Το Shoegazing City είναι μία στήλη-αστικό ημερολόγιο δύο ανθρώπων που προσπαθούν να συναντηθούν. Μία αρχιτέκτονας κι ένας ποιητής, η Sublolita και ο Latenighter, δίνουν ένα ραντεβού σ’ ένα σημείο της πόλης, καταγράφουν τη διαδρομή τους από διαφορετικές αφετηρίες, κι όταν φτάνουν στο σημείο, παρατηρούν, ρωτούν, κουτσομπολεύουν και αναρωτιούνται για το καθετί. This is a story of Latenighter meets Sublolita. Αυτή είναι η διαδρομή, παράλληλη και εφαπτόμενη, δύο ανθρώπων που έμαθαν να κοιτάζουν κάτω ― ή, μάλλον, προς τα κάτω, εκεί, στη λεπτομέρεια. Πατήστε το play παρακάτω και ξεκινήστε το ταξίδι.
― Από πού να πάρω το 224;
― Από τη Σόλωνος θα σε βολεύει.
― Και πού να κατέβω;
― Στο τέρμα.
Είναι μερικές συνοικίες στην Αθήνα που νομίζεις ότι βρίσκονται στο τέρμα· ποιο τέρμα, αναρωτιέσαι. Ε, σε κάποιο τέρμα, τι σε νοιάζει. Το τέρμα είναι από μόνο του μια θέση, μια κατάσταση, ένας τόπος που σε τριγυρίζει ώς το τέρμα. Το τέρμα είναι ιδέα.
― Έχω φτάσει στο τέρμα.
― Ξανασκέψου τι είπες.
― Επιμένω: έχω φτάσει στο τέρμα.
― Ξαναπές τι σκέφτηκες.
― Δεν παίζω έτσι.
Είναι μερικές γειτονιές της πόλης που δεν έχουν τίποτα. Είναι οι ίδιες γειτονιές που βρίσκεις τις ωραίες ιστορίες, που συντονίζεσαι μ’ εκείνους που έχουν να περηφανευτούν μόνο για όσα έζησαν· καθόλου για όσα είδαν, θαύμασαν, έχτισαν· μόνο όσα χτίστηκαν ως εμπειρία στο φαντασιακό τους και στην πραγματική πραγματικότητα.
Η ονομασία του Πολυγώνου φαίνεται ότι προήλθε από την πολυγωνική εξέδρα που στηνόταν κατά τις παρελάσεις στο χώρο απέναντι από την είσοδο της τότε Σχολής Ευελπίδων (σημερινά Δικαστήρια). Η αρχαία ονομασία της περιοχής ήταν «Αγχεσμός». Η περιοχή αναφέρεται και ως «Γυπαρέικα», λόγω του ότι στην περιοχή είχε κτήματα ο Παύλος Γύπαρης, σωματοφύλακας του Ελευθερίου Βενιζέλου, γι’αυτό και η περιοχή ονομάζεται επίσης συνοικία Ελευθερίου Βενιζέλου, όπως και η κεντρική πλατεία της.
Σ’ αυτήν τη βόλτα μάς έκανε παρέα ο pan pan ή, αλλιώς, ο Παναγιώτης Πανταζής. Κομίστας, μουσικός, αρχιτέκτονας, μ’ αυτήν τη σειρά και με όλες τις πιθανές. «Είμαι όλα αυτά και είναι όλα αυτά το μάτι μου». Μας κάλεσε στο Πολύγωνο κι εμείς πήγαμε. «Το Πολύγωνο είναι η γειτονιά όπου μεγάλωσα. Η σχέση με την περιοχή παραμένει ενεργή, καθώς εδώ μένουν οι δικοί μου, εδώ είναι το στούντιο όπου κάνουμε πρόβες, από εδώ παραγγέλνω σουβλάκια (μιας και το ντελίβερι φτάνει ώς τους Αμπελόκηπους όπου μένω τα τελευταία δύο χρόνια). Ελάχιστες αλλαγές έχουν συμβεί τα τελευταία 14 χρόνια που δεν είμαι μόνιμος κάτοικος και είναι κυρίως μικρές παρεμβάσεις στην πλατεία ή στο παρκάκι. Σε επίπεδο χρήσεων, η εντυπωσιακότερη αλλαγή σε σχέση με τα παιδικά μου χρόνια είναι η ταυτόχρονη εμφάνιση πολλών οίκων ανοχής κατά μήκος της Βριλλησού, του περιφερειακού των Τουρκοβουνίων δηλαδή».
