pop_peter dinklage

Μια απ’ τις πρώτες-πρώτες σειρές που έδωσαν πνοή στον άνεμο που έριξε τα πρώτα-πρώτα πούλια αυτουνού του ντόμινο που οδήγησε στην έκρηξη της αμερικανικής τηλεόρασης των τελευταίων ετών, ήταν εκεί στις αρχές της χιλιετίας, ένα μυστήριο μείγμα γυαλιστερής σαπουνόπερας, κατάμαυρου χιούμορ, στεγνού κυνισμού και σκοτεινού αισθησιασμού, με το όνομα Nip/Tuck.

Ξεκινώντας το 2003, από τον άνθρωπο που αργότερα θα έστηνε το American Horror Story, το Nip/Tuck ήταν μια ριψοκίνδυνη καταβύθιση στο σάπιο υπογάστριο της πλαστικής ομορφιάς του Μαϊάμι. Ένα πάντρεμα ηδονιστικής σεξουαλικότητας με ακραία εικονογράφηση που δεν φοβόταν να κάνει ολομέτωπες βουτιές τόσο στο γκροτέσκο των χειρουργικών επεμβάσεων στα κορμιά που ξάπλωναν στα χειρουργικά τους κρεβάτια οι δυο γιατροί της σειράς, όσο και στη νοσηρότητα των ψυχών που έκρυβαν μέσα τους αυτά τα υπό ανοικοδόμηση σαρκία.

Μια απ’ τις πιο στοιχειωτικές υποπλοκές της σειράς που έφτασε αισίως τις έξι σεζόν, ήταν κάπου εκεί στην τρίτη, το ρομάντζο που αναπτύχθηκε ανάμεσα στην σύζυγο του ενός απ’ τους γιατρούς, με τον νοσοκόμο που εμφανιζόταν στο σπιτικό για να βοηθήσει με το όχι και τόσο αρτιμελές βρέφος του ζευγαριού. Ο νοσοκόμος έπασχε από αχονδροπλασία, πάθηση στην οποία οφειλόταν ο νανισμός του, τον οποίο έβλεπε ως μόνο εμπόδιο στην καρποφορία των αισθημάτων του προς την παντρεμένη εργοδότριά του. Πεποίθηση που τον οδήγησε σε μια μακρόπνοη σειρά επώδυνων επεμβάσεων που περιλάμβαναν σπασίματα οστών, τεντώματα με μεταλλικά ελάσματα και διάφορα άλλα παράλογα βασανιστήρια υπέρ μιας αποπροσανατολισμένης αυτοβελτίωσης, που πιθανότατα θα σου προκαλεί ανατριχίλες και μόνο που τη σκέφτεσαι, αν υποθέσουμε ότι δεν την έχεις μπλοκάρει απ’ τη μνήμη σου.

Αν την θυμάσαι ακόμη, πάντως, θα θυμάσαι σίγουρα ότι τον ρόλο κρατούσε ο Peter Dinklage, σε μια απ’ τις πρώτες μεγάλες (σε εύρος και προβολή) δραματικές εμφανίσεις του. Κι αν η σωματική του διάπλαση ήταν η τροχοπέδη στα μάτια του χαρακτήρα του, σίγουρα δεν ήταν ντεσαβαντάζ για τον ίδιο. Με την εμφάνισή του σε 6 μόλις επεισόδια ο Dinklage αναδείχθηκε σε έναν από τους πλέον αξέχαστους ερμηνευτές που πέρασαν ποτέ απ’ τα πλατό της σειράς, καταφέρνοντας με το βλέμμα του και μόνο να προσδώσει στο ρόλο του μια ιδιαίτερη μεφιστοφελική ποιότητα. Η στιβαρή του παρουσία του στο Nip/Tuck βασιζόταν σε έναν σπάνιο συνδυασμό μινιμαλιστικής σωματικής ερμηνείας και ιδιαίτερα τονισμένης χρήσης του βασικού όπλου που διαθέτει για να αποτραβήξει τα μάτια από το σώμα του: το υπερεκφραστικό του πρόσωπο.

