Στα περίχωρα της Κύμης η φύση είναι απαλή και τρυφηλή. Η στεριά είναι τόσο γλυκιά και γόνιμη, η θάλασσα πολύ ανοιχτή, χωρίς βαθιές αγκάλες και η Ανατολή απέναντι κοντεύει κι αλαργεύει σαν μετέωρη υπόσχεση. Πολύ κοντά στη θάλασσα, σχεδόν κάθετα, τα υψώματα με τους οικισμούς. Από την Παραλία ανεβαίνεις στην Κύμη, από το Στόμιο στον Οξύλιθο, από τη Μουρτερή στην Οχτωνιά. Νομίζεις πως θέλεις τελεφερίκ για να πας ψηλά, αν όμως ξεκινήσεις, είναι τόσο χαριτωμένος ο δρόμος, τόσο θρεμμένες οι βατομουριές, οι αγράμπελες, τ’ αμπέλια, οι ελιές, τα περιβόλια, οι συκιές, τα πλατάνια, οι μουριές, οι λεύκες, οι μυρτιές, τόσο υποστηρικτική η θέα της θάλασσας από παντού, που παίρνει άνωση το κορμί σου και φτάνεις ψηλά σαν αέρας. Εκεί έζησε ο Κωστής Παπαγιώργης τα παιδικά του χρόνια, δασκαλοπαίδι, κι έμαθε να περπατάει. Γι’ αυτό είχε την περπατησιά του αέρα, ανάλαφρος σαν φτερό. Έτσι αλώνιζε και τα τελευταία χρόνια την Αθήνα κάθε μέρα περνώντας σαν αστραπή Μουσείο, Αιόλου, Πλάκα, Καλλιμάρμαρο, Μαβίλη, Αμπελόκηποι, Στρέφη.
1970. Η Κλεομένους τρέχει σύρριζα στο βράχο του Λυκαβηττού. Σα δρόμος, κάτι στο μήκος της κάτι στο φάρδος της, μοιάζει από κείνους που σε στέλνουν καρφί στην αμαρτία. Σ’ ένα ψηλοτάβανο και βαρύ σπίτι του 1930, στο πλάι του, ανοίγαμε τη σιδερένια καγκελόπορτα της αυλής και μια στενή σκάλα μας έβγαζε στην πίσω αυλή. Λίγος κήπος, μια αμυγδαλιά και στο πίσω μέρος δυο υπερυψωμένα παράσπιτα με ένα ταρατσάκι στη μέση. Εκεί είχε εγκαταστήσει το στρατηγείο του στην Αθήνα ο Κ. Π., ενώ τα κεντρικά ήταν στο πατρικό του Χαλανδρίου.
Οι νύχτες του καλοκαιριού ήταν μακριές σ’ αυτό το ταρατσάκι. Από τη μια ήταν το κατάλευκο δωμάτιο με τα μπλε παραθυρόφυλλα, ένα στρώμα, ένα τραπέζι, λίγες φωτογραφίες κολλημένες στους τοίχους, από την άλλη το πλυσταριό. Τα κορίτσια λίγα και τ’ αγόρια πολλά. Δεν τρώγαμε, δεν πίναμε, δεν ακούγαμε μουσική, μιλάγαμε μόνο και κάποιοι κάπνιζαν πολύ. Όχι σε καρέκλες, μισοξαπλωμένοι όλοι σε ψάθες και κουρελούδες. Από πάνω λαμπύριζαν τ’ άστρα και, όταν χάραζε, ένας δυο έφευγαν κι οι άλλοι μισοκοιμούνταν ενώ ο Κωστής, με