Στην «Καθημερινή» διαβάζουμε: «Σε μία βραδινή βόλτα στον περιφερειακό του Πολυγώνου πάνω από το Πεδίον του Άρεως με θέα την Ακρόπολη και τον Λυκαβηττό, συναντάει κανείς μεγάλες φωτιζόμενες πινακίδες με ευδιάκριτο τον αριθμό του δρόμου. Οι αριθμοί αυτοί παραπέμπουν σε παράνομους οίκους ανοχής επάνω στον κεντρικό δρόμο της Βριλησσού, τα λεγόμενα “studios”, που μετά το 2006 ξεφύτρωσαν σαν μανιτάρια, υποβαθμίζοντας την άλλοτε καλή περιοχή. […] Η ιδιαίτερη θέση της περιοχής με θέα “πιάτο” την Ακρόπολη και τον Λυκαβηττό ανέβαζε τις τιμές των ακινήτων, καθιστώντας την μέρος πρόσφορο για επενδύσεις σε ακίνητα κοντά στο κέντρο».
Ζητάμε από τον pan pan να μας πει ένα αγαπημένο του σημείο στο Πολύγωνο. «Η“Ράχη”. Είναι ένα μικρό παρκάκι στα όρια με Αμπελόκηπους, με θέα προς τον Υμηττό και τους δήμους που απλώνονται στους πρόποδές του, καθώς κινείσαι βόρεια. Ο περισσότερος κόσμος έχει πολλές ιστορίες με κορίτσια ή μπάφους ή κάτι τέτοιο, εγώ θυμάμαι που παίζαμε μπάσκετ σε μια χαμηλή μπασκέτα όπου μπορούσαμε να κάνουμε καρφώματα». Η «Ράχη» είναι και ένα από τα σημεία όπου ο pan pan θα ήθελε να κάνει ένα λάιβ.
― Θέλεις να βάλεις κι εσύ καλάθι;
― Όχι, θέλω ένα γλειφιτζούρι.
― Ε, εγώ σου παίρνω κι εσύ τα κάνεις διακοσμητικά.
Ο ήλιος από πάνω μας· η ζέστη γίνεται αφόρητη, αλλά συνεχίζουμε την αναβοκατάβαση στους δρόμους του Πολυγώνου. Σκουπιδιάρες πάνε κι έρχονται, μόλις έχει τελειώσει η λαϊκή, ζητάμε λίγη σκιά. Υπό σκιάν. Συζητάμε για το πώς επηρεάζει η Αθήνα τη δουλειά του pan pan (κόμικς/εικονογράφηση και μουσική). Για το πώς δουλεύει για κείνον αυτό το «τρίπτυχο» Αθήνα-σκίτσο-μουσική. Είναι, άραγε,κάποια στοιχεία της πόλης, κάποιες λεπτομέρειες που απομονώνει; «Το τρίπτυχο δουλεύει ως ένα σύνολο ερεθισμάτων που συγχωνεύονται στο ίδιο μυαλό που λειτουργεί πάντα αναλύοντας τον κόσμο με αρχιτεκτονική προσέγγιση. Το ίδιο ισχύει και για τα στοιχεία ή τις λεπτομέρειες: γίνονται ένα, περνάνε σε επίπεδο γενικότερης αίσθησης και, μέσα από αυτήν τη γλώσσα, δημιουργούνται οι “γωνίες” που θα λάμψουν μέσα από τη συνολική εικόνα».
― Ακούς; Ακούω να λες.
― Ακούω και βλέπω.
― Πού;
― Νά, εδώ, δες.
