Ο Ευθύμης Φιλίππου δεν ήταν πάντα ο σεναριογράφος του Κυνόδοντα, ο αχώριστος συνεργάτης του Γιωργου Λάνθιμου, ο συγγραφέας ενός πολύ συγκινητικού βιβλίου για τον Δημήτρη Μητροπάνο, ο συνεργάτης των περιοδικών που ξαναέκανε ενδιαφέρουσες τις πρόσωπο-με-πρόσωπο συνεντεύξεις, ο περιζήτητος γραφιάς που απλώνεται και στο θέατρο (κι εσχάτως στη στιχουργική). Ήταν ένας ειδικευμένος εργάτης στη βαριά βιομηχανία της διαφήμισης, εξώφθαλμα ταλαντούχος όπως λένε οι συνεργάτες του από τον καιρό του –μακάρι να ήταν- 9 to 5.
Και ύστερα ήρθε ο Κυνόδοντας. Η υποψηφιότητα για Όσκαρ. Το βλέμμα όλου του πλανήτη στραμμένο στο σινεμά μιας χώρας που ήταν στα μάτια των ξένων το Θέατρο της Κρίσης. Η viral πλάνη του greek weird wave και η φευγαλέα ψευδαίσθηση του νέου «νέου ελληνικού κινηματογράφου» που φορτωθηκε στις πλάτες ανθρώπων που μάλλον ποτέ δεν επιδίωξαν κάτι τέτοιο. Κι ο Φιλίππου με τον Λάνθιμο ήταν σίγουρα τέτοιοι. Αρνήθηκαν χαρακτηριστικά να σηκώσουν τη σημαία, παρέμειναν κάπως ακριβοθώρητοι, τσίτωσαν την εγγενή αποστασιοποίηση του σινεμά τους, παραμένοντας αμετανόητα ειρωνικοί, ενώ τους ζητούσαν «κάτι πιο ποπ». Και τώρα στην τρίτη τους ταινία, το the Lobster που ανοίγει αυτήν την εβδομάδα στις αίθουσες, αλλάζουν πίστα. Το καστ τους γίνεται διεθνές, λαμπερό με την παρουσία ονομάτων όπως ο Κόλιν Φάρελ και η Ρέιτσελ Βάις (αλλά και ο Τζον Σ, Ράιλι, ο Μπεν Γουίσοου και η Λία Σεϊντού), η ματιά τους παραμένει ιδιαίτερη. Όχι βατή. Η ταινία διαδραματίζεται στο κοντινό μέλλον που οι άνθρωποι πρέπει να βρουν ταίρι εντός 45 ημερών, διαφορετικά μετατρέπονται σε ζώα και αφήνονται στο Δάσος. Κάπου εκεί, κάποιοι κανόνες σπάνε και γεννιέται ένας έρωτας. Weird, φυσικά.
Τον Ευθύμη Φιλίππου τον συναντάς συχνά στην Αθήνα. Δεν κάνει ποτέ θόρυβο στο μπαρ που βρίσκεται και μιλάει συνήθως χαμηλόφωνα (και μάλλον λίγο) όταν κάθεται στο πόστο του στο Odeon της Μάρκου Μουσούρου στο Μετς (συχνά μαζί με τον Λάνθιμο, πάντα κρυφακούγοντας τι λένε στα δίπλα τραπέζια). Εκεί συναντιόμαστε. Είναι ντυμένος στα ασπρόμαυρα, έχει ήδη παραγγείλει εσπρέσο, έχει λίγο άγχος για τη φωτογράφιση (βασικά θέλει να τηρηθεί ο κανόνας του «όχι ανάμεσα στον κόσμο») και μου θυμίζει μια χαριτωμένη διασταύρωση Τσαρουχικού ναύτη με τον Άλμπερτ Φίνλεϊ να υποδύεται τον Ηρακλή Πουαρό στο Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές. Και φυσικά μοιάζει σνομπ. Και το ξέρει ότι μοιάζει έτσι, όχι μόνο αυτό το μεσημέρι, αλλά πάντα.
