Το Shoegazing City είναι μία στήλη-αστικό ημερολόγιο δύο ανθρώπων που προσπαθούν να συναντηθούν. Μία αρχιτέκτονας κι ένας ποιητής, η Sublolita και ο Latenighter, δίνουν ένα ραντεβού σ’ ένα σημείο της πόλης, καταγράφουν τη διαδρομή τους από διαφορετικές αφετηρίες, κι όταν φτάνουν στο σημείο, παρατηρούν, ρωτούν, κουτσομπολεύουν και αναρωτιούνται για το καθετί. This is a story of Latenighter meets Sublolita. Αυτή είναι η διαδρομή, παράλληλη και εφαπτόμενη, δύο ανθρώπων που έμαθαν να κοιτάζουν κάτω ― ή, μάλλον, προς τα κάτω, εκεί, στη λεπτομέρεια.
Η αδυνατότητα του παρελθόντος : Μια βόλτα στο Αεροδρόμιο Ελληνικού
Σάββατο πρωί. Η Αθήνα είναι γεμάτη από προσωπικές βόλτες. Ο καθένας περπατά ή οδηγεί και ζει τη δική του ιστορία. Η λέξη «ιστορία», αν τη γράψεις με κεφαλαίο «Ι», φαίνεται αλλιώς ― γίνεται κάτι άλλο. Η Ιστορία κυριαρχεί στη μεγάλη αφήγηση της πόλης, κι όμως η ιστορία γεμίζει τα κεφάλαια, μπουκώνει με μικροαφηγήσεις, για να γίνει ο κόσμος κοινότητα.
Γίνεται ο κόσμος κοινότητα; Κάθε πότε υπάρχει η κοινή Ιστορία; Κι αν υπάρχει, πόσες κοινές ιστορίες χρειάζονται για να ζητήσεις από τον διπλανό σου να συνυπάρξετε; Πόσες κοινές ιστορίες κάνουν τα τσιμέντα να ιδρώνουν; Πόσα παλιοσίδερα μπορούν να φτιάξουν μια μεγαλειώδη ιστορία; Ιστορία ή ιστορία;
Φύγαμε από τον Εθνικό Κήπο μ’ ένα κάρο σκέψεις για τον δημόσιο χώρο. Για τον δημόσιο όρο, κουβέντα. Για κείνες τις φθαρμένες λεπτομέρειες που αναδημιουργούν τον ξεχασμένο κόσμο μας, σιωπή. Αυτήν τη βόλτα δεν την κάναμε χώρια. Ήμασταν μαζί. Έσταζαν ξεχασμένη ιστορία τα μάτια μας.
― Να κάνουμε μια προσπάθεια να μη συναντηθούμε.
Δεν χωριστήκαμε ποτέ. Είναι μερικοί τόποι που δεν μπορείς να τους βρεις χώρια, που είναι αδύνατον να πας μόνος. Η μοναξιά των πόλεων θα καταργηθεί όταν φτιάξουμε τις βόλτες μας από την αρχή.
― Να κατεβούμε τη Συγγρού, να βγούμε στην παραλία, να φτάσουμε μαζί.
― Να κάνουμε αυτήν τη βόλτα που δεν μας νοιάζει το ταξίδι.
― Μα το αεροδρόμιο του Ελληνικού δεν μας λέει αυτό.
― Το αεροδρόμιο δεν μιλάει πια.
Μοιρασμένες σιωπές, η εγκατάλειψη κομματιών της πόλης. Ξαφνικά, κατεβαίνει ο διακόπτης και η τελευταίες φωνές γίνονται αμίλητα μπετά. Η αδυνατότητα του παρελθόντος να μην είναι τίποτε άλλο παρά μόνο παρελθόν. Η ανικανότητα του παρόντος να προσλάβει τα περασμένα δίχως να σηκωθεί η ελάχιστη τρίχα στο χέρι μας.
― Ανατριχιάζω.
― Από την πολλή ησυχία.
