Στη θέση μου, στη δύσκολη θέση του να πρέπει να ανακοινώσεις ζωντανά στο ραδιόφωνο, ελάχιστα λεπτά αφ’ ότου έγινε γνωστός (κι ενώ αυτό το tweet του γιου του διέλυε οριστικά κάθε ελπίδα περί hoax), τον θάνατο ενός αποδεδειγμένα «μεγαλύτερου από τη ζωή» icon, βρέθηκαν χιλιάδες παρουσιαστές με ένα μικρόφωνο μπροστά τους. Τι λες προκειμένου να αποδωθεί και το ειδικό βάρος που αναλογεί στην στιγμή, αλλά και χωρίς να αφήσεις τη σημασία που έχει για την προσωπική σου μυθολογία να την κάνει εγωκεντρικά μελό; Αφού έτσι κι αλλιώς «αυτό υποτίθεται ότι δε θα συνέβαινε ποτέ, ποτέ» – έτσι ξεκίνησε η νεκρολογία του New Yorker απηχώντας ακριβώς τις σκέψεις και τα συναισθήματα ολόκληρου του πλανήτη.

Το ίδιο συμβαίνει και με τα χιλιάδες in memoriam που αποχαιρέτισαν τον David Bowie τις προηγούμενες ημέρες. Στην πραγματικότητα, κάθε κείμενο που γραφόταν τις τελευταίες δύο (ίσως και τρεις) δεκαετίες ήταν ένα είδος επικήδειου. Αφού για να βάλει τα πράγματα στο σωστό πλαίσιο, για να τοποθετήσει την εικόνα κάθε νέας του κίνησης στο κατάλληλο κάδρο, έπρεπε υποχρεωτικά να αναφερθεί στο παρελθόν. Στις περσόνες, στις μεταλλάξεις, στις αντιφάσεις, στα επικοινωνιακά τρικ του Brixton boy που γεννήθηκε με το τετριμμένο (και ήδη καλλιτεχνικά καπαρωμένο) όνομα David Jones. Κι όμως, όπως πολύ εύστοχα έγραψε ο Γιάννης Πλόχωρας στο mic.gr, ακούγοντας τους δίσκους του ακόμα «ζούμε ένα συναρπαστικό παρόν».

Τουλάχιστον μουσικά, δεν ήταν ακριβώς «πάντα ένα βήμα μπροστά», όπως τον θέλει το κλισέ. Αντίθετα, είχε γνώση του παρελθόντος και παρακολουθούσε την εποχή του όπως κάθε φιλόδοξος επαγγελματίας. Δηλαδή, ζήλευε-αντέγραφε-δούλευε. Παραπάτησε στο μεταίχμιο της Μπιτλικής συνθήκης, του swinging London και της περιρρέουσας ψυχεδέλειας στην αρχή της καριέρας του, εκμεταλλεύθηκε στο έπακρο την glam ασυδοσία για να γεννήσει τον Πιο Σπουδαίο Ψεύτικο Ήρωα στην ιστορία του Rock n’ Roll (και να το σκοτώσει το 1973 αφήνοντας την κουβέντα απλά να σέρνεται έκτοτε), χειραγώγησε μαεστρικά τις μάζες όσον αφορά τις σεξουαλικές προτιμήσεις του, εκβίασε τη μαύρη μουσική παράδοση και την έφερε στα μέτρα του, μετέτρεψε σε κομψή πρωτοπορία το αναπόφευκτο της «ηθικής παρακμής» του ροκ σταρ, έπαιξε με θράσος το παιχνίδι της προκλησης με τις φασιστικές αναφορές κι απεγκλωβίστηκε έγκαιρα αποδίδοντάς τα όλα στις εξαρτησεις, αδιαφόρησε θριαμβευτικά για την εμπορική του επιτυχία κι αμέσως μετά αγχώθηκε να την κατακτήσει υποκύπτοντας άνευ όρων στις επιταγές της, έγινε yesterday’s news, μετάνιωσε ομολογώντας τα λάθη του και δεν οχυρώθηκε πίσω από εγωιστικά πείσματα τύπου «δε θα άλλαζα τίποτα», αντιλήφθηκε το κατάλληλο timing για να συμπορευθεί με τους ήχους μιας νέας ηλεκτρονικής εποχής και συνειδητοποίησε ακριβώς την στιγμή που είχε γίνει βετεράνος κι έπρεπε, όχι μόνο να δώσει αλλά κυρίως, να πάρει από τους επόμενους.