Με τεράστιο πλούτο εκφράσεων και μανιερισμών, αυτός ο ιδιαίτερος ηθοποιός από το New Jersey μαγνήτιζε το βλέμμα και την κάμερα μαζί, όχι κατεβάζοντας το καδράρισμα στο ύψος του, αλλά ανεβάζοντας την ερμηνεία του πιο ψηλά κι απ’ όσο έφτανε ο ρόλος του. Η θεατρική του εμπειρία σε παραστάσεις όπως ο Ριχάρδος ο Γ’ του William Shakespeare, το Theatre of the New Ear του Charlie Kauffman και το The Killing Act του Tom McCarthy, τον βοήθησαν να ραφινάρει την κινησιολογία και το εύρος της φωνητικής του ερμηνείας συμπληρώνοντας έτσι την ευελιξία και την ευρηματικότητα του προσώπου του. Παράλληλα, οι εμφανίσεις του σε ταινίες όπως το Living in Oblivion και το The Station Agent βοήθησαν να εξασφαλίσει την κριτική αποδοχή που θα ισορροπούσε την απήχηση που είχαν στο κοινό οι καρατερίστικες κωμικές εμφανίσεις του σε ταινίες όπως το Elf / Το Ξωτικό των Χριστουγέννων, το Chronicles of Narnia: Prince Caspian / Τα Χρονικά της Νάρνια: Ο Πρίγκιπας Κάσπιαν κι οι δυο εκδοχές (βρετανική κι αμερικανική) του Death at a Funeral / Ένας Θάνατος σε μια Κηδεία, ούτως ώστε να έχει το απαραίτητο πακέτο που θα τον καθιστούσε έτοιμο να αρπάξει απ’ το λαιμό τη μεγάλη του στιγμή το 2011.

Πρώτη επιλογή του George RR Martin για τον ρόλο του στο Game of Thrones, ο Peter Dinklage βρήκε στον Tyrion Lanister τον πιο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του χαρακτήρα. Ποτίζοντας με αξιαγάπητο σταρχιδισμό την οθόνη, έκλεψε την παράσταση στις πρώτες σαιζόν μιας απ’ τις πιο πειρατευμένες (διάβαζε πιο πετυχημένες) σειρές στην Ιστορία της τηλεόρασης, ενώ όσο μπλέκονταν τα δαιδαλώδη νήματα αυτής της καταβύθισης στον Μεσαιωνικό κυκεώνα φιλοδοξιών και μηχανορραφιών, ο χαρακτήρας του Dinklage εκτός από την ζεστασιά της πιο ανθρώπινης απ’ τις φιγούρες του περίτεχνου μωσαϊκού, αποκτούσε και το προφίλ της μόνης φωνής λογικής και συμπόνοιας σε έναν κόσμο πόνου, φόνου και προδοσίας.

Εύκολα ο πιο –αν όχι ο μόνος- συμπαθής απ’ όσους χαρακτήρες έχουν απομείνει στο τέλος της τρίτης σαιζόν του Game of Thrones, κι ο μόνος σ’ όλη την επικράτεια του Westeros που έχει βραβευθεί με Χρυσή Σφαίρα για την ερμηνεία του, ο Dinklage αναδείχθηκε γρήγορα σε poster-boy της σειράς ολόκληρης, κι ως ο άσωτος υιός του Οίκου του Λιονταριού, συγκέντρωσε τη μερίδα του λέοντος απ’ το ενδιαφέρον του Τύπου, αλλά κι απ’ την αγάπη του κοινού. Η ιστορία του, άλλωστε, αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση ανθρώπου που ξεπέρασε όλα τα εναντίον του προγνωστικά, ακριβώς επειδή ανόρθωσε το ένα πράγμα που όλοι γύρω του θα βλέπαν ως προβληματικό: το ανάστημά του.

Και δεδομένου ότι το autocomplete του Google συμπληρώνει τον όρο net-worth όταν πληκτρολογήσεις το ονοματεπώνυμό του στη μπάρα, για να σε ενημερώσει ότι η αμοιβή του ανέρχεται στα $150 χιλ ανά επεισόδιο, αντιλαμβάνεσαι ότι αν εμφανιζόταν μια μάγισσα στο King’s Landing και τον μεταμόρφωνε σε μικρό μπουκαλάκι, όντως θα έκρυβε ένα πολύ ακριβό άρωμα μέσα του. Ή, έστω, ένα πολύ ακριβό κρασί.