― Καμιά φορά, σκέφτομαι, πού πήγαν όλοι αυτοί οι επιβάτες;
― Τι ν’ απέγιναν οι πιλότοι, οι αεροσυνοδοί, οι υπάλληλοι;
― Πού πάει το παρελθόν όταν δεν το θυμάσαι;
Σκύψαμε πολλές φορές πάνω από αυτές τις ερωτήσεις. Κορέστηκαν οι απαντήσεις; Υπάρχει απάντηση στην εγκατάλειψη; Η αδιαφορία έχει παρόν ― είναι ένας δικτατορικός ενεστώτας. Η εγκατάλειψη και η αδιαφορία είναι μια απάνθρωπη συμμορία που μπορεί να ξεκάνει τις πόλεις.
― Πνίγομαι.
― Κοίτα κάτω.
― Shoegazing City στο αεροδρόμιο του Ελληνικού.
― Εσύ, εγώ και τα ονόματα που δεν θα ξαναπούμε.
― Και τα χορταριασμένα κενά της άδειας μνήμης.
― Εσύ κι εγώ.
― Κι οι εικόνες που θα ζωντανέψουμε για λίγες ώρες.
― Να μιλούσαν τα τσιμέντα…
To Διεθνές Αεροδρόμιο Ελληνικού ή απλώς Ελληνικό (επισήμως Κρατικός Αερολιμένας Αθηνών) ήταν το διεθνές αεροδρόμιο της Αθήνας για πάνω από 60 χρόνια.
Άρχισε να κατασκευάζεται το 1938, και το 1969 εγκαινιάστηκε ο Ανατολικός Αεροσταθμός, σχεδιασμένος από τον γνωστό Φινλανδό αρχιτέκτονα Eero Saarinen. Η επένδυση στον τουρισμό και η αυξητική τάση αφίξεων που παρουσίαζε συνεχώς το αεροδρόμιο του Ελληνικού ήταν οι παράγοντες που οδήγησαν στην επέκταση του αεροσταθμού και στη θεώρησή του μέγα εθνικό έργο.
Το πολιτικό αεροδρόμιο είχε πλέον δύο τερματικούς σταθμούς: ο δυτικός τέθηκε σε αποκλειστική χρήση της Ολυμπιακής Αεροπορίας που απολάμβανε ακόμα τη φήμη και την αναγνώριση ενός ισχυρού εθνικού αερομεταφορέα, ενώ ο ανατολικός εξυπηρετούσε τις διεθνείς πτήσεις.
Χαρακτηριστική είναι η κυριαρχία της εικόνας του επιβλητικού, πομπώδους, μοντερνιστικού ανατολικού αεροσταθμού στις ταινίες της εποχής εκείνης. Η λειτουργία του σταθμού μετέβαλε τόσο το τοπίο όσο και τη νοοτροπία του κόσμου, σημαδεύοντας τη μετάβαση από το ταπεινό και το ασπρόμαυρο στο μεγαλοπρεπές και το έγχρωμο.
Παρά τη γενναία διεύρυνση, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 άρχισε να γίνεται κατανοητό ότι το αεροδρόμιο δεν θα μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες του μέλλοντος και η κυβέρνηση Καραμανλή ανέθεσε το 1976 σε κοινοπραξία της Aeroports de Paris και του Αεροδρομίου της Φρανκφούρτης την επιλογή της κατάλληλης θέσης για μεταφορά του αεροδρομίου.
Τη δεκαετία του ’90 το Ελληνικό άρχισε να βιώνει πραγματική συγκοινωνιακή ασφυξία εξυπηρετώντας 10 με 12 εκατομμύρια επιβάτες το χρόνο. Και ενώ η χωροθέτηση του νέου Αεροδρομίου στα Σπάτα είχε εγκριθεί, καθυστερούσε συνεχώς ο διεθνής διαγωνισμός και οι απαλλοτριώσεις. Η κατασκευή του νέου αεροδρομίου δρομολογήθηκε γύρω στο 1993, και στις 28 Μαρτίου του 2001 εκτελέστηκε από το αεροδρόμιο του Ελληνικού η τελευταία πτήση, παραδίνοντας τη σκυτάλη στο Διεθνές Αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος».
Μετά τη μεταφορά στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» και την ολοκλήρωση των Ολυμπιακών Αγώνων, το Ελληνικό τεμαχίστηκε και «μοιράστηκε» σε διαφορετικούς ιδιοκτήτες και διαφορετικά καθεστώτα διαχείρισης. Σύμφωνα με έρευνα του Εργαστηρίου Αστικού Περιβάλλοντος του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου, 2.500 στρέμματα του παλιού αεροδρομίου είναι δεσμευμένα από δημόσιους φορείς ή ιδιώτες με εκμισθώσεις ή παραχωρήσεις ετών.
