«Μιλάμε για μπατίρηδες μικροεκδότες που πάλευαν με χαρτζιλίκια να βγάλουν ένα έντυπο και να το κάνουν όσο πιο αξιοπρεπές μπορούσαν». Αυτές τις πηγαία επιλεγμένες λέξεις χρησιμοποίησε ο Παναγιώτης Μπάρλας, κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, για να περιγράψει όλους τους εκδότες fanzines, ελληνιστί «φανζινάδες», και έχοντας υπάρξει κι εγώ τέτοιος, για ένα φεγγάρι πριν από δεκαπέντε χρόνια, το προσυπογράφω. Περί αυτού πρόκειται.
Ο καθένας από όσους έχουν εκδώσει κάποια στιγμή ένα τέτοιο έντυπο, γραμμένο από τους ίδιους, άντε και μερικούς φίλους τους, που φύσει και θέσει απευθύνεται σε αυτούς, άντε και μερικούς γνωστούς ακόμη, λιγότερους ή περισσότερους, σε κάθε περίπτωση όμως λίγους, σε σχέση με το «μεγάλο κοινό» (ένας υπέροχος, μάταιος αυτισμός), έχει να διηγηθεί τουλάχιστον μία ιστορία «ηρωικής» ή έστω γραφικής αφραγκιάς, προκειμένου να εξασφαλιστεί η έκδοση κάποιου επόμενου τεύχους – η δική μου και του Mirrorball για παράδειγμα περιλαμβάνει απλήρωτους λογαριασμούς, με τα πολλά κομμένη για λίγο παροχή ρεύματος και «μπαμπά, μπορείς να μου στείλεις μερικά λεφτά γιατί πρέπει να αγοράσω βιβλία για τη σχολή; Ναι, πάλι. Αλήθεια».
Το Fractal Press είναι το μόνο ελληνικό fanzine, μουσικό εν προκειμένω, που κάποια στιγμή, στις αρχές του millenium, έδειξε ότι θα μπορούσε να πετύχει τη – δαιμονοποιημένη από τους περισσότερους «μπατίρηδες μικροεκδότες» – crossover επιτυχία, και να εξελιχθεί σε ένα περιοδικό που αφορά τον πολύ κόσμο. Επιβεβαιώνοντας όμως την νομοτελειακή εσωστρέφεια, την προδικασμένη και ιστορικά πολλάκις αποδεδειγμένη «αδυναμία» των fanzines να περάσουν στο επόμενο level (μαγκιά τους), το – για τους φίλους σκέτο – Fractal δεν τα κατάφερε. Αυτό βέβαια δεν έχει εμποδίσει τον Παναγιώτη Μπάρλα να συνεχίσει να βγάζει το fanzine του μέχρι και σήμερα, συμπληρώνοντας αισίως, έστω και με κάποια μεγάλα διαλείμματα, 21 χρόνια… εκδοτικής φαγούρας (sic). «Αν ήταν Αμερικανός teenager, τώρα θα μπορούσε να πιει νόμιμα» του είπα και γέλασε σαν να είχα ξεστομίσει το πιο αστείο πράγμα στον κόσμο.
Πότε ξεκίνησε λοιπόν η μεγάλη «φανζινική» περιπέτεια; Στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Πήγαινα στο ίδιο γυμνάσιο με τον Θανάση Μήνα, με τον οποίο ήμασταν συμμαθητές από παιδάκια, και αποφασίσαμε να βγάλουμε το Veluria’s Home. Ο τίτλος ήταν προφανώς εμπνευσμένος από το «Velouria» των Pixies. Το βγάλαμε λοιπόν με τον Δημήτρη Κατσουλάκο. Που αργότερα έβγαλε μόνος του το The Thing. Εγώ με τον Θανάση κάναμε το Roller Coaster. Πιο μετά, θυμάμαι ένα καλοκαίρι πίναμε μπύρες με τον Βασίλη Παυλίδη που έβγαζε τον Γολγοθά. Κανείς μας δεν είχε λεφτά, οπότε έπεσε η ιδέα να τυπώσουμε μαζί. Και κάπως έτσι βγήκε ένα περιοδικό ή έστω fanzine με δύο λογότυπα: Γολγοθάς και Roller coaster. Πρέπει να ήταν Ιούλιος του 1993. Στο εξώφυλλο βάλαμε τους Honeydive. Μόλις είχε βγει το εφτάιντσο Kick Inside και είχαμε παρανοήσει όλοι. Αυτή η έκδοση, λοιπόν, πήγε για να φανζινικά δεδομένα απίστευτα καλά, οπότε είπαμε «δεν το βάζουμε μπροστά, να συνεχίσουμε μαζί;». Τότε είχαμε φάει κιόλας ένα κόλλημα με τον Stephen Hawking, οπότε έτσι προέκυψε το όνομα «Fractal Press». Στο εξώφυλλο του πρώτου τεύχους βάλαμε τον Cobain, σε μια πειραγμένη φωτογραφία, όπου η μορφή του μπλέκεται με ένα fractal.