«Τις περισσότερες φορές οι άλλοι σχηματίζουν μια τελείως λανθασμένη εικόνα για μένα, στο 95% των περιπτώσεων μπορώ να πω. Δε με πειράζει μάλλον κι εγώ σε αντίστοιχο ποσοστό σκέφτομαι τα λάθος πράγματα για αυτούς που γνωρίζω. Bέβαια μπορεί στο 95% των περιπτώσεων να έχω εγώ μια τελείως λανθασμένη εικόνα για μένα και οι άλλοι να έχουν δίκιο, δεν ξέρω», είναι η απάντησή του που περισσότερο θολώνει τα νερά. Μοιράζομαι μαζι του κάτι που είχα διαβάσει σε ένα από αυτά τα άρθρα που προσπαθούν να βγάλουν μεγάλα συμπεράσματα για τις γενιές, κι έλεγε ότι σε αντίθεση με τους γονείς μας (τους baby boomers) που είχαν πράγματα να επαναστατήσουν, η δική μας (οριακά) generation x δεν υπήρξε τόσο οργισμένη και μοιραία εξέφρασε την αντιδραστικότητά της τελειοποιωντας το υπερόπλο της ειρωνείας. Προσεγγίζουμε καταστάσεις ειρωνικά, γουστάρουμε πράγματα και πρόσωπα ειρωνικά, κάνουμε like ειρωνικά. Κι εκείνος άλλωστε γράφει ειρωνικά ή κινείται στη λεπτή γραμμή της ειρωνείας. «Κάποια στιγμή το συνειδητοποίησα αυτό με την ειρωνεία και προσπάθησα πολύ να το πριονίσω. Δεν ξέρω αν τα κατάφερα, είχα πάντως τη διάθεση να κοροϊδέψω και να επισημάνω το λάθος. Είναι πολύ εύκολο αυτό, όπως γνωρίζεις. Μεγαλώνοντας προσπαθώ απλά να περιγράψω συνθήκες και καταστάσεις έτσι ώστε να αποφασίζει αυτός που ακούει η διαβάζει για το άν η εικόνα που του δείχνω είναι αηδιαστική ή ωραία. Μένοντας στο bullying, χάνεις αυτό που κρύβεται από πίσω».
Αυτό που κρύβεται από πίσω, απ’ αυτό που μας προφυλάσσει κατ’ εξοχήν η ειρωνεία είναι τα μεγάλα συναισθήματα. Σαν κι αυτά που πλημμυρίζουν τα τραγούδια του Δημήτρη Μητροπάνου, για τον οποίο έγραψε ένα υπέροχο βιβλίο φέτος, το Δημήτρη (εκδ. MNP), βασισμένο σε διηγήσεις των πολύ κοντινών του προσώπων. «Είναι το πιο δύσκολο πράγμα που έχω κάνει ποτέ. Πρώτον, γιατί ήταν νεκρός. Δεύτερον, γιατί οι δικοί του άνθρωποι μιλούσαν για κάποιον που αγαπάνε και τους λείπει και δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να φανώ προσβλητικός. Κι έπειτα γιατί έγραφα για κάποιον που δεν μπορεί πια να μιλήσει, δεν έχει πια καμία δύναμη. Ένιωθα μεγάλη ευθύνη και είχα και μια συναισθηματική εμπλοκή γιατί είχε τύχει να γνωριστούμε και όλο αυτό έγινε πιο εύκολο μόνο όταν συνειδητοποίησα ότι αυτό το κείμενο θα ήταν κάτι που μάλλον στον ίδιο -αν ζούσε- δεν θα του άρεσε». Η αγάπη του Ευθύμη Φιλίππου για τα λαϊκα τραγούδια είναι γνωστή, είναι μέρος της προσωπικής του μυθολογίας. Είναι κάτι που δεν μπορείς να φανταστείς αν ξέρεις ποιος είναι και τον δεις να πίνει το ποτό του σε μια μπάρα. «Μου άρεσαν πάντα πράγματα πολύ αντικρουόμενα μεταξύ τους, στη μουσική, στη λογοτεχνία ακόμα και στην κουλτούρα του δρόμου. Δηλαδή απολάμβανα εξίσου την εικόνα ενός πιτσιρικά σκέιτερ κι ενός παππού σε ένα καφενείο. Αυτό μου δημιούργησε μεγάλο πρόβλημα, ντρεπόμουν. Για ένα μεγάλο διάστημα δεν έλεγα ότι μου αρέσουν π.χ. τα λαϊκά τραγούδια, στο γραφείο που δούλευα φορούσα ακουστικά για να μην το καταλαβαίνουν οι άλλοι. Ή ας πούμε δεν μπορούσα να πω στους φίλους μου ότι χθες ήμουν στο σπίτι του Μητροπάνου και τρώγαμε. Πέρασαν χρόνια μέχρι να αποδεχθώ ότι γίνεται και ότι είναι ok να μην εισαι μόνο φλώρος ή μόνο κάφρος αλλά φλώρος και κάφρος μαζί».