Από το 2004 ουσιαστικά ξεκινάει και το «σίριαλ» της αξιοποίησης του Ελληνικού, με σειρά διαγωνισμών και αναθέσεις εκπόνησης σχεδιαστικών, πολεοδομικών και στρατηγικών μελετών εκ μέρους της πολιτείας, που δεν πραγματοποιούνται. Τελικά, το 2011 συστήνεται η Ελληνικό Α.Ε., η οποία αναλαμβάνει την ευθύνη και τη διαχείριση του ακινήτου για να την παραχωρήσει στη συνέχεια στο Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου. Παράλληλα, οι δήμοι Αργυρούπολης, Αλίμου, Ελληνικού και Γλυφάδας, αντιδρώντας έντονα στις παραπάνω πρωτοβουλίες, αναθέτουν στο Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο την εκπόνηση μελέτης για το σχεδιασμό Μητροπολιτικού Πάρκου Πρασίνου. Το 2012 ψηφίζεται από τη βουλή ο νόμος 4062 για την αξιοποίηση του πρώην αεροδρομίου και οι δεσμευτικές προσφορές των ενδιαφερομένων αναμένεται να υποβληθούν στις αρχές του Μάρτη του 2014.
Στο Ελληνικό δεν προσγειώνονται πια αεροπλάνα. Όμως στην ανατολική πλευρά του σταθμεύουν έξι αεροσκάφη, τα οποία αγοράστηκαν με έξοδα του Πολιτιστικού Κέντρου της Ολυμπιακής για το μουσείο Πολιτικής Αεροπορίας. Ανάμεσά τους, ο «Αετός», ένα Boeing 747 ,το μόνο διώροφο αεροπλάνο που πέταξε ποτέ με τα φτερά της Ολυμπιακής, το οποίο καθηλώθηκε στο έδαφος το 1999 ως κοστοβόρο.
Το μουσείο ξεκίνησε να λειτουργεί το 2011 με απώτερο στόχο να εγκατασταθεί σε μία μόνιμη στέγη στον χώρο του παλαιού αεροδρομίου. Στα εκθέματα του μουσείου περιλαμβάνονται στολές και προσωπικά είδη των εργαζομένων της Ο.Α., στοιχεία του τεχνολογικού εξοπλισμού των αεροσκαφών, ένας προσομοιωτής πτήσεων για την εκπαίδευση του πληρώματος των αεροσκαφών, αναμνηστικά είδη της Ο.Α., αυθεντικά στοιχεία του εξοπλισμού του αεροδρομίου, το γραφείο του Αριστοτέλη Ωνάση, ένα μοναδικό ψηφιδωτό από τα γραφεία της Ο.Α. στην Αθήνα, σύγχρονα έργα τέχνης και σπάνιες φωτογραφίες. Δυστυχώς, το μουσείο σήμερα παρουσιάζει εικόνα εγκατάλειψης.
― Εικόνα εγκατάλειψης.
― Δεν τη βλέπεις;
― Χαμένη ελληνικότητα, λες;
― Χαμένο μεγαλείο.
― Ήταν αληθινό;
― Είχε τα φόντα.
Τα εγκαταλειμμένα αεροδρόμια είναι οι πιο ερημικοί τόποι στις πόλεις. Οι τόποι που ακόμα φανερώνουν το χαμένο μεγαλείο, τον χαμένο κόσμο. Τον πλανήτη που ταξίδευε από ’δώ πάνω και που δεν θα ξαναπετάξει πια. Ένα καμένο μελίσσι.
― Τι ν’ απέγιναν εκείνοι που ταξίδευαν; Εκείνος ο ομογενής που, όταν ένιωθε νοσταλγία για την Ελλάδα, πήγαινε στο αεροδρόμιο της πόλης του και έβλεπε τ’ αεροπλάνα της Ολυμπιακής τι ν’ απέγινε;
― Εκείνοι που πετούσαν;
― Εκείνα που πετούσαν;
― Εγκατάλειψη.
― Μείνε μαζί μου.
― Χαμένα όλα.
― Μείνε μαζί μου.
― Εγκατάλειψη.