Πόσα αντίτυπα τυπώνατε στην προ-Fractal εποχή; To πρώτο Veluria’s που αν θυμάμαι καλά είχε και συνέντευξεις με Αγγελάκα, Γιάννη Πετρίδη, Purple Overdose και Last Drive, νομίζω το βγάλαμε 50 φωτοτυπίες. Ήταν 30-40 σελίδες Α4, με ένα σομόν εξώφυλλο, που τις διπλώναμε, και βάζαμε συρραπτικό, ξέρεις, τα γνωστά. Και όπως τα παίρναμε τα αφήναμε στο Solaris (σ.σ. «ναός» των κομιξάδων) και δυο τρία άλλα μαγαζιά εκεί στα Εξάρχεια και στα πέριξ. Όταν τελείωναν, παίρναμε τα λεφτά και ξαναβγάζαμε φωτοτυπίες. Στο τρίτο Veluria’s πήγαμε τυπογραφείο και τυπώσαμε απευθείας 500 κομμάτια. Το Roller Coaster πήγε κατευθείαν στα 1000. Ήταν μια εποχή που όλο αυτό το πράγμα ανέβαινε ραγδαία για τα ελληνικά δεδομένα. Σκέψου ότι πάνω κάτω βγήκε το Merlin’s Music Box που έκανε πάταγο, ήταν σαν ένα κανονικό περιοδικό. Και το Στις Σκιές του Β-23 ήταν επίσης πολύ σοβαρή έκδοση. Όπως και το Rollin Under.
Ποιά ήταν η αντίληψη περί fanzines εκείνη την εποχή στην Αθήνα; Τι έλεγε τότε ο κόσμος για όλες αυτές τις εκδόσεις; H αντίληψη για τα fanzines ήταν αυτή που υπήρχε πάντα και παντού για τα fanzines. Ότι πρόκειται για κάτι που απευθύνεται σε ένα μικρόκοσμο, κάτι που είναι όντως underground. Κάτι που μεταδίδεται χέρι με χέρι, μέσα σε συγκεκριμένους κύκλους. Τότε το πιο γνωστό ήταν μάλλον το Rollin Under. Υπήρχε ήδη και η Ανοιχτή Πόλη που δεν ήταν μουσικό fanzine, αλλά ήταν ένα σημαντικό έντυπο του «χώρου». Τότε ο αντιεξουσιαστικός χώρος, με τον «πρώην indie» χώρο, γειτνίαζε. Ή μάλλον υπήρχε σοβαρή όσμωση, γίνονταν πολλές κοινές προσπάθειες. Κάπως έτσι προέκυψε άλλωστε το Indie Free Festival. Έτσι ήταν τότε. Πήγαινες στις πορείες, πήγαινες και στις συναυλίες. Πάντως τα fanzines ήταν πάντα κάτι πολύ περιθωριοποιημένο. Μέχρι τα 90s, τουλάχιστον, που έγινε ένα μπραφ και νομίζω ότι άρχισαν αυτές οι εκδόσεις να επηρεάζουν λίγο και τον mainstream Τύπο. Μέχρι τότε ήταν κάτι πολύ συγκεκριμένο, ήξερες όλους τους αναγνώστες σου, που λέει ο λόγος. Όσα έγραφες έμοιαζαν με ανοιχτή επιστολή σε κόσμο που γνώριζες.
