PAOLA5

Εξάρχεια, νωρίς το απόγευμα Κυριακής. Στην πλατεία έχει στηθεί μια μικρή υπαίθρια αγορά, κυρίως με φρούτα. Κάποιοι αγοράζουν πορτοκάλια, τρία σκυλιά μυρίζονται προσπαθώντας να καταλήξουν εάν θα τσακωθούν ή θα πηδηχτούν, ένας γκριζομάλλης μουσικός του δρόμου παίζει μπουζούκι. Περίπου 10 άτομα έχουμε μαζευτεί για την ξενάγηση, που διοργανώνεται από την Urban Athens Collective, στο κέντρο της Αθήνας με οδηγό μας την Πάολα, που έχει αναλάβει να μας γνωρίσει μια Αθήνα, που δεν υπάρχει πια περπατώντας σε δρόμους που στα ‘70ς, ’80ς άντε και στα ’90ς έσφυζαν από ερωτικά βλέμματα αλλά και  αγγίγματα ανάμεσα στα «τσόλια», όπως ονομάζονται οι straight άνδρες στα καλιαρντά, στις «αδελφές» και στις τρανς.

Η Πάολα ξέρει καλά τα Εξάρχεια, τα έχει ζήσει σε παλιότερες εποχές «Τότε που περπατούσα εδώ πιτσιρίκα με το κραγιόν μου και το μίνι μου και με κοιτούσαν με φθόνο γιατί στο μυαλό τους δεν χωρούσε ότι μπορούσα να  ζω έτσι και να περνάω καλά, να το φχαριστιέμαι. Αλλά εγώ ήμουν τρανς, ζούσα από αυτό, έπρεπε να πουλάω πουτανιά και ψευτογκλαμουριά κι αυτοί θεωρούσαν ότι έτσι ξεπουλιόμουν στο σύστημα. Ο αναρχικός χώρος είχε συμπάθεια ας πούμε στη Σόνια, μια τρανς που της έλειπαν δόντια, που ένιωθε και ήταν θύμα σε αντίθεση με εμένα που ποτέ δε το δεχόμουν αυτό. Είχαν ένα συντηρητισμό μέσα τους που δεν τους άφηνε να αποδεχτούν ότι εγώ δεν ήμουν θύμα της κοινωνίας, κι αυτό είναι ένα γενικότερο πρόβλημα του αναρχικού και αριστερού χώρου καθώς και του σύγχρονου κινήματος για τα δικαιώματα της τρανς κοινότητας. Θέλουν θύματα ώστε να δικαιολογείται η ακτιβιστική τους δράση. Από την άλλη πρέπει να παραδεχτώ ότι στις πρώτες πορείες του ΑΚΟΕ αν συμμετείχαν 50 άτομα, οι 35 ήταν από τον χώρο του αναρχισμού και της αριστεράς».

PAOLA1

Καθώς κατεβαίνουμε την Στουρνάρη θυμάται αυτό που της έλεγε ο Ταχτσής «Τι τη θέλεις την απελευθέρωση; Μετά δεν θα πηδιέται κανείς» κι εκείνη αντιδρούσε «Ήμουν μικρή τότε και δεν καταλάβαινα τι εννοούσε. Η αλήθεια είναι ότι ενώ νομικά έχουμε κάνει μεγάλες κατακτήσεις οι άνθρωποι τώρα είναι πιο συντηρητικοί. Δεν θα κράξουν πια στο δρόμο, τουλάχιστον όχι τόσο συχνά, αλλά δεν έχουν καύλα μέσα τους, δεν παίζει το μάτι τους, τα πράγματα είναι τελείως ψόφια». Φτάνουμε στη συμβολή των οδών Στουρνάρη και Νοταρά, σε ένα ισόγειο επί της Νοταρά ήταν για πολλά χρόνια το σπίτι της «Πάντα μέναμε σε ισόγεια, για να γίνεται πιο διακριτικά η δουλειά, μην ανεβοκατεβαίνουν τα τσολάκια σε σκάλες και ασανσέρ. Θυμάμαι ότι απέναντι μου έμεναν δυο φοιτήτριες που έφερναν τους γκόμενους τους και δεν  μπορούσαν να χωνέψουν ότι έκανα μια βόλτα και μάζευα 10 κούκλους στο διαμέρισμά μου και με κακολογούσαν. Για να τους μπαίνω στο μάτι άφηνα τα παραθυρόφυλλα ανοιχτά» λέει και γελάει.

PAOLA2

Προχωράμε τώρα στην οδό Θεμιστοκλέους, έξω από τον Κάβουρα. «Να εδώ μου την είχαν πέσει άσχημα τα ΜΑΤ, με ξεσήκωσαν μετά να κάνω μήνυση εναντίον τους κι όντως έκανα κι ενώ είχαν δηλώσει 18 άτομα ότι θα έρθουν ως μάρτυρες στη δίκη να καταθέσουν τι τράβηξα, τελικά δεν ήρθε κανένας». Στο νούμερο 37 κοντοστεκόμαστε. Είναι εκεί που έβγαινε το δικό της Κράξιμο και η Ρήξη του Γιώργου Καραμπελιά, κάποιος την ρωτάει για όλα αυτά τα θρυλικά, πια, πρόσωπα που έχτισαν τον μύθο των Εξαρχείων στα 80ς «Τους σέβομαι σαν καλλιτέχνες αλλά εγώ δεν ταίριαζα μαζί τους, δεν μου άρεσε ποτέ η θανατίλα και η μαυρίλα, εγώ στη ζωή μου πάντα ήθελα να περνάω καλά γιατί ξέρω ότι δεν έχει δεύτερη φορά. Ας πούμε η Γώγου ήταν 50 χρονών γυναίκα και σε πλησίαζε εσένα που είχες τα μισά της χρόνια και σου έλεγε να πάτε να κάνετε πρέζα. Ήταν καταστροφική η παρέα μαζί της. Καλό παιδί ήταν ο Παύλος και ο Άσιμος ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση, ήταν αυθεντικός, βέβαια ήταν μισογύνης κάπως αλλά ήταν γνήσιος τουλάχιστον. Θυμάμαι 10 μέρες πριν πεθάνει (ο Άσιμος) είχε έρθει σπίτι μου επίσκεψη, του έφτιαχνα τσάι και πριν καν το πιεί σηκώθηκε είπε ένα “Φεύγω Πάολα, γεια” κι έφυγε και μετά από 10 μέρες αυτοκτόνησε. Νομίζω ότι τον τρέλαναν οι αναρχικοί, δεν τον άφηναν να πάει σε μια δισκογραφική, τον έκαναν να αισθάνεται τύψεις εάν είχε επιτυχία, τον ήθελαν στο δρόμο να πουλάει κασέτες και ο άνθρωπος δεν είχε λεφτά, πώς να ζήσει έτσι;».

PAOLA4

Συνεχίζουμε την περιήγηση, βρισκόμαστε κοντά στο νο6 της Ζαλόγγου, στο θρυλικό υπόγειο στο  στεγαζόντουσαν τα γραφεία του ΑΚΟΕ, εκεί που βγήκε το πρώτο τεύχος του περιοδικού Κράξιμο. Κατευθυνόμαστε προς την Ομόνοια, στεκόμαστε στην Πατησίων εκεί που κάποτε υπήρχε το τσοντάδικο Αλάσκα «με την απίστευτη Ρένα στην είσοδο. Ερχόμουν εδώ δώδεκα με τρεις το μεσημέρι, τότε που σχολούσαν τα φροντιστήρια από την Κάνιγγος και μαζευόντουσαν όλα τα τσολάκια, ερχόντουσαν να δουν τσόντα κι έτσι ξαναμμένα που ήταν τα έπαιρνα. Θυμάμαι ότι πριν από την τσόντα έπαιζε πάντα ταινία καράτε κι εμείς περιμέναμε να τελειώσει το καράτε, να ξεκινήσει η τσόντα, να καυλώσουν, να γίνει η φάση. Και θυμάμαι που πήγαινα από νωρίς στην τουαλέτα κι έπιανα πόστο γιατί αλίμονο αν προλάβαιναν οι αδελφές, δεν έβγαιναν άλλο από εκεί. Ερχόντουσαν πολλές αδερφές εδώ, τους είχαμε βγάλει και παρατσούκλια, ξέρω γω η μια ήταν το Κοράκι, γιατί είχε μύτη σαν ράμφος, η άλλη ήταν η Πολίτισσα γιατί μιλούσε πολίτικα. Ναι, πολύ ωραία περνούσαμε στο Αλάσκα». Περνάμε την επονομαζόμενη «Στοά της Πείνας», γιατί τότε ήταν γεμάτη τυροπιτάδικα, βγαίνουμε στην πλατεία Ομονοίας, διαγώνια απέναντι από σημερινό Βενέτη, παλιό Νέον –«πάντα ήταν ντεκαυλέ το Νέον»- υπήρχε ένα καφενείο στέκι, που κατά τις τέσσερις τα ξημερώματα ερχόντουσαν αφού σχολούσαν από τα ξενοδοχεία οι τρανς αλλά και τσατσάδες και έβρισκαν κάποιο τσολάκι και το έπαιρναν σπίτι τους «έτσι περισσότερο για συντροφιά, για να έχουν κάποιον να ξαπλώσουν μαζί».

PAOLA19

Φτάνουμε μπροστά στο Ηondos, εκεί που κάποτε γινόταν τρελό ψωνιστήρι, ερχόντουσαν οι φαντάροι και διάλεγαν «Εκείνη την εποχή ήταν πολύ αναμενόμενο ότι τα τσολάκια, οι φαντάροι θα πάνε με τρανς. Κανείς δεν αμφισβητούσε τον ανδρισμό τους εάν το έκαναν αυτό, τα λαϊκά αγόρια ήθελαν να εκτονωθούν, τότε οι γυναίκες έκαναν σεξ πολύ δύσκολα, και οι πουτάνες δεν έκαναν αυτά που κάναμε εμείς, θέλω να πω σχεδόν καμία δεν έκανε τσιμπούκι για παράδειγμα. Δεν τα πήγαινα καλά με τις πουτάνες, με εκνεύριζε που όλο κλαιγόντουσαν και που ήθελαν νταβατζή πάνω από το κεφάλι τους και του έδιναν όλα τα λεφτά. Κι εγώ από ανάγκη την έκανα αυτή τη δουλειά αλλά αφού είπα ότι θα την κάνω τουλάχιστον να την ευχαριστηθώ και την ευχαριστήθηκα».

PAOLA9
PAOLA12

Προχωράμε στον πεζόδρομο της Κοτοπούλη, νεαρά αγόρια, κάνουν πιάτσα διακριτικά «Εγώ έχω δει ήδη τέσσερις. Πολύ καυλιάρικα είναι τα τσιγγανάκια από την Ξάνθη και οι Αλβανοί, τα ρουμανάκια και τα ουγγράκια είναι πιο αποστασιοποιημένα, δεν το χαίρονται, το κάνουν μόνο για τα λεφτά». Τυχαία πετυχαίνουμε τη τρανς Συριανή, είναι φίλες κι εκείνη με νάζι επιβεβαιώνει τα λόγια της Πάολας «Είναι τόσο ψόφια τα πράγματα πια»

Είμαστε πλέον στην κάτω πλευρά της Ομόνοιας, εκεί που κάποτε ήταν το ξενοδοχείο «Μέγας Αλέξανδρος»  και η Πάολα θυμάται «Εδώ το βράδυ είχε τόσο πολύ κόσμο. Θυμάμαι τη Σαπφώ Νοταρά που έτρωγε το γιαουρτάκι της με μέλι στο γαλατάδικο Ομόνοια και Αθηνάς γωνία. Τώρα μου φαίνεται ότι η Αθήνα ερημώνει τις νύχτες. Έχει πέσει η καύλα, έχει πέσει η κίνηση και αυτό με στεναχωρεί». Μπαίνουμε πιο βαθιά στο μαλακό υπογάστριο της πόλης, περνάμε από το κλειστό πλέον ξενοδοχείο στο νούμερο 45 της Σωκράτους «εδώ ήταν το πρώτο μου σπίτι όταν πρωτοήρθα στην Αθήνα», κι από το επίσης κλειστό ξενοδοχείο στο νούμερο 29 του ίδιου δρόμου «Να εδώ γνωρίστηκα με τον Ταχτσή. Ξεχώριζε γιατί ήταν ο πιο απλός απ’ όλους, μια περούκα, μια απλή γυναικεία μπλούζα ενώ όλες οι υπόλοιπες κάναμε υπερπαραγωγές. Δίπλα από το ξενοδοχείο υπήρχε ένα καφενείο, εκεί τρώγαμε παρέα, έβγαζε ο Πούτσιας –το παρατσούκλι αυτουνού που το ειχε- ρεβύθι, κάνα χόρτο, απλό φαγητό και πουλούσε και καπότες. Εδώ τότε είχε πάρα πολύ κίνηση ο δρόμος και οι τρανς ήταν πλήρως ενταγμένες στη ζωή της γειτονιάς, μας ήξερε ο μπακάλης, ο χασάπης, μας χαιρετούσε. Βέβαια, από την άλλη οι τρανς μεταξύ τους ήταν πολύ ανταγωνιστικές. Θυμάμαι κάτι παλιές, δολοφόνισσες σωστές, αν έκανε καμιά νέα την εμφάνισή της την έκλεβαν ή ακόμη και την χαράκωναν. Ήταν πολύ άγριες, η Τσιντσιλά, η Λίντα, η Κωστούλα και τις χρησιμοποιούσε και η αστυνομία για ρουφιάνες. Τότε οι μπάτσοι μας έπιαναν και μας τραβολογούσαν στο τμήμα για εξακρίβωση στοιχείων και μας ξεφτίλιζαν, μας έβριζαν, έσπαγαν πλάκα μαζί μας για να περάσει η ώρα τους. Κάπως έτσι σκέφτηκα να βγάλω το Κράξιμο για τους καταγγείλω και να με αφήσουν στην ησυχία μου. Κι όντως μετά με άφησαν, σου έλεγαν μην μπλέξουμε πάλι με αυτή την τρελή που φωνάζει».

