Αντιμετωπίζοντας του υγεία του σαν άλλο φλίπερ, ένας διαφημιστής που κέρδισε μια έξτρα μπάλα και κατάφερε να σκοράρει ενάντια στον καρκίνο αποφάσισε να αφήσει για λίγο τη δύναμη της εικόνας και να καταπιαστεί με αυτή των λέξεων, χρησιμοποιώντας τις με κυνισμό και μαύρο χιούμορ . Μέσα από 28 ιστορίες ο Γιάννης Βαλτής περιγράφει στο “Extra Ball” πως η προσπάθεια για την εργασιακή ανέλιξη γκρεμίζεται από ένα σχεδόν τυχαίο τσεκ απ, πως μπορεί η χορήγηση γαστρογραφίνης πριν από μια αξονική τομογραφία να σου αλλάξει τις πεποιθήσεις που μέχρι πριν από λίγο καθόριζαν τη ζωή σου.
Ο άνθρωπος που έγινε γνωστός και εκτός του κύκλου των διαφημιστικών μέσω της διαδικτυακής καμπάνιας «Μακάρι Μπουτάρη» για την υποστήριξη της υποψηφιότητας του Δημάρχου Θεσσαλονίκης έγραψε τις περισσότερες από τις ιστορίες που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ποταμός αρκετό καιρό αφού τις είχε ζήσει. Πολλές από αυτές σχετίζονται με τα νοσοκομεία στα οποία ξαφνικά αναγκάστηκε να βρεθεί εξαιτίας του καρκίνου και των θεραπειών που αυτός απαιτούσε. «Εκεί ρουφούσα εικόνες, από την συναναστροφή με τους πάσχοντες και τους γιατρούς, η εμπειρία ήταν πολύ έντονη και δεν μπορούσα να την επεξεργαστώ παράλληλα με αυτό που μου συνέβαινε. Κανένα χρόνο μετά, αφού βγήκα απ’ αυτό το παιχνίδι και ήμουν πλέον μόνος μου στη Bουρβουρού της Xαλκιδικής -όταν άρχισαν δηλαδή τα πράγματα να μπαίνουν σε μια τάξη- άρχισα να γράφω».
Αν το αρχικό του κείμενο ήταν τέσσερις σελίδες, το τελικό, αυτό που φτάνει στα χέρια μας είναι μιάμιση. Όπως εξηγεί ο Γιάννης Βαλτής σε κάθε «χτένισμα» των ιστοριών του έκοβε λέξεις ώσπου «να το στεγνώσω από συναισθηματικούς χρωματισμούς, από τον υπερβολικό πόνο και την λύπη. Όταν βρίσκεσαι σε συναισθηματική φόρτιση τείνεις προς αφορισμούς, σαν να κάνεις την πρώτη σου ταινία και να θες να τα πεις όλα μεμιάς. Όσον αφορά τη δική μου ασθένεια οι περισσότερες στιγμές που βίωσα καταγράφονται στο βιβλίο, εκτός από ένα διάστημα τριών μηνών. Ενώ μου μένουν δυο μέρες για να φύγω από την Θεσσαλονίκη και να πάω Βερολίνο, εντελώς τυχαία πέφτω πάνω σε μια φίλη που είναι διευθύντρια σε ιδιωτική κλινική. Εκείνη με ψήνει να πάω να κάνω τσεκ απ παρότι δεν είχα καμία ενόχληση. Τελικά μου έβγαλαν πως η καρδιά μου δεν δουλεύει κι ότι έχω καρκίνο στον πνεύμονα. Τους πρώτους μήνες λοιπόν αφότου έμαθα τι συμβαίνει στην υγεία μου όχι απλώς δεν μπορώ να τους καταγράψω, είναι ακόμη θολοί. Θυμάμαι μόνο πως οι πρώτες μου σκέψεις ήταν τρομακτικές».