τον άλλο Κώστα, το δογματικό, συνέχιζαν. Ο Χέγκελ, η φαινομενολογία, ο μαρξισμός, το γέλιο, ο Blanchot, ο Sollers, ο Καστοριάδης, ο Bataille, οι Καραμάζοφ. Ο Derrida ακόμα ευτυχώς δεν είχε σκάσει μύτη. Άλλοι είχαν γνώσεις, άλλοι τίναζαν την μπάνκα στον αέρα με μια αιφνίδια λάμψη κι άλλοι περίμεναν ύπουλα να ρεφάρουν τοποθετώντας τη συζήτηση σε λογικά πλαίσια. Ο μεταξωτός αέρας της Αττικής μας τύλιγε όταν γυρίζαμε σαν νυχτοπούλια στις νεανικές μας κάμαρες, στα πατρικά μας, με το ζεστό νερό, τα φαγητά, τα κρεβατάκια, ίσα να πάρει κανείς λίγη δύναμη για να ξαναβγεί το άλλο βράδυ. Πώς να σπουδάσεις, πώς να κάνεις καριέρα σε μια πόλη χωρίς βροχή, χωρίς ομίχλη, χωρίς δημοκρατία;
Ρώτησα να μου πει η κολλητή μου τότε (και πολύ πριν από τότε) Αλεξάνδρα Παντελάκη: «Ήτανε ένα παιδί με πυκνά σγουρά μαλλιά, τεράστια γυαλιά κι ένα αμφίσημο χαμόγελο μονίμως καρφωμένο στο πρόσωπό του. Ο Κ. Π. είχε ακυρώσει τις νόρμες του καπιταλισμού και διατεινόταν ότι μπορούσε να ζει με 100 δραχμές το μήνα. Επηρεάστηκα τόσο πολύ απ’ αυτό, που είπα στη μητέρα μου ότι θα παρατήσω το Πανεπιστήμιο γιατί οι σπουδές είναι άχρηστες εφόσον ο Κώστας ο φιλόσοφος τα καταφέρνει με 100 δραχμές το μήνα. Έτσι, ο Κώστας είχε γίνει το φόβητρο του σπιτιού μας. Εκείνος διάβαζε συνεχώς και μιλούσε πολύ για φιλοσοφία. Δεν καταλάβαινα τι έλεγε και του απαντούσα παραφράζοντας την Simone de Beauvoir (Mémoires d’une jeune fille rangée): ΔΕΝ είμαι προικισμένη για τη φιλοσοφία. Αντίθετα, μετά από χρόνια, όταν διάβασα όλα τα βιβλία του, τα κατάλαβα όλα. Κάθε λέξη. Ήταν φιλοσοφία ανθρώπινη, βγαλμένη απ’ τη ζωή. Ήταν βιβλία βιωματικά και σχεδόν ποιητικά. Είχα γνωρίσει και μια άλλη πλευρά του, την απέραντη γενναιοδωρία. Μαζί με το φίλο μου Μίμη πραγματοποιήσαμε το ταξίδι των ονείρων στο Παρίσι. Μας έδωσε τα κλειδιά του σπιτιού του. Σοφίτα στον 7ο όροφο χωρίς ασανσέρ στο Mabillon. Το παράθυρο άνοιγε με σπαγκάκι και ήταν στο ταβάνι. Έτσι, όταν έβρεχε, το δωμάτιο γέμιζε καπνό. Αισθανόμασταν σαν να παίζουμε σε ταινία. Η κάμαρη είχε απόλυτη τάξη, δεν τη σεβαστήκαμε και μας τα έψαλε.»