Σε όλες αυτές τις καταστάσεις, μιας δισκογραφικής περιόδου που καλύπτει μισό αιώνα παρά ένα χρόνο, παρότι συνήθως πατούσε σε χειροπιαστά σημεία αναφοράς (ακόμα και η περσόνα του Ziggy Stardust δεν προήλθε από παρθενογένεση, βασίστηκε στον “C-list rock star” Vince Taylor), κατάφερνε να δημιουργεί ένα άθροισμα συντριπτικά μεγαλύτερο των επιρροών του. Τόσο μεγαλύτερο που τις κατάπινε, σχεδόν εξαφανίζοντάς τις, κι αποτελούσε με τη σειρά του σημείο αφετηρίας: για την ελευθερία του punk, για τον πειραματισμό του post punk, για την μουσική ως εικόνα στο MTV, για τους εικονοκλάστες νεορομαντικούς, για τους πλαστικούς ποπ σταρ, για τους ναρκισσιστές νεογκόθ, για όσους προσπάθησαν να τον διαδεχθούν στο τεντωμένο σκοινί της ανδρόγυνης ταυτότητας. “There’s Old Wave, There’s New Wave, and There’s David Bowie”, ο αιώνιος φόρος τιμής που του επεφύλαξε η μουσική βιομηχανία μετατρέποντας την αδυναμία της να τον κατατάξει σε σλόγκαν-selling point απόλυτης περιγραφής του ταλέντου του.

Δε θα μπορούσε να τα καταφέρει όλα αυτά, αν δεν υπηρετούσε συνεχώς με ευλαβική πειθαρχία Το Κόνσεπτ. Ο David Bowie υπήρξε ο Πιο Conceptual Καλλιτέχνης στην Ιστορία της Ποπ Κουλτούρας. Δεν κυκλοφορούσε απλά άλμπουμ, δεν έπαιζε απλά σε ταινίες και θεατρικά. Συσκεύαζε κάθε καλλιτεχνικό εγχείρημα με τη ζωή του. Του αφιέρωνε, όχι με τον τρόπο που κάνουν κατάχρηση της φράσης οι κοινοί θνητοί στις συνεντεύξεις τους, την ίδια του την ύπαρξη. Γινόταν οι δίσκοι και οι ρόλοι του. Γι’ αυτό κι έμοιαζε Αθάνατος. Γι’ αυτό σε αυτά τα 69 χρόνια που έμεινε στον πλανήτη μας, φάνηκε ότι έχει ζήσει 69 διαφορετικές ζωές ως άχρονο καλλιτεχνικό installation. Γι’ αυτό και το σημείο που πρέπει να σταθούμε στο τέλος του είναι ότι αντιμετωπίσε το θάνατο (που ήξερε ότι ερχόταν) με τον ίδιο ακριβώς τροπο. Ως κόνσεπτ. Κι αυτό μπορεί να είναι εγωιστικό, ναρκισσιστικό, εξωγήινο, παράλογο ή αναμενόμενο, μπορεί να είναι απλά η αντίδραση ενός χαρισματικού ανθρώπου που θέλει να φύγει όπως έζησε: in full glory. Aλλά πάνω απ’ όλα είναι Μεγαλειώδες. Τον τοποθετεί σε μια πολύ κλειστή Λίγκα Έκτακτων Τζέντλεμεν και μας δίνει το δικαίωμα να λέμε ότι, έστω για ένα γύρο, υπέταξε τον θάνατο. Αφού τον χρησιμοποίησε.

https://youtu.be/FiK7s_0tGsg

ο Bowie σε συνέντευξή του στο BBC Newsnight το 1999 προβλέπει με εντυπωσιακή ακρίβεια τον τρόπο με τον οποίο το ίντερνετ θα επηρεάσει τη μουσική βιομηχανία (κι εν τέλει τη ζωή μας) – πολύ πιο χαρακτηριστική ένδειξη, ίσως σε σχέση με οποιοδήποτε τραγούδι, της πρωτοποριακής φύσης του

Νομίζω ότι, πέρα από τη συνηθισμένη πια διόγκωση των γεγονότων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αυτός ο εκκωφαντικός παγκόσμιος θρήνος φανερώνει μια αίσθηση Χρέους (αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος ύπαρξης του παρόντος σημειώματος, όλα έχουν ειπωθεί έτσι κι αλλιώς για τον Bowie). Όσοι άκουσαν τον Bowie σε πρώτο χρόνο (ή εστω με τη χαρακτηριστική καθυστέρηση στην περίπτωση των Ελλήνων) λένε συνήθως ότι «άλλαξε τη ζωή τους». Πυρπόλησε τα αυτιά τους «σε κάποιο εφηβικό δωμάτιο στην Κυψέλη των 70s», άλλαξε την κοσμοθεωρία τους καταστρέφοντας στερεότυπα αυτοδιάθεσης, αποτέλεσε τοτέμ θάρρους για την ελεύθερη έκφραση της σεξουαλικότητας, «αποτέλεσε σύμβολο της δυνατότητάς μας να (επαν)εφευρίσκουμε τους εαυτούς μας» όπως σημείωσε στο Channel 4 o Paul Mason. «Εφηύρε τους εξωγήινους. Εφηύρε τον Άρη. Εφηύρε τον αυτοσεβασμό. Εφηύρε τους Kraftwerk και τα συνθεσάιζερ. Εφηύρε την κοκαϊνη. Εφηύρε το Βερολίνο – το ελεύθερο Βερολίνο. Εφηύρε την αμφιφυλοφιλία», έγραψε σε mode υπερβολής το Spin, αντιπροσωπεύοντας όμως την αίσθηση όσων τον έζησαν σε πρώτο χρόνο.