Σπούδασε φωτογραφία στην Κολωνία και εργάστηκε για χρόνια ως φωτογράφος, σκηνοθέτης και παραγωγός στη διαφήμιση. Στο τελευταίο του εγχείρημα που είναι τυπωμένο σε χαρτί, εξιστορεί προσωπικές του σκέψεις και στιγμές που πυροδοτήθηκαν από μια ασθένεια που ταλαιπωρεί πολλούς. Στόχευε ωστόσο εξ αρχής να δώσει, με τον τρόπο του, κουράγιο; «Ένα χαρακτηριστικό που δεν μου αποδίδω ποτέ είναι ο αλτρουισμός, γι’ αυτό και δεν ξεκίνησα να γράψω ένα βιβλίο με τη σκέψη πως θα βοηθήσει ανθρώπους που βιώνουν την ίδια κατάσταση. Όμως, όταν άρχισε να παίρνει μορφή το βιβλίο αισθάνθηκα πως αυτό που πρόκειται να πω θέλω να κάνει και καλό, ίσως υποσυνείδητα ευχόμουν να βοηθήσει αφού είχα στο μυαλό μου δυο φίλες μου που είχαν καρκίνο του μαστού. Οι ίδιες μάλιστα μου έστειλαν ηλεκτρονικά κριτική, μου έγραφαν πως τους δίνω δύναμη. Αν συμβαίνει αυτό πετάω απ’ τη χαρά μου, ειδικά μετά από τόσα χρόνια στη διαφήμιση κατάλαβα πως έχω την ανάγκη να κάνω κάτι διαφορετικό. Αν μου στείλει ποτέ κάποιος και μου πει “το βιβλίο σας με βοήθησε να την παλέψω” θα αισθανθώ σπουδαίος».
Παρότι από τις περιγραφές του δεν απουσιάζει το χιούμορ, το απόσπασμα στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του φαίνεται πως προδιαθέτει κάποιους για το ότι έχουν να κάνουν με ένα πλήρως απαισιόδοξο ανάγνωσμα. «Στο facebook παρατήρησα πως κάποιοι χρησιμοποιούσαν την περιγραφή από το οπισθόφυλλο του βιβλίου γράφοντας πως θα το διαβάσουν ενώ κάποιοι άφηναν σχόλια, όπως “τι να το κάνω, κι άλλη μαυρίλα;”. Αυτό που ήθελα να πω με αυτές τις σειρές είναι πως ξεκινάς ανέμελος και καταλήγεις με καρκίνο, εκεί που δεν έχεις καταλάβει πως τον προξένησες. Το “ματαίως” που χρησιμοποιώ δεν αφορά την ματαιότητα της ζωής, έχει να κάνει με την ματαιότητα των επιλογών μου, όλο αυτόν τον αγώνα να γίνουμε σπουδαίοι, να βγάλουμε λεφτά να πετύχουμε μέχρι να πέσουν όλα σαν ντόμινο, αυτό νομίζω το “ματαίως” σε όλους τους ανθρώπους κάτι λέει».
Μετά από μια χρόνια μάχη με τον καρκίνο, ποια είναι σήμερα η σχέση του με τους γιατρούς; «Ο πατέρας μου ήταν καθηγητής παθολογίας, μεγάλωσα μέσα σ αυτούς, σαν να είμαι ακούσια κομμάτι της ιατρικής. Μέχρι σήμερα η σχέση μου με τους γιατρούς είναι άριστη επειδή δεν τους αντιμετωπίζω σαν ένα θείο πράγμα που θα με σώσει ή όχι, ξέρω πως είναι άνθρωποι, πως μπορεί να κάνουν λάθη, πως εμπλέκονται συναισθηματικά σε πολλές περιπτώσεις, αυτά τα ξέρω από το σπίτι μου. Σίγουρα με μαλώνουν επειδή δεν τα κάνω όλα όπως θέλουν, διατηρώ όμως μια χαλαρή και καλή σχέση με τον κλάδο».
Θυμάται να ξυπνάει στο νοσοκομείο. Στην ευθεία είδε πρώτα τη μητέρα του, αριστερά και δεξιά καθόντουσαν οι αδερφές του. «Δεν ξέρω πως να συμβουλεύσω κάποιον που ένα αγαπημένο του πρόσωπο πάσχει, αν πρέπει αν του πω να φύγει και να μην τον ξαναδεί ή να του ορμήξει και να είναι πάνω από το κεφάλι του. Μετά από την πρώτη νάρκωση που μου έκαναν για το πρόβλημα που είχα στην καρδιά είδα απέναντι από τα πόδια τη μάνα μου. Με το που την βλέπω και μαζί με εκείνη τον αντικατοπτρισμό του θανάτου πάνω της δεν την ήθελα, όχι μόνο να την βλέπω ούτε να μυρίζω την παρουσία της εκεί, πολλές φορές δεν θέλεις να βλέπεις τον πόνο σου πάνω στους δικούς σου κι υπό αυτή την έννοια δεν μπορώ να δώσω συμβουλή. Αν μπορώ να πω κάτι είναι πως πρέπει να δείξουν κατανόηση και υπομονή, όχι υπερβολική ενασχόληση και φροντίδα. κατανόηση για το ότι ο άλλος είναι δύσκολα και μπορεί να γίνεται άδικος».
Το βιβλίο του Γιάννη Βαλτή “Extra Ball” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποταμός.