Αν αγαπάς τα βιβλία, αν είσαι από αυτούς που βυθίζουν τη μύτη τους μέσα στις σελίδες τους είτε αυτά είναι μόλις εκτυπωμένα είτε τα ανακάλυψες τυχαία στο πατάρι του πατρικού σου, αν ψάχνεις παλιές εκδόσεις που έχουν εξαντληθεί και ταυτόχρονα αναρωτιέσαι γιατί δεν εκδίδονται ξανά όλα αυτά τα βιβλία τότε το παλαιοβιβλιοπωλείο Νικολάκη θα γίνει το αγαπημένο σου μέρος σε όλη τη γη, αν δεν είναι ήδη. Χρησιμοποιώ τον όρο παλαιοβιβλιοπωλείο μόνο και μόνο για να τονίσω ότι εδώ θα βρεις και βιβλία που έχουν εξαντληθεί, που δεν τα βρίσκεις πουθενά αλλού ακόμη και εκδόσεις του 18ου αιώνα, δεν σημαίνει όμως ότι δεν θα βρεις και βιβλία που μόλις έχουν εκδοθεί όπως το τελευταίο βιβλίο του Μένη Κουμανταρέα, που υπήρξε τακτικός θαμώνας και φίλος του Νικολάκη.
Βρίσκεται στον ίδιο ημιυπόγειο χώρο από το 1972 όταν ο Κωστής Νικολάκης αναζήτησε μια στέγη για να στεγάσει τα αγαπημένα του βιβλία. Μέχρι τότε είχε ήδη δημιουργήσει έναν σπουδαίο λογοτεχνικό κύκλο γύρω από το καρότσι του, που βρισκόταν επί της οδού Χέυδεν. Μα τι ήταν αυτό το τόσο σπουδαίο που είχε το συγκεκριμένο καρότσι, ενώ υπήρχαν η αλήθεια είναι πολλά καρότσια με βιβλία σε διάφορα κεντρικά σημεία της Αθήνας, ώστε να το επισκέπτονται και να ψωνίζουν από εκεί ονόματα όπως ο Γιώργος Μαρκόπουλος –ο οποίος σύντομα εξελίχθηκε σε αδερφικό φίλο του Κωστή Νικολάκη-, ο Γιάννης Βαρβέρης, ο Περικλής Κοροβέσης, ο Νίκος Χειλιδάκης και τόσοι άλλοι. Η διαφορά λοιπόν ήταν ότι πρώτος ο Νικολάκης έβαλε καλό λογοτεχνικό αλλά και πολιτικό βιβλίο στο καρότσι κι αυτό γιατί ο ίδιος αγαπούσε πολύ την ανάγνωση και έψαχνε να έχει ό,τι καλύτερο για να το δώσει στον κόσμο. Επίσης η περιοχή βοήθησε πολύ στο να αναδειχθεί το καρότσι, αφού βρισκόταν σχεδόν δίπλα στην ΑΣΟΕΕ και στο Πολυτεχνείο και έτσι οι ανήσυχοι φοιτητές της εποχής της χούντας δεν άργησαν να το ανακαλύψουν. Η ιδέα του πολιτικού, και συγκεκριμένα του αριστερού, βιβλίου σε ένα λαϊκό στέκι μέσα στη δικτατορία, δεν άρεσε σε πολλούς κι έτσι συχνά καλοθελητές ρουφιάνευαν τον Νικολάκη στην Ασφάλεια, που δεν τον άφηνε στην ησυχία του. Τελικά, το 1972 η άδεια για καρότσι δεν ανανεώθηκε κι έτσι βρέθηκε ο συγκεκριμένος χώρος στο νούμερο 91 της 3ης Σεπτεμβρίου.
Ο Κωστής Νικολάκης έφυγε από τη ζωή την 1η Απριλίου του 2014 αφήνοντας στο πόδι του τον γιο του Χρήστο που μου λέει «Στην αρχή κανείς δεν πίστευε ότι ο Κωστής έφυγε. Νόμιζαν ότι ήταν πρωτοπριλιάτικη πλάκα». Φτάνοντας μπροστά στο βιβλιοπωλείο βλέπω ένα ζευγάρι γυαλιά να κρέμεται από την πόρτα «Κάποιος άτυχος τα έχασε και τα βρήκα εδώ απέξω. Μακάρι να είναι ο δρόμος του από εδώ μπας και περάσει και τα βρει» μου λέει ο Χρήστος, που η φυσιογνωμία του με κάνει να τον φαντάζομαι σε λαϊκή κομπανία να παίζει μπουζούκι ή ξέρω γω λαούτο. Λίγο αργότερα θα μου απαγγείλει με την ζεστή αρρενωπή φωνή του, το ποίημα του Ασημάκη Πανσέληνου «Το καφενείο του σύντροφου Μπαγιόρη» :
Στην άκρη της οδού λιτό κι απέριττο
το καφενείο του σύντροφου Μπαγιόρη.
Τη μοναξιά του θέρμαινε η συζήτηση,
σα φύσαγε στο δρόμο τα’ αγριοβόρι.
Μες στου γκαζιού τη λάμψη την ωχρόλευκη
σκυφτός το «Ριζοσπάστη» ένας διαβάζει,
πεντέξι εργάτες τον ακούν αμίλητοι
κι ο γεροκαφετζής αναστενάζει.
Εκεί ο καφές μισό φράγκο φτηνότερος
συγκέντρωνε εραστές του κάθε ωραίου,
εκεί είταν η Διεύθυνση κι Σύνταξη
του «Επαναστατικού μας του Δικαίου».
Από κει μέσα βγάζαμε διαγγέλματα
ενάντια στη λευκή τρομοκρατία,
ως που ήρθε ο Μεταξάς και μας καρφώσανε
και μπήκε να μας πιάσει η αστυνομία.
Κάποιοι βρεθήκαν έτοιμοι και τράβηξαν
γενναία σε φυλακές και σ’ εξορίες
και κάποιοι, από μια σύμπτωση σωτήρια
σκεφτικιστές αλλάξαν θεωρίες.
Τώρα με χιούμορ τούτοι θ’ αναφέρουνε
συχνά το καφενείο του κυρ Μπαγιόρη,
πήραν πτυχία και κάποιοι πολιτεύονται
στις επαρχίες, γιατροί και δικηγόροι.
Κι οι άλλοι; Μα γι’ αυτούς ας μη μιλήσουμε!
Κι ο σύντροφος που ζούσαμε μαζί του
βαρέθη να προσμένει – τι να προσμένει; –
και πούλησε κι αυτός το μαγαζί του.
Μας διακόπτει ένας ψηλός καλοβαλμένος κύριος με ξενική προφορά -από το παρουσιαστικό του μοιάζει Βορειοευρωπαίος- που αναζητά τους τρεις πρώτους τόμους -έχει τον τέταρτο- από τη «Ρεμπέτικη Ανθολογία» του Τάσου Σχορέλη. Ο Χρήστος σπεύδει να τον εξυπηρετήσει, του λέει ότι δεν πάει πάνω από εβδομάδα που τους έδωσε, παίρνει επιτόπου τηλέφωνο και του λέει ότι μπορεί να τους έχει σύντομα, ρωτά μάλιστα τον κύριο αν η τιμή του φαίνεται λογική, αν μπορεί να ανταπεξέλθει οικονομικά κι αυτό να πω την αλήθεια μου φαίνεται αξιοπρόσεκτο γιατί πόσες φορές ένας άνθρωπος που πάει να πουλήσει κάτι βάζει τον δισταγμό μέσα στο μυαλό του αγοραστή αλλά μετά καταλαβαίνω ότι εδώ μέσα δε γίνεται στεγνό εμπόριο, εδώ μέσα γίνεται διακίνηση βιβλίων, άρα ιδεών και πνεύματος και ναι, σαφώς υπάρχει κι ένα αντίτιμο αλλά φαίνεται ότι η ιδεολογία του Κωστή έχει παραμείνει ζωντανή μέσα σε αυτό τον χώρο –ευτυχώς.
