Το Shoegazing City είναι μία στήλη-αστικό ημερολόγιο δύο ανθρώπων που προσπαθούν να συναντηθούν. Μία αρχιτέκτονας κι ένας ποιητής, η Sublolita και ο Latenighter, δίνουν ένα ραντεβού σ’ ένα σημείο της πόλης, καταγράφουν τη διαδρομή τους από διαφορετικές αφετηρίες, κι όταν φτάνουν στο σημείο, παρατηρούν, ρωτούν, κουτσομπολεύουν και αναρωτιούνται για το καθετί. This is a story of Latenighter meets Sublolita. Αυτή είναι η διαδρομή, παράλληλη και εφαπτόμενη, δύο ανθρώπων που έμαθαν να κοιτάζουν κάτω ― ή, μάλλον, προς τα κάτω, εκεί, στη λεπτομέρεια. Πατήστε το play παρακάτω και ξεκινήστε το ταξίδι.
Στωική μουσική [ Μια βόλτα στις στοές του κέντρου ]
― Περπατώ, περπατώ εις το δάσος.
― Έι, αυτό είναι απ’ αλλού.
Αυτό το «απ’ αλλού» ψάχναμε τριγυρνώντας στις στοές του κέντρου. Και βρήκαμε ένα δάσος από πράγματα. Στοιβαγμένα προϊόντα, λες και ένα Jenga αποφάσισε ότι πρέπει να στηθεί ένα γύρο. Οι πρώτες στοές εντάχθηκαν στον ιστό της πόλης τα τελευταία χρόνια του 18ου αιώνα, ακολουθώντας το παράδειγμα άλλων ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων. Σκοπός τους ήταν να δημιουργήσουν έναν προστατευμένο χώρο που θα εξυπηρετούσε αφενός το εμπόριο και αφετέρου μια αναζήτηση της «απόλαυσης» στην πόλη, μέσω περιπάτων και άλλων ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων. Ενσωματώνοντας ψήγματα της αθηναϊκής αυλής και του αρχαιοελληνικού αιθρίου, οι στοές δημιουργούν ένα κατώφλι, έναν ενδιάμεσο χώρο που μετατρέπεται σε ζωτικό αστικό χώρο. Οι στοές του κέντρου της Αθήνας, άλλες έρημες και άλλες ιδιαίτερα ζωντανές ακόμα και σήμερα, δημιουργούν ένα ξεχωριστό δίκτυο κινήσεων μέσα στην πόλη που διατρέχει τους χαραγμένους οδικούς άξονες της, διαπερνά κτίρια και οικοδομικά τετράγωνα, εισχωρεί σε αστικά κενά, ακάλυπτους και ξεχασμένες αυλές. Οδηγεί έτσι όποιον επιλέξει να κινηθεί μέσα απ’ αυτές σε ένα ταξίδι στο κέντρο της πόλης, στα κρυμμένα εσωτερικά της και στα όχι και τόσο εμφανή κομμάτια του παρελθόντος της.
― Μα πόσα πράγματα βρίσκεις εδώ μέσα;
― Έρχεται Πάσχα. Η ανάσταση της ανακάλυψης.
Της ανακάλυψης. Η Αθήνα είναι ό,τι πρέπει για ανακαλύψεις και επανανακαλύψεις και δώστου. Εντάξει, αυτή είναι η προσδοκία σε κάθε πόλη, μια προσδοκία που κουβαλούν πολλοί μαζί τους περπατώντας σε μια πόλη· περπατώντας χωρίς σκοπό.
― Άσκοπα δηλαδή;
― Έξω από όλα τα «δεν προλαβαίνω» περισσότερο.
Είναι όμως κι εκείνες οι δυνατότητες που σου δίνει η Αθήνα να περπατήσεις με παρέα, δίχως να σκέφτεσαι τίποτε άλλο παρά μόνον αυτήν ― την παρέα. Και να ρωτάς στην παρέα σου πράγματα, γιατί θες να μάθεις, να καταλάβεις. Η κάθε στοά έχει τη δική της ιστορία να αφηγηθεί. Συνήθως οι στοές ήταν θεματικές ―αντρικά ρούχα, είδη σπιτιού, κλειδιά και σφραγίδες, δακτυλογραφήσεις― και πολλές δεν σταματούν στο επίπεδο του δρόμου, αλλά επεκτείνονται με σκάλες η ράμπες στα υπόγεια ή στους επάνω ορόφους. Η Στοά Καΐρη φτιάχτηκε στο Μεσοπόλεμο. Εδώ βρισκόταν το μεγαλύτερο κέντρο ηλεκτρολογικού εξοπλισμού. Σήμερα τα μαγαζιά είναι γενικού εμπορίου.