Ο pan pan έχει μερικούς από τους πιο λοξούς τίτλους κομματιών. «Σπηλιές στα Τουρκοβούνια», «Γέφυρες των Πετραλώνων», «Τέκνο στα Πετράλωνα» «Φωσφοριζέ σαλιγκάρια στον επιτάφιο», «Μέδουσες γιαχνί», «Οδοντόκρεμα πιπεριά». Ποιες είναι οι ιστορίες πίσω από αυτά; «Μου αρέσει να δίνω έναν τίτλο που θα φτιάξει μια εικόνα λίγο παραπέρα από την αναμενόμενη χαρτογράφηση του εκάστοτε συναισθήματος που ήταν η αφορμή ή το αποτέλεσμα της δημιουργίας του κομματιού. Κάτι σαν ένα τρέιλερ για τον ακροατή, να δει τον τίτλο και να πλάσει μια ιστορία δική του. Οι ιστορίες είναι αυτές που θα φτιάξετε εσείς κι όποιος ακούσει τη μουσική· εν προκειμένω, δεν έχω λόγο να απομυθοποιήσω αυτό το στάδιο».
― Θέλω κι εγώ την παραμύθα μου.
― Θέλω κι εγώ το παραμύθι μου.
― Διαφορά μεγέθους.
― Size does matter.
Μιλώντας για μεγέθη, ο pan pan μάς λέει ότι κάποτε ένας φίλος του τού εξομολογήθηκε διστακτικά ότι κάνει σεξ με την κοπέλα του ακούγοντας τη μουσική του. «Αυτό ήταν το σπουδαιότερο κομπλιμέντο που μου έχουν κάνει. Και δεν ήταν καθόλου άβολο».
― Εσύ τι μουσική ακούς όταν κάνεις σεξ;
― Τη μουσική που κάνουν τα γλειφιτζούρια όταν πέφτουν απ’ το ράφι.
Φτάνουμε στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία. Κοντά, πίσω από την «Προμηθευτική», είναι η μοναδική στην Ελλάδα εκκλησία των Αιθιόπων κοπτών χριστιανών. Κάθε Κυριακή, θυμάται ο pan pan, γινόταν ένα μικρό πολύχρωμο πανηγύρι στην περιοχή.Επίσης, οι πληροφορίες που συλλέξαμε μας λένε ότι «το Πολύγωνο ήταν κάποτε από τις λίγες περιοχές στην Αθήνα όπου δεν υπήρχαν πολυώροφες πολυκατοικίες. Ίσως γιατί ο Παπαδόπουλος είχε τάξει να χτίσει στο σημερινό Άλσος έναν «μεγαλοπρεπέστατο» ναό του Σωτήρος, «τάμα» στο έθνος που βρισκότανε τότε στη χειρουργική κλίνη για να γλιτώσει από την… «κομμουνιστικήν απειλήν». Έτσι, ο συντελεστής δόμησης παρέμεινε χαμηλός, ο συντελεστής δημοκρατίας υψηλός και ο συντελεστής εθνικοφροσύνης σπουδαίος, αφού κάποια οικόπεδα μοιράστηκαν σε πιστούς του, περιμένοντας τα μπετά του μεγάλου ναού».
― Θέλω νερό.
― Θέλεις παγωτό;
― Θέλω νερό.
― Λιώνεις.
Ρωτάμε λίγο προβοκατόρικα πώς θα έκανε την Αθήνα αν του ζητούσαν να την ξαναχτίσει, τι μουσική θα άκουγε παράλληλα. «Θα την έκανα να κοιτάζει λίγο περισσότερο προς τη θάλασσα, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Θα άκουγα τα Disintegration Loops του Βasinski, προς τιμήν της Αθήνας που με έφερε ώς εδώ».
― Εμάς θα μας χαρίσει ένα σκίτσο ή ένα τραγούδι ύστερα από αυτήν τη βόλτα;
― «Ό,τι θέλετε παιδιά, εδώ σκαρφαλώσατε μέχρι εδώ πάνω».
Σκαρφαλώσαμε, κατεβήκαμε, ξανασκαρφαλώσαμε. Το Πολύγωνο ήταν μια μικρή αποκάλυψη. Ένα σημείο της Αθήνας που κανείς δεν του δίνει σημασία, γιατί μάλλον δεν έχεις την ευκαιρία να κάνεις «καλό instagram». Κι αυτό είναι μεγάλη παρανόηση.
― Πάμε στο σπίτι;
― Τι είναι σπίτι;
― Σπίτι είναι ο μοναδικός ιδιωτικός χώρος όπου πληρώνεις κοινόχρηστα.