Ο Χρήστος, που βρίσκεται πια και στο τιμόνι τον εκδόσεων Εκάτη που ιδρύθηκαν από τον πατέρα του, μου λέει ότι λόγω κρίσης έρχεται κόσμος που πουλάει πλέον τα βιβλία του κι από τη μια σκέφτομαι ότι ίσως είναι θλιβερό που κάποιος λόγω οικονομικών δυσκολιών εξαναγκάζεται να πουλήσει τόσο σπουδαία υπάρχοντα από την άλλη λέω ότι ίσως ο ιδιοκτήτης δεν είναι απαραίτητο ότι θα εκτιμούσε βιβλία που πιθανόν να κληρονόμησε αλλά ακόμη περισσότερο αναλογίζομαι ότι η ουσιαστική αξία ενός βιβλίου πολλαπλασιάζεται ανάλογα με το πόσοι θα το διαβάσουν. Το περιεχόμενο του δεν εκπίπτει και δεν φθείρεται ποτέ αλλά αντιθέτως διατηρείται ζωντανό όταν φτάνει σε νέα χέρια που θα το κρατήσουν, σε νέα μάτια που θα το διαβάσουν. Το περιεχόμενό του είναι ανεξάντλητο, δεν στερεύει ποτέ.
Ενώ μιλάμε ο Χρήστος με κερνάει ρακί, βγάζει και σταφίδες και μου λέει ότι ειδικά όταν ζούσε ο Κωστής κάθε Σάββατο μεσημέρι συγγραφείς και ποιητές μαζευόντουσαν στο βιβλιοπωλείο για να πιουν και να μιλήσουν για πολιτική και λογοτεχνία. Διάβαζαν κάποιο νέο ποίημα που είχαν γράψει για να πάρουν τη γνώμη των άλλων, συζητούσαν αλλά και τσακωνόντουσαν για τα όσα συνέβαιναν στο πολιτικό σκηνικό της χώρας, μόνοιαζαν χάρη στο αλκοόλ και στη φιλία που τους έδενε τόσα χρόνια. Μετά τον θάνατο του Κωστή οι συναντήσεις αυτές έχουν αραιώσει αλλά δεν έχουν σταματήσει, μάλιστα ο Χρήστος μου λέει ότι έχει διάφορες ιδέες στο μυαλό, θέλει -είναι ολοφάνερο- να κρατήσει ζωντανό και δραστήριο αυτό το στέκι, αυτόν τον χώρο που έχει μια τόση ιδιαίτερη ατμόσφαιρα.
Καθώς μπαίνω στο δεύτερο δωμάτιο του βιβλιοπωλείου, όπου κάθε εκατοστό των τοίχων καλύπτεται από βιβλία, κιτρινισμένες σελίδες, γράμματα, τόνους, οξείες και περισπωμένες, βυθίζομαι σε μια γαλήνια θάλασσα από λέξεις, μια θάλασσα χωρίς βυθό που και οι φουρτούνες της ακόμη σε ξεβράζουν σε όχθες φιλόξενες, σε αμμουδιές ζεστές από λόγια ανθρώπων που κάποια στιγμή στη ζωή τους αποφάσισαν να αποτυπώσουν το είναι τους σε ένα φύλλο χαρτί και να το μοιραστούν μαζί μας.
3ης Σεπτεμβρίου 91, τηλ. 210 8837343, 210 8665456. Δευτέρα: κλειστά
Από τις εκδόσεις Εκάτη κυκλοφορεί το συλλογικό έργο «Το καρότσι» με κείμενα λογοτεχνών και φίλων του Κωστή Νικολάκη.