― Καταλαβαίνεις;
― Ακούω.
Σε μια βόλτα στις στοές του κέντρου, πήραμε μαζί μας ―σχεδόν παρασύραμε― τον Dozen Draft (aka Μπάμπη Μπόζογλου). Την προηγουμένη τον είχαμε ακούσει στο six d.o.g.s. να μιλάει με τη μουσική του στην ησυχία της κυριακάτικης Αθήνας. Το Plisskën Festival μάς έδωσε αυτήν τη δυνατότητα: ν’ ακούσουμε και να χορέψουμε στους ρυθμούς του Dozen Draft και του Teen Daze από τον Καναδά. Ο Dozen Draft γράφει μουσική από το 2011 χρησιμοποιώντας κιθάρες, πλήκτρα, ντραμς, φωνητικά και samples. Έχει κυκλοφορήσει το EP «1.10.2012» (Somehow Ecstatic Records) και το άλμπουμ «Hands» (Already Dead Tapes ’n Records). Η μουσική του είναι ένα μείγμα από tropical pop, shoegaze και psychedelic επιρροών, με αναφορά στα 60s-70s.
Η έμπνευση για τον DD δεν είναι συνειδητή. «Δεν είμαι ρομαντικός», λέει μ’ ένα μικρό χαμόγελο. «Ασυνείδητα ίσως με εμπνέει οτιδήποτε μπορεί να με επηρεάζει. Δεν νιώθω ότι πρέπει να πάρω τα βουνά ή να μπω στα δάση και να κυνηγάω “έμπνευση”», μας λέει ενώ κοιτάζει κάτω· shoegazer κι αυτός.
― Πώς θα όριζες τον ήχο σου; Και πώς βλέπεις τον συγκεκριμένο χώρο όπου ανήκει ο ήχος σου στην Ελλάδα;
― Μελωδικός με δόσεις ψυχεδέλειας… Δεν ξέρω ποιος είναι αυτός ο χώρος που λέτε. Θα έλεγα ότι υπάρχει άπειρος κόσμος που γράφει απίθανες μουσικές. Το soundcloud είναι γεμάτο μ’ αυτές.
Ο DD είναι από τη Βέροια. Όπως και ο Larry Gus, όπως και ο Niadoka. Μην είναι το νερό της Βέροιας; Μην είναι το ρεβανί;
― Ραβανί ή ρεβανί;
― Ρεβανί! Πέρυσι με μαλώνανε κάτι συντοπίτες του που το έλεγα λάθος!
Μας δίνει όμως την τελική του απάντηση: «Μάλλον φταίει ότι ανακαλύψαμε πρώτοι εμείς από τη Βέροια τις ADSL συνδέσεις», λέει, κι εμείς γελάμε.
Τον ρωτάμε αν έχει σκεφτεί ποτέ να ζήσει στην Αθήνα. Είναι άραγε δίλημμα το Αθήνα ή Βέροια; «Κανείς πραγματικά δεν ξέρει. Τα επόμενα άμεσα σχέδιά μου έχουν γίνει με βάση το περιβάλλον της Βέροιας. Μέχρι εκεί!»
Φως τρυπώνει από ’δώ κι από ’κεί. Τα κτίρια κάνουν τρύπες, ο ουρανός είναι τρυπημένος, ο κόσμος όμως δεν συνηθίζει να κοιτάζει πάνω. Οι shoegazers το κάνουν όμως, κι ας λέγονται έτσι. Ακούνε και μουσική περπατώντας ― ή τη φαντάζονται.
― Η Αθήνα έχει τον δικό της ήχο; Ποιο πιστεύεις ότι θα ήταν το soundtrack της Αθήνας σήμερα;
― Ναι, έχει τον δικό της ήχο και θα της ταίριαζαν αποσπάσματα από τη μουσική του Μπάμπη Παπαδόπουλου για την ταινία του Οικονομίδη, «Το Μικρό Ψάρι».
