Τέσσερα τετράγωνα από το σπίτι μου, υπάρχει μια τετραώροφη πολυκατοικία. Υποψιάζομαι οικογενειακή. Περνάω κάθε μέρα από κει, όταν γυρίζω στο σπίτι. Κάθε χρόνο, τέτοια εποχή, σταματώ και τη χαζεύω. Μια θηριώδης, ξεκάθαρα ερωτευμένη, βουκαμβίλια (ή μπουκαμβίλια αν προτιμάς) την αγκαλιάζει σαν να θέλει να την καταπιεί. Ή να τη ρίξει στο κρεββάτι της.
Τα εκατοντάδες κοκκινοροζ λουλούδια της, ακουμπούν προστατευτικά τους γδαρμένους τοίχους, ψιθυρίζουν γλυκόλογα, τραγουδούν απαγορευμένα στιχάκια. Τα γερά κλαδιά του δέντρου-επισκέπτη που κάποιος, χρόνια πολλά πριν, φύτεψε σε ένα τόσο δα τετραγωνάκι γης, ανάμεσα σε δεκάδες μέτρα τσιμέντου, αγκαλιάζουν σφιχτά κάθε γωνιά, κάθε κάγκελο, κάθε εξοχή. Τα πράσινα φύλλα κρυφοκοιτάνε μέσα από τα παράθυρα, παραμονεύουν πίσω από τις γρίλιες, λικνίζονται μπροστά στα μπαλκόνια. Κάθε, μα κάθε φορά σκέφτομαι, τι θα ήταν αυτοί οι τέσσερις όροφοι χωρίς τη σφιχτή αγκαλιά της. Μια ακόμη συσσώρευση άσκοπης αστικής υπερβολής προφανώς, ένα καθρέφτισμα στο γκρίζο, μια αποτυχημένη αντανάκλαση στο αρχιτεκτονικό αύριο.
Ο Βαγγέλης, φίλος κηπουρός, τρέχει πάντα να μου υπενθυμίσει το βάρος που κουβαλά κάθε ομορφιά. Η μεγάλη ανθεκτικότητα της βουκαμβίλιας και η εμφανής ξύλινη σκληράδα της, την κάνουν απαιτητική. Ζητά τακτικά μεγάλη φροντίδα και έξυπνο κλάδεμα καθότι μπελαλίδικο. Επιθυμεί τα όρια, ως ιδιαιτέρως ανεξέλεγκτη, γι’ αυτό μην ξαφνιαστείς αν τη δεις διακλαδωμένη και αυθάδη, να κυκλοφορεί εκεί που δεν την σπέρνει. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Παρακαλεί για συγχώρεση όταν τα άγρια αγκάθια της προκαλούν φθορά και μουτζουρώνουν την καθαρότητα. Αν είναι του δρόμου, νερό δεν θα ζητήσει πάντως. Θα το έχει βρει ήδη από μόνη της μέσα στα υπόγεια ύδατα που κάνουν σβούρες κοντά στις ρίζες της. Αν είναι του δρόμου, το πιο πιθανό είναι να έχει φτάσει στα ουράνια. Και αν όχι ως αυτά, έστω εκεί που τελειώνει οι τοίχος που τη «φιλοξενεί». Κι αν είναι τέλος του θερινού σινεμά, θα τη δεις να «υποτροπιάζει» και να δίνει τα πιο έντονα της χρώματα, εκεί που οι ασπρόμαυρες εικόνες συνωστίζονται στη μεγάλη οθόνη.
Αν είχε αστυνομική ταυτότητα, η φουντωτή κυρία θα έγραφε…Συνομοταξία: αγγειόσπερμα. Ομοταξία: δικοτυλήδονα. Τάξη: καρυοφυλλώδη. Οικογένεια: νυκταγινοειδή. Γένος: μπουκαμβίλια. Και αν είχε μικρό βιογραφικό θα έγραφε πως είναι ένας θάμνος ή μικρό δέντρο, ένα φυλλοβόλο, αναρριχώμενο, καλλωπιστικό φυτό που ξεκινά να ανθίζει την άνοιξη και συνεχίζει και το καλοκαίρι, πως τα φύλλα του φέρουν μίσχους και είναι ακέραια, μεγάλα, χνουδωτά και ότι έχουν σχήμα καρδιάς ή νεφρού. Θα έγραφε κι άλλα. Πως έχει άνθη όμορφα, ζωηρόχρωμα, μετρίου μεγέθους σε ποικίλους χρωματισμούς. Πως η υφή τους είναι χάρτινη και με την πάροδο μερικών εβδομάδων πέφτουν και αντικαθίστανται με καινούργια. Πως τα συναντάς σε πολλούς χρωματισμούς: Μπορντό, βυσσινί, φούξια, ροζ, λευκό, κίτρινο, μωβ, πορτοκαλί.
Το όνομα με το οποίο κυκλοφορεί, όπως διαβάζω στο Land of Green, της δόθηκε «τιμής ένεκεν στον Γάλλο θαλασσοπόρο κι εξερευνητή Louis Antoine de Bougainville». Είναι αυτός που την έφερε στη Γηραιά ήπειρο από τις άγριες ζούγκλες της Νότιας Αμερικής. Αυτός που ένοιωσε τον σχεδόν ιπτάμενο τσαμπουκά της και είδε στην εικόνα της τους κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνας, αυτός που σκέφτηκε πως χιλιάδες μίλια μακριά, η ωραία αυτή παρουσία θα μπορούσε να σκορπίζει τρυφεράδα κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο και να χορεύει σαν αερικό μέσα στη δροσιά της μεσογειακής νύχτας.
Κι έτσι ταξίδεψε. Πέρασε τον μεγάλο ωκεανό, άντεξε, έφτασε στα νέα εδάφη και ρίζωσε στις πρώτες αυλές που βρήκε μπροστά της, στους πρώτους κήπους, στα πρώτα σοκάκια. Πέρασε και τη θάλασσα που έμοιαζε σαν λίμνη, στάθηκε για μια ανάσα στη Νάπολη, στη Μασσαλία, στο Αλγέρι και τέλος έγειρε στα ελληνικά νησιά, τα έπνιξε με φιλιά, και έμεινε εκεί για πάντα. Ο ήχος των τζιτζικιών θα ήταν εκεί για να περιγράψει τη νέα συνάντηση πάνω στο απέραντο λευκό. «Εκεί όπου το φως μπορεί να ξεθωριάσει ακόμη και τη θάλασσα» όπως λέει κι ο ποιητής, θα άλλαζε χρώματα κάθε καλοκαίρι και αυτό θα γινόταν εικόνα και μετά καρτ ποστάλ που θα έμπαινε σε φάκελους, θα στριμωχνόταν σε βαλίτσες, θα ξεχνιόταν σε φαρδιές τσέπες και θα ταξίδευε ως την άκρη του κόσμου.
Τέσσερα τετράγωνα από το σπίτι μου, υπάρχει μια τεράστια βουκαμβίλια. Αλλά ευτυχώς δεν είναι η μόνη. Ούτε στη γειτονιά μου. Ούτε στην πόλη.
Αν έχεις βουκαμβίλια στο μπαλκόνι σου, τι πρέπει να ξέρεις και να προσέχεις.