Το Fractal πάντως σχεδόν από την αρχή έδειξε ότι θα έκανε κάτι παραπάνω. Ότι θα απευθυνόταν αν όχι σε πολύ, τουλάχιστον σε αισθητά μεγαλύτερο κοινό από το παραδοσιακό των fanzines. Δεν είναι ότι πρωτοστατήσαμε κιόλας σε καμία μεγάλη αλλαγή ρεύματος. Ήταν μία καλή προσπάθεια, αντικειμενικά. Το πιο σημαντικό είναι όμως ότι όλα τα fanzines συνυπήρχαν. Δεν υπήρχε η αίσθηση του ανταγωνισμού. Εντάξει, έπαιζαν κοντρίτσες και χαζοεγωϊσμοί, αλλά πάνω απ’ όλα υπήρχε μία διάθεση κοινότητας, η πρόθεση του συμμετέχειν. Όχι μόνο ανήκουμε δηλαδή σε κάτι, αλλά συμμετέχουμε σε αυτό, χωρίς υστεροβουλία. Ας πούμε, εγώ γούσταρα που θα μίλαγα στους Ramones, δεν με ένοιαζε αν θα πάρω πρόσκληση για το επερχόμενο live τους. Η ασθένεια των fanzines τόσο στην Ελλάδα όσο και παγκοσμίως, προέκυψε όταν άρχισε να αραιώνει η περιεκτικότητα σε πολιτική πραγμάτωση, τότε άρχισε να ξενερώνει και το πράγμα, να πηγαίνει προς αυτό που ο κόσμος αποκαλεί lifestyle. Δεν το μηδενίζω συλλήβδην. Είναι όμως άλλο πράγμα. Θυμάμαι μεγάλα περιοδικά μας έκαναν θέμα. Μας προσέγγιζαν όμως με έναν τουριστικό τρόπο, του στιλ «α, αυτοί είναι οι παράξενοι». Κάποια στιγμή, αυτοί οι παράξενοι άρχισαν να μπαίνουν σε άλλες ατραπούς. Και αφομοιώθηκαν και επηρέασαν τα πράγματα, όμως τα επηρέασαν πολύ λιγότερο σε σχέση με την αφομοίωση που υπέστησαν. Τέλος πάντων, δεν μεγάλωσαν ποτέ πάρα πολύ τα ίδια τα fanzines. Όταν πήγαινε να συμβεί αυτό, έκλειναν. Και κάποιοι από τους ανθρώπους που συμμετείχαν σε αυτά, μπήκαν στην χ, ψ μεγαλοεφημερίδα, κάποιοι άλλοι μπήκαν στη τηλεόραση. Τι «φανζινικό» να κουβαλήσεις εκεί που μπαίνεις στο μεγάλο πλυντήριο; Και στην Αμερική συνέβη αυτό, το mainstream ρουφούσε το underground. Απλά εκεί αυτοί που το απορροφούσαν καταλάβαιναν και τι απορροφούσαν. Εδώ έγινε σε επίπεδο τουριστικό. Τέλος πάντων, αν για κάτι ξεχώρισε το Fractal, ήταν εξαιτίας της εμμονής μας με το βινύλιο. Στέλναμε τεύχη σε εταιρίες και μουσικούς έξω και παίρναμε αποθεωτικά γράμματα. Κανείς δεν πίστευε ότι βγαίνει σταθερά κάποιο περιοδικό με βινύλιο στην Ελλάδα. Θυμάμαι, ας πούμε, ότι ο Jack Endino, ο πρώτος παραγωγός των Nirvana μας είχε στείλει ένα γράμμα τεσσάρων-πέντε σελίδων. Α ναι, τότε πολλές συνεντεύξεις γίνονταν χειρόγραφα, έστελνες γράμματα και περίμενες ένα δίμηνο μέχρι να σου φέρει την απάντηση ο ταχυδρόμος.