Υπάρχουμε όμως και οι νεότεροι, ας πούμε αυτοί που έχουν ηλικία μικρότερη του Scary Monsters (που κυκλοφόρησε το 1980). Για εμάς, ο Bowie δεν υπήρξε εφηβικό είδωλο, όλα όσα είχε αλλάξει ή καθιερώσει τα πήραμε ως δεδομένα – άσε που η εφηβεία μας συνέπεσε με το αποκορύφωμα μια περιόδου που ήταν μάλλον ανεπίκαιρος. Και χρειάστηκε η ιστορική unplugged διασκευή των Nirvana στο “The Man Who Sold The World”, οι εκλάμψεις της επιρροής του στην Britpop και, βέβαια (ας το παραδεχθούμε) οι δύο πρώτοι δίσκοι των Placebo για να τον διατηρήσουν στο προσκήνιο. Να μας παρακινήσουν να τον ξεψαχνίσουμε διεξοδικά πέρα από τα προφανή και να διαπιστώσουμε συναρπαστικά πώς υπήρχε μέσα σχεδόν σε όλα όσα μας συγκλόνιζαν τότε, είτε μας συγκλόνισαν μεταγενέστερα (π.χ. Arcade Fire ή LCD Soundsystem). Κανείς μας μάλλον δε μεγάλωσε ακούγοντας David Bowie, κανένας δεν είχε το όνομά του γραμμένο στην χακί του τσάντα στο γυμνάσιο, τον συναντήσαμε με δέος στην πορεία, καταλάβαμε το μέγεθος της σημασίας του στην ενήλικη ζωή μας. Και διαρκώς καλύπτουμε το χαμένο χωροχρονικό έδαφος καταναλώνοντας χαντρες (boxsets, επανεκδόσεις, ντοκιμαντέρ, memorabilia κτλ.) ως ιθαγενείς της ποπ κουλτούρας.

Και για τις δύο κατηγορίες υπήρξε όμως τελικά τόσο καθοριστικός, διαμορφώνοντας όπως τα είπε-όλα-με-μια-φράση ο Μάρκος Φράγκος την «πολιτιστική μας ταυτότητα»…

https://youtu.be/y-JqH1M4Ya8

“Look up here, I’m in heaven/ I’ve got scars that can’t be seen/
I’ve got drama, can’t be stolen/ Everybody knows me now

Look up here, man, I’m in danger/ I’ve got nothing left to lose/
I’m so high it makes my brain whirl/ Dropped my cell phone down below

Ain’t that just like me

By the time I got to New York/ I was living like a king/
Then I used up all my money/ I was looking for your ass

This way or no way/ You know, I’ll be free/
Just like that bluebird/ Now ain’t that just like me

Oh I’ll be free…”

O Bowie είχε φροντίσει ακόμα και για το – κυριολεκτικά – κύκνειο άσμα του, το “Lazarus”. Δε θα μάθουμε ποτέ τις απαντήσεις στα ερωτήματα που έθεσε στον δικό του αποχαιρετισμό στον Guardian ο Alexis Petridis. Ας πούμε: «Πώς κατάφερε σε έναν κόσμο γεμάτο με τηλέφωνα με κάμερες και social media, κάποιος τόσο διάσημος όσο εκείνος να εξαφανιστεί πλήρως από την κοινή θέα μεταξύ 2008-2013, και κυρίως πώς κάποιος στο κέντρο του Μανχάταν ηχογραφεί άλμπουμ – comeback χωρίς να το πάρει κανένας χαμπάρι και να το διαρρεύσει στα μίντια; Και, τέλος, πώς κάποιος τόσο διάσημος σκηνοθετεί τελικά τον θάνατό του, κυκλοφορώντας ένα από τα καλύτερα άλμπουμ της καριέρας του εδώ και δεκαετίες γεμάτο με παράξενα, αινιγματικά τραγούδια που ξαφνικά αποκτούν νόημα όταν ο συνθέτης/συγγραφέας τους πεθαίνει δύο μέρες μετά την κυκλοφορία τους;». Και δε θα τις μάθουμε ποτέ, γιατί δεν το επέτρεψε η αξιοπρέπεια και σεμνότητα με την οποία διαχειρίστηκε τα προβλήματα υγείας που άρχισαν να εμφανίζονται μετά το μιλένιουμ, με αποκορύφωμα τον καρκίνο που τον χτύπησε πριν δεκαοκτώ μήνες και την ύπαρξή του δε γνώριζε ούτε καν ο Brian Eno.

Το «σοκ» λειτουργεί με το γνωστό τρόπο. Πεθαίνει κάποιος διάσημος, ένα μεγάλο ποπ είδωλο και αντιλαμβανόμαστε δια των αναμνήσεων ότι θα συμβεί και σε μας (και στα αγαπημένα μας πρόσωπα). Αλλά κυρίως, κι αυτό είναι το πιο επώδυνο, το γεγονός είναι μια υπενθύμιση ότι γερνάμε. Και δυστυχώς όταν αναχωρήσει και το τελευταίο κομμάτι της παρακάτω φωτογραφίας που απομένει, αυτό θα είναι αλήθεια…

bowie iggy lou reed