Γιατί ήταν νοικοκύρης. Μπορεί να έκανε αταξίες σε κάποια περίοδο στη ζωή του, αλλά στο γραφείο πάνω και στη βιβλιοθήκη επικρατούσε απόλυτη τάξη. Περπάτημα γινόταν πολύ και στο Παρίσι, όπου ο λεπτοκαμωμένος Κ. Π. ήταν πάντα διπλός: ο εαυτός του και το τζάκετ, ο χακί επενδύτης ειδικά διαμορφωμένος για τις στοχευμένες επισκέψεις στα βιβλιοπωλεία. Εσωτερικές βαθιές τσέπες είχαν προστεθεί εκτός από τις υπάρχουσες. Μου διηγείται ο άλλος ισόβιος κολλητός Μίμης Γρηγόρης: «Η εμφάνισή του δεν τράβαγε την προσοχή, ήταν η επιτομή του πολύ διαβαστερού νέου που ψάχνει σοβαρά για κάτι. Ο ίδιος είχε χωροθετήσει το Παρίσι ανάλογα με τα βιβλιοπωλεία και τις πωλήτριες. Ήξερε τα ωράριά τους και απέφευγε τις ξύπνιες (μου έλεγε για μια Ισπανίδα στου Maspero με περιφερειακή όραση), ενώ κάθε επιδρομή σε ένα κατάστημα απέφερε έξι ως εννιά βιβλία. Φιλοσοφία διάβαζε κυρίως, αλλά ο νους του ήταν στραμμένος στη λογοτεχνία. Ήθελε να νιώσει πώς είναι να γράφεις ένα μυθιστόρημα κι έδωσε άσκηση στον εαυτό του να αντιγράψει (με το χέρι εννοείται) όλο το Έγκλημα και τιμωρία.»
Τον γνώρισα στη Vincennes, είχαμε πάει ακροατές σε μια παράδοση του Στέλιου Ράμφου. Του είπα ότι διαβάζω δανεικό από τη δημοτική βιβλιοθήκη τον πρώτο τόμο της Αναζήτησης του χαμένου χρόνου και ότι μου λείπει πολύ ένα τρανζίστορ για ν’ ακούω μουσική. Την άλλη μέρα βρήκα έξω από την πόρτα μου 17 τομίδια της σειράς Livres de Poche, όλο το έργο του Marcel Proust, και ένα ραδιοφωνάκι. Πέρα από τα βιβλία όμως, ο Κ. Π. ήταν δίκτυο παροχών προς όλους και για όλα. Στο κέντρο μιας κινούμενης κοινότητας ανήσυχων πνευμάτων που όσο κρατούσε ο χειμώνας άλλαζαν συχνά σοφίτες, σχολές, πόλεις, παρέες.
Ήταν και τα καλοκαίρια με νύχτες στην Αθήνα και μέρες στο πατρικό, Κορώνης 17, Κάτω Χαλάνδρι. Εκεί είχαν μεταφερθεί μεθοδικά και στεγαστεί οι θησαυροί του ευρωπαϊκού πνεύματος. Ο πατέρας του, ο δάσκαλος, είχε κατασκευάσει με τα χέρια του υπέροχες βιβλιοθήκες ως το ταβάνι στη σάλα, στο κέντρο του σπιτιού, που το θυμάμαι σαν μικρό παράδεισο, πνιγμένο στις αναρριχώμενες τριανταφυλλιές και τις βουκαμβίλιες από μπροστά και πίσω κληματαριά, συκιά, πορτοκαλιά, αρκετά μεγάλο οικόπεδο, μια αποθήκη με τα εργαλεία του κυρίου Αριστείδη, οι γλάστρες της κυρίας Δήμητρας, το μεγάλο τραπέζι στον ίσκιο έξω από την κουζίνα, η περηφάνια των γονιών για την ολοφάνερη αξιοσύνη του παιδιού τους, η αγάπη η δική του για κείνους και η εκτίμηση. Ήτανε σπάνιο αυτό για την εποχή: εκτιμούσε τους γονείς του σαν βιβλία, την παράδοση και τη σοφία που κουβαλούσαν την έβαζε πάνω απ’ τη σημειολογία. Κι αυτό φάνηκε στο γράψιμό του μετά.