Τον Φιλίππου και τον Λάνθιμο, η επιτυχία τους βρήκε περπατημένους. Δεν κάθονταν «φορώντας κασκόλ στο σαλόνι και πίνοντας τσάι, μέχρι να έρθει η έμπνευση», όπως μου λέει. Γνωρίστηκαν στη διαφήμιση έχοντας προφανώς κάνει πολύ διαφορετικές δουλειές από το arthouse σινεμά – διαφημιστικά, βίντεο κλιπ του Σάκη Ρουβά, «τηλεοπτικές» ταινίες. Έχοντας περάσει από εκεί, ήταν κάπως (προσ)γειωμένοι όταν ξαφνικά άρχισαν να τους συζητάνε όλοι. «Το πιο σημαντικό που μου έμαθε η διαφήμιση είναι ότι μπορώ να γράψω παντού, δε με ενοχλεί το περιβάλλον. Ούτε απομόνωση, ούτε ησυχία θέλω». Μου λέει, λίγο σαν να προσπαθεί να με πείσει, ότι του λείπει η κανονικότητα του γραφείου. «Βασικά, όχι τόσο η κανονικότητα, όσο η συναναστροφή με τους ανθρώπους. Ό,τι κι αν σημαίνει κι αυτό. Μου λείπει ο χώρος που πας το πρωί, φτιάχνεις έναν καφέ, λες μερικές βλακείες όσο τον φτιάχνεις και μετά κάθεσαι και δουλεύεις με μια ασφάλεια επειδή το ίδιο κάνουν και οι υπόλοιποι δίπλα σου. Είναι πολύ σκληρό όταν δεν δουλεύεις και δεν είσαι αποτελεσματικός, να μην έχεις κάποιον να κατηγορήσεις ότι σε ενόχλησε. Θέλει δύναμη και πυγμή το να πάρεις τον εαυτό σου σοβαρά με την παντόφλα στο πόδι».
Βάζω τα γέλια. «Πρέπει να είσαι ο μοναδικός Έλληνας που του λείπει η διαφημιστική», του λέω. Υπερθεματίζει. «Έχει αξία o κοινός τόπος του χώρου εργασίας γιατί έρχεσαι σε επαφή με την ανθρώπινη βλακεία και καταλαβαίνεις τι υπάρχει εκεί έξω. Και πώς μπορείς να τη χειριστείς. Παρουσιάσεις, πελάτες, brief – παλιά ήμουν ακραίος, τώρα μαλάκωσα. Δεν είναι κατεστραμμένος χώρος γεμάτος παράσιτα. Υπάρχουν κι αυτά, όπως παντού, και πρέπει να μάθεις να ζεις μαζί τους –κάτι που είναι κουραστικό- αλλά ταυτόχρονα μπορείς να κάνεις και καλή δουλειά. Οι άνθρωποι δουλεύουν τόσο πολλές ώρες, νομίζω για να μη σκέφτονται», κλείνει την πειστική μίνι αγόρευση με μια φράση που θα μπορούσε να υπάρχει σε σενάριό του.