Η διαδικασία παραγωγής ενός τεύχους σήμερα, όποτε τέλος πάντων μπορείς και το βγάζεις, πόσο έχει αλλάξει σε σχέση με τότε; Το μόνο που έχει αλλάξει είναι ότι έχουμε πιο γρήγορους υπολογιστές. Εγώ έγινα γραφίστας λόγω του Fractal, από ανάγκη, για να βγαίνει το fanzine μου. Το πιο ωραίο πράγμα που έχω σχεδιάσει και κοκκορεύομαι λίγο γι’ αυτό είναι τα κουτιά των 7ιντσων. Ψήθηκα λοιπόν και έκατσα δίπλα στον τύπο που μου το έστηνε. Το Fractal εκτός από εμένα το έχουν στήσει δύο άνθρωποι: ο Γιώργος, ο μπασίστας των Γκούλαγκ, και ο Βασίλης Τζάνογλος, ο εκδότης του Merlin’s Music Box. Από τον Βασίλη έμαθα τη δουλειά. Μετά πήγα σε μια σχολή και δούλεψα επαγγελματικά πάνω από 15 χρόνια. Αλλά δεν έχει αλλάξει πολύ η διαδικασία παραγωγής. Οι ταχύτητες έχουν αλλάξει. Ο τρόπος είναι ο ίδιος. Ψάχνεις να βρεις τη μπάντα, παίρνεις συνέντευξη, βρίσκεις τις φωτογραφίες, πας στο τυπογραφείο, τυπώνεις.
Παλιά η δισκοθήκη εξέπεμπε ένα δέος. Δεν έχει να κάνει με το πόσα φράγκα έσκασε κάποιος για να αποκτήσει τους δίσκους, αλλά με το πόσα άλλα πράγματα στερήθηκε για να τους αποκτήσει.
Underground, ξε-underground, θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι το Fractal ένα φεγγάρι έδειχνε ικανό να ανταγωνιστεί στα ίσια το Ποπ & Ροκ. Αλήθεια είναι αυτό. Πίστεψε με όμως, πιο πολύ φταίει η πτώση του Ποπ & Ροκ παρά η άνοδος του Fractal. Έγιναν τραγικά λάθη, σε αυτό το περιοδικό. Προσωπικά το πολέμησα πολύ, με τη λογική του αναγνώστη που το αγαπάει, όχι του τύπου «κλείσε ρε μπουρδέλο», αλλά στη λογική ότι είναι κρίμα να βάζετε τον Τζιοβάνι εξώφυλλο στο Ποπ & Ροκ! Ή εντάξει, βάλ’ τον όπως είπες ότι ήθελες ρε φίλε, με μπλούζα Sepultura, να σε παραδεχτώ τότε. Τι τον βάζεις να κάθεται σαν τους αδερφούς Κατσάμπα; Που είναι το ποπ και που το ροκ σε αυτό το εξώφυλλο; Χάθηκε όλη η σημειολογία του πράγματος. Σοβαρή προσπάθεια έγινε μόνο υπό Πετρίδη, ασυζητητί, σε όλα τα επίπεδα. Κανένας άλλος άνθρωπος δεν ασχολήθηκε με τη μπίζνα της μουσικής βιομηχανίας σοβαρά, και με το σεβασμό που πρέπει στο αντικείμενο. Μας έβαλε σε ένα τριπ ότι έτσι γίνεται αυτό το πράγμα, και αν δεν είχε βάλει αυτός τη νόρμα, δε θα μπορούσαμε να έρθουμε εμείς σαν φανζινάδες για να την αμφισβητήσουμε. Έχει μια σημασία αυτό, γιατί μιλάμε για την Ελλάδα. Δεν έχουμε την Αγγλοσαξωνική κουλτούρα, την ποπ παιδεία, και όλα αυτά. Ο καθένας τα κατακτούσε από μόνος του, ξοδεύοντας «εργατοώρες». Όταν εγώ και ο Μήνας δεν βλέπαμε την ώρα να σχολάσουμε για να πάμε να αγοράσουμε το Lifes Rich Peagant των R.E.M., ήμασταν δακτυλοδεικτούμενοι. Κυριολεκτώ, ήμασταν τα βλαμμένα του σχολείου. Δεν έχω μετανιώσει όμως ποτέ που υπήρξα βλαμμένο από αυτή την άποψη.
