σενάριο που μοιάζει να γράφτηκε για να γίνει βιβλίο στις εκδόσεις Μοντέρνοι Καιροί (τύπου Αγάπη μου Κολυμπάς με Καρχαρίες), με το νερουλό σασπένς και τα ακριβά κοστούμια να τραβάνε την ταινία πιο κοντά σε ιστορικά δράματα με ιδεασμούς μεγαλείου και μελό συναισθηματικούρες, παρά στην κατασκοπική περιπέτεια μυστηρίου που καμώνεται πως είναι.
Abattoir / Σφαγείο (1/5)
Θρίλερ μυστηρίου σε σκηνοθεσία του Darren Lynn Bousman και σενάριο του Christopher Monfette, με τους Jessica Lowndes, Joe Anderson και Dayton Callie, διάρκειας 98 λεπτών, σε διανομή Tanweer
Δαιμόνια ρεπόρτερ και καψούρης ντετέκτιβ μπλέκουν με μυστηριώδη τύπο που ξηλώνει (κυριολεκτικά) σκηνές εγκλημάτων, και τις χρησιμοποιεί για να φτιάξει ένα μυστικιστικό, μεφιστοφελικό σπίτι του τρόμου.
Βασισμένο σε κόμικ που μοιάζει βασισμένο σε βιντεογκέιμ που προσπαθεί να αναβιώσει τους κανόνες των κόμικς που βασίστηκαν στην pulp λογοτεχνία των 50s (κάπως σαν το Max Payne περασμένο πεντέξι φορές απ’ το φωτοτυπικό δηλαδή), το καινούριο σκηνοθετικό στοίχημα του σκηνοθέτη της τριλογίας του Saw έχει το ενδιαφέρον του στο βαθμό που προσπαθεί να εμπλουτίσει την αφηγηματική του φόρμα με εξωκινηματογραφικές αναφορές, και να τεντώσει τους κανόνες του genre εισάγοντας διάφορα αναχρονιστικά παιχνιδίσματα. Το σκηνοθετικό άγγιγμα του Darren Lynn Bousman, όμως, στερείται της απαλότητας που θα μπορούσε να αποδώσει με μια κάποια οργανικότητα το αναποφασιστικό υπερστιλιζάρισμα τύπου Sin City που αποφασίζει να εφαρμόσει, ενώ τσιμέντο στα πόδια της ήδη βαριάς ατμόσφαιρας που απλώνουν οι εγκληματικά ανεπαρκείς και άστοχα υπερβολικές ερμηνείες των κεντρικών του ηθοποιών, προσθέτει η πηχτή σοβαροφάνεια με την οποία προσπαθεί να πείσει για τη σοβαρότητα των περιστάσεων, το μετριότατο σενάριο του γραφιά της μετριότατης τηλεοπτικής μεταγραφής των 12 Monkeys, Christopher Monfette, ολοκληρώνοντας την αλλοπρόσαλλη προσέγγιση μιας ιστορίας που μοιάζει από μόνη της με σκηνή εγκλήματος.
Captain Fantastic (1/5)
Δραματική κομεντί με βραβείο σκηνοθεσίας στο τμήμα Un Certain Regard του Φεστιβάλ Καννών, σε σκηνοθεσία και σενάριο του Matt Ross, με τους Viggo Mortensen, George MacKay, Samantha Isler κ.ά., σε διανομή Odeon
Νεοχίπικη οικογένεια Ροβινσώνων, δομημένη βάσει αναγεννησιακών προτύπων και ουμανιστικών αρχών ειλικρίνειας κι αυτοδιάθεσης, χάνει τα πατήματά της όταν ο θάνατος της μητέρας αναγκάζει τους υπόλοιπους να αναμετρηθούν με την αδηφάγο καπιταλιστική κοινωνία.
Κλασική «ταινία ηθοποιού», με τον δραματικό της αντίκτυπο να βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στις ερμηνευτικές συμβολές του πολυπληθούς και καλοδιαλεγμένου cast της, το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Matt Ross (δευτερορολίστας σε ταινίες όπως τα American Psycho και The Aviator) μοιάζει σα να βγήκε απ’ τα υγρά όνειρα της αμερικανικής Αριστεράς –πράγμα το οποίο φαίνεται από μόνο του οξύμωρο, αφού και την ίδια την αμερικανική Αριστερά, πιο πιθανό είναι να τη βρεις σε ένα φαντασιακό σύμπαν σαν κι αυτό ετούτης της ταινίας, παρά στον πραγματικό κόσμο με τις συμβάσεις του οποίου έρχονται σ’ ευθεία σύγκρουση οι ήρωές της. Σαν την ταινία της φαντασίωσης μιας φαντασίωσης λοιπόν, ή σαν ένα φανταστικό γράμμα αγάπης προς τον Noam Chomsky και τους ρομαντικούς του θαυμαστές, το όνομα-και-πράγμα Captain Fantastic πετάει στο ποτάμι των άγριων αμερικανικών δασών κάθε έννοια οργανικότητας του σεναρίου, κατεβάζοντάς μας απ’ τους ουρανούς μια οικογένεια Ροβινσώνων Κρούσων, που αποτελείται από διανοητικά υπεραναπτυγμένα μικρομέγαλα πιτσιρίκια, με σωματότυπους και αντοχές ολυμπιονικών, κι ένα περήφανο πατέρα να τα προστατεύει απ’ τις κακοτοπιές ενός κόσμου αδηφάγα καταναλωτικού, μεγαλώνοντάς τα μέσα σε μια άγρια φύση όπου ακόμα κι η λάσπη έχει αρκετούς τρόπους, ώστε να μένει από μόνη της έξω απ’ το κωλοφτιαγμένο σχολικό λεωφορείο που έχουν για σπίτι, όταν οι θαμώνες του αποφασίζουν να πάνε για ύπνο, πλήρεις και χορτάτοι από μια βραδιά ανάγνωσης των αδερφών Καραμαζώφ γύρω απ’ τις φλόγες της αυτοσχέδιας φωτιάς τους.
Οι φαντασιώσεις έχουν τη γοητεία τους φυσικά, κι αυτήν την γοητεία φροντίζει να αυγατίσει ο Ross με τα καλογυαλισμένα πλάνα του (σχεδόν σα να ‘χουν βγει απ’ τα γυαλιστερά περιοδικά που ο κεντρικός του ήρωας θα είχε για προσάναμμα), και τις μετρημένες εμφανίσεις των χαρακτήρων του, που έχουν ατάκες μόνο όταν χρειάζεται να πετάξουν ρητορείες κι απλουστεύσεις –ιδιαίτερης μνείας χρίζουν οι γυναικείοι χαρακτήρες του, που μένουν πρακτικά διακοσμητικοί, παρεκτός αν χρειαστεί να αποδειχτούν ανίδεα υστερικοί, να κόψουν καμιά φλέβα, ή να πέσουν από καμιά ταράτσα για να συγκινήσουν την πλοκή να μετακινηθεί προς τα εμπρός. Στήνοντας ένα σύμπαν ολότελα ελκυστικό, που καμουφλάρει την αφέλειά του πίσω από αποπλανητικές απλουστεύσεις, ο Ross οδηγεί νευρικά και ανυπόμονα ως την κορύφωση και την ανατροπή του δράματός του, καταλήγοντας σ’ ένα εκβιαστικό φινάλε, που έχει για συμπέρασμα πιο γοητευτικό κι απ’ την υπόθεσή του, την αιθέρια (κι αιθεροβατούσα) πρόταση ότι μπορείς να είσαι αντικομφορμιστής, ακόμη και καταμεσής της μολυσμένης κοινωνίας. Πράγμα ιδιαίτερα προβληματικό να το πιστέψεις από μόνο του, πολλώ δε μάλλον όταν έρχεται από μια ταινία που παλεύει για την ανατροπή, με όπλο της την ιδεολογική θολούρα και γι’ αντιπερισπασμό την feelgood αμερικανιά.
Επίσης στις αίθουσες:
Μήδεια… Κρείσσων των Εμών Βουλευμάτων
Στοιχειωμένος απ’ την επί σειρά ετών προσπάθειά του να αποκρυπτογραφήσει τον χαρακτήρα της Μήδειας, ο σκηνοθέτης Νίκος Γραμματικός με τη βοήθεια του σταθερού του συνεργάτη Βαγγέλη Μουρίκη, καταγράφουν τους δαίμονες που βγαίνουν απ’ την τραγωδία του Ευριπίδη για να κυνηγήσουν και τους ίδιους. Ντοκιμαντέρ με δραματοποιημένα στοιχεία, σε σκηνοθεσία του Νίκου Γραμματικού και σενάριου του ιδίου και των Βαγγέλη Μουρίκη και Νίκου Παναγιωτόπουλου, με τους Βαγγέλη Μουρίκη, Αντώνη Αντωνίου, Μηνά Χατζησάββα κ.ά., διάρκειας 93 λεπτών, σε διανομή Filmcenter / Τριανόν.
Babai / Ο Μπαμπάς μου
Λίγα χρόνια μετά την πτώση του Τείχους, και προκειμένου να μην πεθάνουν απ’ την πείνα στους δρόμους του Κοσόβου, πατέρας εγκαταλείπει το γιο του στην πρόνοια και φεύγει για τη Δύση, όμως ο πιτσιρικάς, νιώθοντας προδομένος και αδικημένος, τον παίρνει στο κατόπι. Κοινωνικό δράμα βραβευμένο για τη σκηνοθεσία του στο Karlovy Vary, σε σκηνοθεσία και σενάριο του Visar Morina, με τους Val Maloku, Astrit Kabashi και Adriana Matoshi, διάρκειας 104 λεπτών, σε διανομή Weird Wave.
Dancer / Ο Χορευτής
Ο Sergei Polunin, εμβληματική φιγούρα του σύγχρονου μπαλέτου, γεμίζει την οθόνη με την πληθωρική περσόνα του, αμφισβητώντας τον εαυτό του, το ταλέντο του και την προσείλωσή του, ακριβώς τη στιγμή που πρόκειται να επιβεβαιώσει την πρωτοκαθεδρία του και να μετατραπεί σε ζωντανό θρύλο. Ντοκιμαντέρ σε σκηνοθεσία του Steven Cantor, με τον Sergei Polunin, διάρκειας 85 λεπτών, σε διανομή Filmtrade.
Ozzy / Τρεχάτε Ποδαράκια μου
Το μικρό φιλικό beagle του τίτλου μπλέκει σε μεγάλη περιπέτεια όταν οι ιδιοκτήτες του το αφήνουν σε ξενοδοχείο σκύλων που τελικά αποδεικνύεται φυλακή γεμάτη κινδύνους αλλά κι απροσδόκητους φίλους. Παιδική animated περιπέτεια σε σκηνοθεσία των Alberto Rodriguez και Nacho La Casa και σενάριο του Juan Ramón Ruiz de Somavía, διάρκειας 90 λεπτών, σε διανομή Tanweer.