Ο Γιώργος Λάνθιμος ζει στο Λονδίνο, ο Ευθύμης δε θέλει να φύγει από την Αθήνα. Του αρέσουν τα ελληνικά τραγούδια, οι ελληνικές ταινίες, του αρέσει να μιλάνε ελληνικά στις ταινίες, και να γράφει στα ελληνικά τα σενάρια (η παρουσία του Κυριάκου Καρσερά βοήθησε να μεταφραστεί χωρίς κενά το σενάριο του Αστακού). Αν ήμασταν στο Χόλιγουντ, η πορεία τους θα ήταν προδιαγεγραμμένη. Indie αποκαλύψεις που μεγαλώνουν ταινία με ταινία, κάνουν indie με καλύτερες συνθήκες και μεγαλύτερο μπάτζετ και κάποια στιγμή η βιομηχανία τους πετά στην αρένα του mainstream. Το σημειώνω, κάνοντας την πρόβλεψη ότι το Lobster θα κάνει αρκετά εισιτήρια λόγω και του διεθνούς καστ. «Δεν έχω ιδέα αν το Lobster θα πάει καλύτερα ή χειρότερα από τις δύο προηγούμενές μας ταινίες. Όσο μπορώ να μιλάω εξ ονόματος του Γιώργου, νομίζω ότι είχε την ανάγκη να προχωρήσει και να δοκιμαστεί σε κάτι άλλο.. Υπό συνθήκες, ναι, θα μπορούσαμε να κάνουμε πιο mainstream ταινίες. Αλλά και πάλι δεν ξέρω τι σημαίνει mainstream, είναι πολύ σχετικό αυτό και ταυτόχρονα αν θεωρήσουμε ότι το mainstream είναι κάτι που δεν χαρακτηρίζει τις δουλειές μας δεν ξέρω αν είμαστε τελικά ικανοί να το καταφέρουμε ποτέ. Για να το πω απλά θα ήθελα να κάνω κάτι πιο βατό, δεν ξέρω αν μπορώ. Το εκτιμώ πολύ και το σέβομαι το βατό».
– Μήπως μόλις έδωσες τον πιο σύντομο ορισμό για το τι είναι σνομπ;
– Είναι ο Λάνθιμος pop; (αλλάζει αυτοσαρκαστικά σε πολύ σοβαρή τη φωνή του)
Μπορώ να τους φανταστώ να χαλάνε τα «λεπτά ομιλίας προς το εξωτερικό» της σύνδεσής τους με το να διαβάζουν ο ένας στον άλλον κριτικές και να ξεκαρδίζονται. Στον Κυνόδοντα άλλωστε οι κριτικοί είχαν δώσει ρεσιτάλ, μέχρι και «ταινία που αναφέρεται στη Χούντα» είχε γράψει κάποιος. «Μ’ αρέσουν οι παρακινδυνευμένοι συνειρμοί που κάνουν οι κριτικοί, ακόμα κι αν είναι άστοχοι. Το βρίσκω ενδιαφέρον όλο αυτό. Δε με ενδιαφέρει πάντως τι θα γράψει κάποιος που δεν ξέρω, άρα δεν ξέρω πώς σκέφτεται. Υποθέτω στο Lobster -όπως σε κάθε ταινία που σχετίζεται με την Ελλάδα με κάποιο τρόπο -θα υπάρξουν πάλι κάποιοι που θα ψάξουν να βρουν συμβολικά την Κριση, θα παρομοιάσουν την Ελλάδα με αστακό και την Ευρώπη με ενυδρείο και την Παπούλια με ψαρά, το δάσος με την Χούντα ή την μεταπολίτευση ή δεν ξέρω και εγω τι άλλο . Δεν έχω στο μυαλό μου περίπλοκους συμβολισμούς όταν γράφω. Αυτή εδώ είναι προφανώς μια ταινία που μιλάει μόνο για τις ανθρώπινες σχέσεις».
Αφήνοντας τους κριτικούς στην άκρη, αναρωτιέμαι αν δικοί του άνθρωποι που «ξέρει πώς σκέφτονται», έχουν έρθει κάποια στιγμή να του πουν «δεν κατάλαβα τίποτα» για κάποιο έργο του. «Φυσικά. Συνέχεια. Μου λένε δεν κατάλαβα, βαρέθηκα ή δεν ταυτίστηκα. Δε ρωτάω γιατί. Έιναι απόλυτα λογικό, είναι σαν να μιλάς μπροστά σε 5 ανθρώπους. Κάποιος θα βαρεθεί, κάποιος θα συμφωνεί, κάποιος θα διαφωνεί, κάποιος θα νυστάζει».