Πόσα ήταν τα περισσότερα αντίτυπα που πούλησε το Fractal; Θυμάμαι να ακούγονται κάτι «τρελά» νούμερα, ειδικά στα πηγαδάκια των φανζινάδων γύρω στο 2000… To Fractal πούλησε 5.500 χιλιάδες αντίτυπα στη κορυφή του με πολύ εμπορικά singles. Το «Καινούργιος τόπος/Κάτω απ’το ηφαίστειο» των Διάφανων Κρίνων που συνόδευε το διπλό τεύχος Νο 126-127 (Χειμώνας-Άνοιξη 2001), με εξώφυλλο Godspeed You! Black Emperor. Των Calexico, με τα τραγούδια «El Morro», «Glowing Heart Of The World» και «Lacquer» που βγήκε με το τεύχος που κυκλοφόρησε στο Rockwave του 1999, με εξώφυλλο Massive Attack και το «Riverside Song» των Earthbound. Για τα Κρίνα ήμασταν προετοιμασμένοι, ξέραμε ότι έχουν ένα πιστό και μεγάλο κοινό. Με τους Earthbound έγινε το εξής: ο τότε διευθυντής του Rock FM, ο Φίλιππος Πετρίδης, το λάτρεψε αυτό το τραγούδι και το έσκισε στο παίξιμο. Ο κόσμος είχε πάθει αμόκ, έψαχνε να το βρει κι εμείς ακόμη ετοιμάζαμε το τεύχος. Ώσπου κυκλοφόρησε και έγινε χαμός. Χιλιάδες εφτάιντσα σε λίγες εβδομάδες. Αλλά ξαναλέω, ήταν τελείως διαφορετική εποχή. Υπήρχαν κάποιες χιλιάδες αναγνωστών, που παράτησαν το Ποπ & Ροκ. Οι περισσότεροι δεν ασχολήθηκαν ξανά με τον μουσικό Τύπο. Κάποιοι όμως ήρθαν και έσμίξαν στους 2000-3000 δικούς μας, τους οποίους είχαμε «χτίσει» μετά από μια δεκαετία. Υπήρχε μια μαγιά γερή και ήρθε και προστέθηκε μια κρίσιμη μάζα, η οποία μας έδωσε μια σοβαρή οικονομική ώθηση.
Ειδικά με τους Calexico, ουσιαστικά προετοιμάσατε το έδαφος για ένα καραμπινάτο crossover εδώ στην Ελλάδα. Η σχέση μου με τη μπάντα χρονολογείται από τα μέσα των 90s. Πολύ πριν ακουστούν ευρέως και κάνουν τη δίκαιη επιτυχία τους στη χώρα μας. Θυμάμαι αρκετά αργότερα, ένα μεσημέρι σε μια κρασοκατάνυξη σε σπίτι επιφανούς μέλους του εγχώριου underground στα Εξάρχεια, εντελώς μερακλωμένοι πήραμε τηλέφωνο τον Joey Burns και παραλίγο να κλείσουμε το πρώτο τους live στην Ελλάδα. Τελικά, όταν μάθαμε ότι είχαν βολιδοσκοπηθεί από Έλληνες διοργανωτές, προτιμήσαμε να μην εμπλακούμε. Στη συνέχεια, βέβαια, το Fractal διοργάνωσε το ιστορικό ακουστικό σετ των Calexico στη Βαλτετσίου. Όταν, πάντως, έπαιξαν πρώτη φορά στην Ελλάδα, άνοιξαν τη άνοιξαν τη συναυλία τους με το «Glowing Heart Of Of The World» Είναι πολύ εντάξει τύποι οι Calexico, όπως οι περισσότεροι μουσικοί που ξέρω, και τους θυμάμαι πολύ συγκινημένους σε ένα πάρτυ που κάναμε προς τιμή τους στο Corto Maltese, όταν είδαν για πρώτη φορά σε μια υποτυπώδη έκθεση, παραταγμένα όλα τα βινύλια που έχουν κυκλοφορήσει. O John Convertino είχε πάθει πλάκα βλέποντας ότι είχαμε κάποια που του έλειπαν!