Η είδηση της επιστροφής του Twin Peaks στη μικρή οθόνη, σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα μετά την δεύτερη και τελευταία σεζόν του, συγκλόνισε συθέμελα το σύμπαν της παγκόσμιας ποπ κουλτούρας. Και μάλλον δίκαια αν αναλογιστούμε, αφενός μεν ότι αυτό συμβαίνει πια αρκετά συχνά – και μάλιστα για πολύ πιο ασήμαντες αφορμές – λόγω της πληθώρας των μέσων που πια την περιγράφουν και την καθορίζουν (την ποπ κουλτούρα ντε!), κι αφετέρου δε γιατί όπως και να το κάνουμε η σειρά υπήρξε καθοριστική/πρωτοπόρα/μοναδικά αλλόκοτη οικοδομώντας το πιο ισχυρό, πιθανότατα, τηλεοπτικό καλτ της ιστορίας.
Όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, το νέο συνόδευσε μια υπερχειλίζουσα νοσταλγία, σε μεγάλο βαθμό από ανθρώπους που δεν έζησαν τη σειρά στην ώρα της (κι έχουν ίσως εξιδανικεύσει το παρελθόν κάτι που δε βίωσαν, αλλά κατανάλωσαν πολύ μετά). Ζητήσαμε λοιοπόν από τέσσερις καλούς φίλους της Popaganda, κι άριστους γνώστες του θέματος, να γυρίσουν πίσω στο 1990, να μας γράψουν τι θυμούνται, πώς εξηγούν σοφοί πια τον «μύθο του Twin Peaks» και, φυσικά, τι περιμένουν από την τρίτη σεζόν που θα δούμε το 2016. Μόλις κατάλαβαν ότι δεν υπανισσόμαστε κάτι για την ηλικία τους, μας έστειλαν τέσσερα απολαυστικά κείμενα σε απόλυτη ισορροπία αδημονίας κι αδιαφορίας…
The Mind Fucker returns (του Άκη Καπράνου)
«Ως παιδί», λέει ο Ντέιβιντ Λιντς (που έχει να κάνει ταινία από το 2006), «μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον με κομψά σπίτια, κατάφυτους δρόμους, μπλε ουρανούς, ξύλινους φράχτες, πράσινο γρασίδι και κερασιές. Όπως ακριβώς, δηλαδή, φαντάζεται κάποιος την μεσοαστική Αμερική. Αλλά οι κερασιές εκκρίνουν ένα πηχτό υγρό, το οποίο προσελκύει μαύρα, κίτρινα και ορισμένα κόκκινα μυρμήγκια γύρω του. Έτσι ανακάλυψα ότι, αν κανείς κοιτάξει λίγο πιο προσεχτικά αυτόν τον όμορφο κόσμο, θα βρει πάντα από κάτω κόκκινα μυρμήγκια. Επειδή μεγάλωσα σε έναν όμορφο κόσμο, οτιδήποτε άλλο ήταν μία αντίθεση».
Ο Λιντς που αγαπήσαμε, έπαιζε με τις προσδοκίες μας – και τις ανέτρεπε. «Με ενδιαφέρουν οι εικόνες που σε καθηλώνουν και συνεπαίρνουν την ψυχή σου», έχει πει ο ίδιος, μιλώντας κυρίως για τη δουλειά των Στάνλεϊ Κιούμπρικ, Φεντερίκο Φελίνι, Βέρνερ Χέρζοκ και Ζακ Τατί – οι αγαπημένοι του σκηνοθέτες. Με βασικό του μέλημα αυτό που οι άγγλοι ονομάζουν “mood” – στα ελληνικά προκύπτει ο όρος «δημιουργία ατμόσφαιρας» που πλέον σπάει κόκκαλα.