– Ε, γράψε κι εσύ κάτι πιο απλό…
– Δεν ξέρω αν μπορώ να το κάνω αυτό το γαμωπράγμα. Το Lobster δεν είναι η ταινία που λες «α, αυτοί οι δύο πετύχανε και τώρα ανοίχτηκαν». Καθόλου δεν είναι αυτό.
Κάνω έναν παρακινδυνευμένο παραλληλισμό. Ο Κυνόδοντας ήταν για το ελληνικό σινεμά ότι το Euro για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Μια αναπάντεχη, απρόσμενη επιτυχία που δεν προέκυψε βάσει σχεδίου και δεν άφησε legacy. Συμφωνεί. Κάπως. «Δεν έχω να πω κάτι, θα σου πω βλακείες. Το έχω σκεφτεί πολλές φορές, δεν έχω καταλήξει. Ελληνική σχολή σίγουρα δεν υπήρξε. Αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά είναι πως δεν υπάρχει ψυχραιμία στον τρόπο που αντιμετωπίζονται οι δουλειές, επικρατεί μία σύγχυση, μια υστερία. Υπάρχει μόνο ακραία φωναχτή αποδοχή ή φωναχτή απόρριψη και τα δύο όμως με καμμία συνείδηση. Φαντάσου πόση διαφορά έχει ένας άνθρωπος που λέει σιγάνα “δεν μ’ αρέσει αυτό το παγωτό” και φεύγει από το ζαχαροπλαστείο από κάποιον που ουρλιάζει “δεν μ’ άρεσει αυτό το παγωτό”, κλαίει, χτυπάει το χέρι του στο τραπέζι και φωνάζει τον σερβιτόρο». Ροπιάζει λίγο, στιγμιαία απώλεια του coolness. «Στην Ελλάδα, επειδή δεν υπάρχει παιδεία και υποστήριξη στα κινηματογραφικά, οι άνθρωποι που αποφασίζουν να ασχοληθούν, ξεκινάνε είτε με νεύρα, είτε με λεφτά που ήδη έχουν π.χ. από τον πατέρα τους ή καμιά κληρονομιά. Και γι’ αυτό καταλήγουν ή σε βαθιά εσωτερικές δύσκολες ταινίες ή σε ξέφτιλα εμπορικές. Χωρίς να υπονοώ ότι οι πρώτες είναι καλύτερες από τις δεύτερες».
– Εσείς τι είχατε, νεύρα ή λεφτά;
– Το πρώτο εννοείται.
Ο Κόλιν Φάρελ στον Αστακο, του μοιάζει πολύ. Μου λέει ότι το συζητούσαν όλοι στο συνεργείο, «έλα μωρέ μπάκα, γυαλιά και κοιλιά – μόνο αυτά είναι κοινά». Εξηγεί ότι είχε τόσο πολύ άγχος για να γίνει το φιλμ που δεν ασχολήθηκε με τους διάσημους συντελεστές. Δεν μπορεί. Δεν μπορεί να μην υπάρχει κάποια βραδιά που πριν κοιμηθεί να σκέφτηκε ότι πριν 7-8 χρόνια ξενυχτούσε δουλευοντας πάνω στο brief π.χ. για «μια μάρκα chips που ήθελαν να γίνουν sexy» και τώρα βρέθηκε σε ένα δάσος στην Ιρλανδία με τη Ρέιτσελ Βάις. «Το impact της διασημότητάς τους το κατάλαβα όταν γυρίσαμε κάτι σκηνές σε ένα εμπορικό στο Δουβλίνο κι ο κόσμος τους έβλεπε και ούρλιαζε. Εκεί κωλώνεις λίγο όταν αντιλαμβάνεσαι ότι με αυτούς όντως δεν έχεις πιει μπίρες στο Παγκράτι, ούτε πρόκειται. Οφείλεις να τα προσγειώσεις όλα αυτά, να σκεφτείς ότι είναι μια οποιαδήποτε ταινία, απλά και μόνο για να γίνει. Η μεγάλη διαφορά πάντως αυτών των σταρ είναι ο επαγγελματισμός και η σοβαρότητά τους. Δεν υπήρχε κανένας βεντετισμός, κανένα “κρυώνω”, “κουράστηκα” ή “δε θέλω να λερωθώ”. Δεν αμφισβητούσαν τίποτα, από την στιγμή που είχαν δεχθεί τη δουλειά. Δεν είναι αυτονόητο».