Και στη ζωή του. Ζούσε από τα βιβλία και μέσα στα βιβλία αλλά πάνω από αυτά έβαζε πάντα τους ανθρώπους. Από το σπίτι του κατηφορίζαμε προς την Εθνικής Αντιστάσεως για επισκέψεις σε φίλους. Στου Γιώργου Μπρουνιά δίπλα στο φουγάρο του εργοστασίου κεραμικής, με τη μεγάλη βερικοκιά να χωράει όλη την αυλή στον ίσκιο της , με το χαγιάτι και τη σάλα όπου στο γραφείο στοιβάζονταν κυρίως Άγγλοι ποιητές, η Παλατινή και ο Κάφκα, με τον πυράκανθο και το γιασεμί στην είσοδο να μας κόβουν τη βουή απ’ τη λεωφόρο. Συνεχίζαμε δεξιά να βρούμε στη Χαϊμαντά το ζωγράφο Περικλή Γουλάκο κοντά στην Πλατεία Χαλανδρίου. Εδώ κάτω απ’ τα μεγάλα πεύκα, ο κισσός στην αυλή, φυλλόδεντρα και αραχνιές, μαύρα κι άσπρα πλακάκια στο ατελιέ και ο Αντώνης ο Αγγελικόπουλος αραγμένος στις πάνινες πολυθρόνες του σκηνοθέτη. Και μετά πάλι προς τα πάνω, προς τη Μεσογείων, για μια επίσκεψη-προσκύνημα στο Γιάννη Μανούσακα που ο Κ. Π. μας επιδείκνυε σαν μυστικό θησαυρό, σαν ένα πληγωμένο ζώο σε σπηλιά με μυθικές ιδιότητες. Του πήγαινε φαγητό της κυρίας Δήμητρας, εμείς ρακί, λίγη πολιτική συζήτηση κι ύστερα τραγούδια. Όποια εποχή του χρόνου και να ‘ταν, ήταν σίγουρα η δική μας άνοιξη.
Απ’ το ’75 κι ύστερα ακολούθησα άλλη αγέλη μα οι αραιές συναντήσεις μας ήταν πάντα εαρινή γιορτή. Τον διάβαζα με μανία στα μικρά του κείμενα στα διάφορα περιοδικά, έβλεπα πώς έτρεχε μέσα απ’ τις αράδες έχοντας στα πόδια του την μπάλα, τη ρύμη της φράσης, τριπλάροντας, ελισσόμενος, προσπερνώντας, κατεβαίνοντας στη μικρή περιοχή, η μπάλα πάντα στα πόδια, να σουτάρει, να τη ρίξει στα δίχτυα, να ολοκληρώσει το στοχασμό του σαν αληθινός παίκτης στο μεγάλο τερέν της έκφρασης.
Η ζωή του Κ. Π., όπως και ο λόγος του, δεν ήταν κύβος, δεν είχε ακμές απ’ όπου να γκρεμίζονται η σταγόνα, η ιδέα, το γέλιο ή το δάκρυ και να χάνονται στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Η ζωή του ήταν μπάλα, ήταν σφαίρα και ό,τι κυλούσε πάνω στη λεία της επιφάνεια έφερνε γύρες κι έπεφτε πάλι μέσα σ’ αυτό το αστείρευτο κέντρο της απ’ όπου εκείνος ανεβοκατέβαζε με το μαγκάνι, μεροδούλι μεροφάι, το νερό, το γράψιμο και, ιδιαιτέρως, την αγάπη.
Ήθελε να ‘ναι σημαδιακός. Μια κουβέντα μου είπε φέτος όταν αρχές του Γενάρη χτύπησα, ύστερα από πολλά χρόνια, την πόρτα του όμορφου σπιτιού τους (Κωστής, Ράνια, Θανάσης) στο Μουσείο για να του ζητήσω μια χάρη, μια βοήθεια. Έχοντας περάσει πριν απ’ τη λαϊκή της Καλλιδρομίου, πήρα δυο-τρία μπουκέτα να τους πάω: «Α, ώστε έφερες λουλούδια;» μου είπε αμφίσημα, ειρωνικά, χτυπώντας με το χέρι προς τα κάτω τον αέρα σαν να τίναζε θερμόμετρο να κατέβει ο υδράργυρος. Τον ήξερα σαράντα τέσσερα χρόνια, πάγωσα και κατάλαβα τι ήθελε να μου πει.