Ο λόγος που η αφηρημένη τέχνη είναι τόσο ισχυρή είναι ένας: Περιορίζει τις συνειδητές αποσπάσεις της προσοχής μας στο ελάχιστο. Όταν χαζεύουμε για παράδειγμα την Μόνα Λίζα, η διανοητική ενέργειά μας πηγαίνει συνήθως στην επεξεργασία των εικόνων: το πρόσωπο, τα μάτια της, το χαμόγελο της, ο πίνακας και, φυσικά, το υπόβαθρο. Κάτι που συμβαίνει όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα έργο του Τζάκσον Πόλοκ: Ουσιαστικά, όλη η ενέργεια του εγκεφάλου μας αφιερώνεται στο αίσθημα.
Κι ο Λιντς δεν έστηνε απλά «ατμόσφαιρα» αλλά επαναδημιουργούσε ένα ολόκληρο σύμπαν, από τα υλικά της καθημερινότητας μας. Το Twin Peaks πέτυχε αυτή την ανατροπή εις διπλούν. Tην έκανε στην τηλεόραση! Σκεφτείτε μόνο πόσο «απαίδευτο» ήταν το τηλεοπτικό κοινό, εικοσιπέντε χρόνια πριν. Κι όμως, ο Λιντς το αιφνιδίασε θεαματικά, με τον τόνο της σειράς να χοροπηδά από το ανόητο στο απαίσιο, από το κωμικό στο τραγικό – κι όλα αυτά στην prime-time ζώνη ακροαματικότητας. Όχι τυχαία, πολλές φεμινιστικές οργανώσεις κατηγόρησαν τη σειρά για την «γλαφυρή απεικόνιση της βίας των αντρών απέναντι στις γυναίκες» χάνοντας για ακόμη μια φορά το νόημα.
Σήμερα μπορούμε επιτέλους να παραδεχτούμε πως η σειρά χάραξε ένα μονοπάτι που οδήγησε όχι μόνο στο The X-Files και το Buffy the Vampire Slayer, αλλά σε σειρές όπως τα Deadwood και Six Feet Under. Ωστόσο, η πραγματική σημασία του Twin Peaks δεν έγκειται στην άμεση επιρροή της – αλλά στο ότι διεύρυνε τις προτιμήσεις του κοινού. Η Λόρα Πάλμερ έδωσε τη ζωή της για να ανατραπεί το αμερικανικό mainstream – κι αν αυτό από μόνο του δε σας αρκεί για κίνητρο, το μόνο που απομένει σ’ εσάς, και σε μένα, είναι να στηθούμε στις οθόνες μας μέχρι την τρίτη σεζόν. Και να χαζεύουμε, πότε την οθόνη μας, και πότε τις αντιδράσεις ενός νέου κοινού, μεγαλωμένου με ασφαλείς, ευνουχιστικές, πολιτικώς ορθές διδαχές – ενός κοινού που δεν ξέρει πως υπάρχουν εκεί έξω καλλιτέχνες γνήσιοι, ελεύθεροι, ταγμένοι στην ανατροπή και την πρόκληση. Την τηλεόραση δεν την παρακολουθώ (καθώς στήνεται γι αυτό ακριβώς το κοινό), αλλά σε ό,τι αφορά το Twin Peaks, ψέματα να πω; Ανυπομονώ.
Ο Άκης Καπράνος είναι σινεκριτικός στην εφημερίδα Τα Νέα, διατηρεί ένα καταπληκτικό blog και του αρέσει το metal.
Θέλω όλα τα πουλόβερ του Twin Peaks (της Αναστασίας Καμβύση)
«Λύσσα κακιά με το Twin Peaks», είπα στον αναιδή νεαρό που πρώτα ρώτησε «πόσο ήμουν το 1990», δηλαδή την ηλικία μου και μετά υπέθεσε ότι θα ήμουν τρελή και παλαβή με τον special agent Cooper (σιγά τα αυγά, δεν είναι και ο Han Solo). Μετά βέβαια σκέφτηκα ότι ως πρώην τηλεορασόπληκτος άνθρωπος που πια δεν έχει τηλεόραση, χρώσταγα ένα μνημόσυνο στην πιο cult σειρά που είδε ποτέ η μικρή οθόνη (hey, τότε ήταν όντως μικρές) του περασμένου αιώνα.