Κι άλλα πράγματα παντού. Κι άλλες στοίβες. Ή σημάδια που λένε ότι σ’ αυτά τα σημεία υπήρχε ζωή, υπήρχαν πράγματα. Πράγματα… Προϊόντα. Όλα προϊόντα. Ή και όχι. Η μουσική τι είναι; «Η μουσική είναι δημιουργία που φεύγει τυλιγμένη σε συσκευασίες προϊόντων γιατί έτσι μόνον μπορούν να την κατανοήσουν οι αστοί. Είναι σκληρό, ναι», λέει ο DD. Κοιταζόμαστε. Τον κοιτάμε. Λες;
― Θα κάτσεις εδώ;
― Έχω ακροφοβία. Βγάλε φωτογραφία γρήγορα.
Ακροφοβία. Ιδρώτας. Μερικά κτίρια στην Αθήνα έχουν δημιουργηθεί για να σε ιδρώνουν, να πέφτουν πάνω σου σαν μια αγκαλιά που θέλει να σε πνίξει. Αγκαλιά όμως. Τα κτίρια της Αθήνας…
― Μπορείς να επιλέξεις ένα χώρο ή σημείο της Αθήνας όπου θα ήθελες να παίξεις χωρίς να σε απασχολεί ο ήχος;
― Οι αληθινοί μουσικοί είναι αυτοί που παίζουν στο δρόμο. Αν ήμουν ένας από αυτούς, θα έπαιζα οπουδήποτε, οδηγούμενος ενστικτωδώς· κάτι αντίστοιχο με τους σκύλους της πόλης που γνωρίζουν πού θα τραφούν.
Η Στοά των Εμπόρων εκτείνεται από την οδό Βουλής έως τη Λέκκα. Βρίσκεται στο ισόγειο του Ταμείου Εμπόρων, έργο της μεσοπολεμικής αρχιτεκτονικής περιόδου, σχεδιασμένο από τους Λεωνίδα Μπόνη και Εμμανουήλ Λαζαρίδη. Το κτίριο βρίσκεται σε στρατηγική σημείο του αστικού ιστού, καθώς ενώνει τις παρυφές του εμπορικού τριγώνου της Αθήνας με την καρδιά του. Μετά τη μετακίνηση του Ταμείου Εμπόρων στην οδό Ακαδημίας, το κτίριο είναι ουσιαστικά ανενεργό και η Στοά των Εμπόρων βρίσκεται σε κατάσταση αδράνειας. Βγαίνουμε από τις στοές. Ξανά φως, ανεξέλεγκτο. Εντάξει, γι’ αυτό το φως πήραμε Νόμπελ, το ξέρουμε. Ξέρουμε όμως ότι αγκαλιάζει κι αυτό τα κτίρια, είτε ποιητικά είτε όχι. Δεν χρειάζεται η ποίηση για να καταλάβεις ότι τα κτίρια της Αθήνας είναι τα πιο κρυφά λόγια.
― Τι είναι τα κρυφά λόγια;
― Είναι τα λόγια που δεν θέλω ν’ ακούσεις όταν περπατάμε.
― Όταν περπατάμε, δεν μιλάμε.
― Όταν δεν περπατάμε;
― Όταν δεν περπατάμε, δεν ξέρουμε τι μας γίνεται.
Η Αθήνα όμως επιμένει. Στο πλαίσιο του προγράμματος άμεσων παρεμβάσεων στον αστικό χώρο και την εμπορική δραστηριότητα του κέντρου της Αθήνας, «Έργο Αθήνα», ο Δήμος Αθηναίων προσκαλεί νέους δημιουργούς, καλλιτέχνες, αρχιτέκτονες, δημιουργικά δίκτυα, πολυδιάστατες ομάδες εργασίας και άτυπες συλλογικότητες, να επιμεληθούν έναν από τους κενούς χώρους της Στοάς Εμπόρων και να υλοποιήσουν ιδέες για την έκθεση «Ιχνη Εμπορίου», που θα πραγματοποιηθεί από τις 9 Μαΐου έως τις 15 Ιουνίου.
Θέλει και η Αθήνα την ησυχία της. Παράγει πολύ θόρυβο, το ξέρουμε κι αυτό. Τόσο πολύ θόρυβο.
― Λες να πάρουμε ποτέ Νόμπελ για το θόρυβο;
― Αν ποτέ κανείς γραφιάς καταλάβει την αξία του.
Η αξία του θορύβου σε πόλεις σαν την Αθήνα είναι ανεκτίμητη. Όχι για κανέναν άλλον λόγο, αλλά γιατί μ’ εκείνον μπορείς να καταλάβεις όλη της τη ζωή. Ο θόρυβος της πόλης είναι ζωή. Κι ας μη μιλάμε πού και πού. Ας μη μιλάμε πού και πού.