Στον Ευθύμη αρέσουν επίσης τα 90s. Όποιος είδε ή διάβασε τα Αίματα (εκδ. MNP), αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο παθολογικά ερωτευμένο με τη «δική μας αμαρτωλή δεκαετία». Αστειεύομαι ότι έπρεπε να φέρω μια μπλούζα Ocean Pacific για τη φωτογράφιση. «Γιατί, έχεις;», τα μάτια του γυαλίζουν λίγο. «Τα 90s τα αγαπώ, γιατί τα έζησα και με διαμόρφωσαν. Πολύ ζοφερή δεκαετία, αλήθεια είναι. Και προσωπικά τη βίωσα έτσι. Το σχολείο μου ήταν σκατά, οι φίλοι μου ηταν σκατά, αυτά που λέγαμε τότε ήταν σκατά, τα μαγαζιά που βγαίναμε ήταν σκατά. Αλλά επειδή είναι μακριά, μου φαίνονται κάπως φωτεινά. Είναι πρόβλημα η νοσταλγία και υποφέρω κι εγώ από αυτό. Με κρατάει πολλές φορές πίσω και δεν πολεμιέται εύκολα. Μπορεί να είναι της ηλικίας δεν ξέρω. Φοβάμαι πολύ μην καταντήσω σαν αυτούς τους γέρους που αναπολούν “πόσο ωραία ήταν η Μύκονος παλιά”».
Αναπολεί το πέρασμά του από τα περιοδικά που «έγινε σε καθεστώς πληρους ελευθερίας, μίλαγα με όποιους ήθελα» και σκέφτομαι αν θα ήθελε να γράψει άρθρα γνώμης. «Όχι, γιατί θα φοβόμουν ότι μετά από λίγο καιρό θα άλλαζα άποψη. Θα ήμουν σκληρός και μετά θα το μετάνιωνα και θα έλεγα “πόσο μαλάκας ήσουν”. Με τρομάζει από όλο αυτό που ζούμε τα τελευταία χρόνια η ευκολία με την οποία οι άνθρωποι πιστεύουν. Πράγματα που ακόμα κι αυτοί που τα λένε αν τα έβλεπαν γραμμένα σε μια σελίδα χαρτί, θα έβαζαν τα γέλια».
– Ευθύμη, τι ζώο θα διάλεγες να γίνεις στο Lobster;
– Δε θα ήθελα να γίνω κανένα ζώο. Θα προσπαθούσα να την σκαπουλάρω.
Υπάρχουν άνθρωποι που κάποια στιγμή της ζωής τους αντιλαμβάνονται ότι είναι εξυπνότεροι από τους περισσότερους γύρω τους, είναι κι αυτό δείγμα της ευφυΐας τους. Ύστερα έχουν δύο δρόμους. Ο ένας είναι να το χρησιμοποιούν συστηματικά πάνω στους άλλους, καταλήγοντας πονηροί και μάλλον αντιπαθείς καιροσκόποι. Ο δεύτερος είναι να το δουν σχεδόν «ενοχικά», έχοντας μια διαρκή αγωνία να εξαφανίσουν την «απόσταση» γειώνοντας καταστάσεις και συναισθήματα, ισορροπώντας ανάμεσα στο γοητευτικά κουλ και στο πηγαία κι αναπόφευκτα μπλαζέ. Νομίζω ότι ο Ευθύμης Φιλίππου ανήκει στους δεύτερους.