Είχα πάθει Lost με το Twin Peaks, αυτή είναι η αλήθεια (και αυτή ήταν μία προεξαγγελτική παράθεση ετεροχρονισμένη -να θυμηθώ να μην γράφω ενώ πίνω).
Δεν ξέρω τι είχαν πιει ο Mark Frost και ο David Lynch όταν το έγραφαν και το γύριζαν, αλλά, τουλάχιστον από μένα, τα εύσημα, όπως και στους Frank Byers (τον έψαξα στο imdb, εννοείται) και Angelo Badalamenti (εντάξει, αυτός είναι φίλος) για τη φωτογραφία και τη μουσική, γιατί έκαναν τη μικρή φανταστική πόλη αυτό που είναι στη συνείδηση όλων όσων το έβλεπαν το Twin Peaks: μία ιδανική δυστοπία, ένας εφιάλτης βγαλμένος από τον επιθανάτιο ρόγχο της αμερικάνικης αθωότητας, η αποκαθήλωση, αισθητική και αξιακή, των ’60ς στην αμερικανική επαρχία, faraway, so close.
To Twin Peaks ήταν νοσηρό και αλλόκοτο και ακαταμάχητο και το παρακολουθούσα σαν γάτα υπνωτισμένη από τα φώτα του αυτοκινήτου που έρχεται καταπάνω της με μικρή ταχύτητα κι εκείνη δεν σαλεύει. Το χρονικό μιας προαναγγελθείσας λατρείας από το πρώτο επεισόδιο, ένα «τι είδε η Αλίκη πίσω από τον καθρέφτη» στη μέση του πουθενά: το νεκρό κορίτσι στη σακούλα, ο απόκοσμος ειδικός πράκτορας με το λευκό δέρμα και τα κατάμαυρα μαλλιά (εγκεφαλικό όταν τον είδα χρόνια μετά στο Sex and the city, well played Kyle MacLachlan), οι σατανικοί, διψασμένοι για εμπειρίες επαρχιώτες, το σεξ για να ξεφύγεις, το σεξ για να ξεχάσεις, το σεξ για να εξουσιάσεις, η άβυσσος που όταν κοιτάς πολύ ώρα μέσα της σε κοιτάζει κι αυτή …μέχρι και νάνο είχε η σειρά (take that, Game Of Thrones, όχι εσύ Peter Dinklage, εσύ είσαι ο καλύτερος).
Τις προάλλες που έσκασε η είδηση για την επιστροφή του Twin Peaks, το timeline μου στο twitter γέμισε αναφορές. Από τα πολλά και ωραία που γράφτηκαν, έμεινα σε αυτό. Όλες οι μπλούζες στο Twin Peaks (118, παρακαλώ), βαθμολογημένες από το New York Magazine. (Παιδιά, τι σας πληρώνουν; Τη δουλειά σας θέλω). Χαζεύοντας τις φωτογραφίες με τα πανέμορφα κορίτσια (ναι, ακόμα και η μονόφθαλμη Nadine Hurley) που στρίμωχναν τα θέλγητρά τους σε απίθανα μοχέρ και πλεγμένα με βελονάκι πουλοβεράκια (περισσότερες πληροφορίες για το πλέξιμο από τους Λατέρνατιβ, 8-10 καθημερινά στον Εν Λευκώ), μου κόλλησε για ανεξήγητο λόγο το “Beautiful girl, love the dress, high school smiles, oh yes. Beautiful girl, love the dress, where she is now, I can only guess. ‘Cause it’s gone daddy, gone …”
Όχι, δεν θα το ξανάβλεπα.
Η Αναστασία Καμβύση γεννήθηκε το 1969 (τη μοναδική χρονιά στην ιστορία που η Eurovision είχε τέσσερις νικητές, αφού Ισπανία, Αγγλία, Ολλανδία και Γαλλία ισοβάθμισαν στην πρώτη θέση).