PAOLA14
PAOLA13

Περνάμε έξω από το ξενοδοχείο Βασιλικό στην οδό Ικτίνου, κι αυτό πλέον κλειστό «Εδώ ήταν η φημισμένη πατρώνα Ευρυδίκη. Περνούσαν και 600 με 700 άτομα κάθε βράδυ, τσολάκια, φαντάροι, έκαναν ουρά απ’ έξω, τώρα ερημιά». Διασχίζουμε την πλατεία Θεάτρου «Να εδώ είναι η μοναδική φορά που έφαγα ξύλο, πολύ ξύλο στη ζωή μου. Τότε στεγαζόταν εδώ η Πυροσβεστική, εγώ μόλις είχα τσακωθεί με κάτι τσολάκια με μηχανάκια και βρήκα καταφύγιο στο κτίριο της Πυροσβεστικής. Αλλά  βγήκε από μέσα ένας προϊστάμενος, κάτι τέλος πάντων, μεθυσμένος ήταν και μου έριξε τόσο ξύλο που δε θα το ξεχάσω ποτέ. Με κλωτσούσε στο κεφάλι, με σάπισε, επί μία ώρα με χτυπούσε και με έβριζε τραβέλι».

PAOLA21

Περπατάμε, περπατάμε, φτάνουμε πια Ψυρρή «Εδώ πέρασα τα πιο ωραία, έντονα 17 χρόνια της ζωή μου, εδώ στη συμβολή των δρόμων Αθηνάς, Παλλάδος και Καλαμίδα. Έκανα πιάτσα, εγώ τους διάλεγα, ποτέ αυτοί και τους έπαιρνα πίσω από την εκκλησία του Αγ. Δημητρίου, σε ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο. Έχω πολλές αναμνήσεις. Δεν περνάω πια και πολύ από εδώ. Πάντως, αν εξαιρέσεις τα ξεφτιλίκια από την αστυνομία κι εκείνη τη φορά που έφαγα ξύλο τίποτε άλλο δε με στεναχωρεί. Πέρασα όμορφα. Τόσα όμορφα αγόρια, τόση καύλα. Δεν υπάρχουν αυτά τα αρσενικά πια, το ξέρω ότι ακούγεται στερεότυπικό αυτό που λέω αλλά να τότε έσταζε αντρίλα το βλέμμα τους. Δεν ξέρω τι φταίει κι άλλαξαν τα πράγματα. Τώρα είναι φοβισμένοι. Ρε μπας και τους ευνουχίσατε εσείς οι γυναίκες;» ρωτάει γελώντας και συνεχίζει «Μπα, δεν το πιστεύω αυτό. Δεν ξέρω τι έγινε. Φταίει πια νομίζω και το ίντερντετ. Όλοι από εκεί κανονίζουν αλλά αυτό δεν έχει καμία σχέση με προσωπική επαφή. Τώρα έρχονται και με ρωτάνε πόσο την έχω. Μα είναι δυνατόν τόσα χρόνια να κατακτώ μια θηλυκότητα και να με ρωτάνε σήμερα πόσο την έχω; Θυμάμαι ότι ντυνόμουν με τα μίνι μου, έβαζα το κραγιόν, έπαιρνα το αυτοκίνητο και κινούσα για το Μεγάλο Πεύκο, για το στρατόπεδο με τους 800 φαντάρους. Δε το έκανα για τα λεφτά, για την καύλα μου το έκανα. Δεν έμπαινα κατευθείαν στο ψητό, γινόμουν πρώτα φίλη μαζί τους, μου φερόντουσαν ωραία. Αν κάποιος ήθελε να μου δώσει λεφτά τα έπαιρνα αλλά εγώ από μόνη μου δεν ζητούσα. Θυμάμαι μια φορά που έβρεχε και κίνησα να γυρίσω σπίτι κι ήρθα μπροστά μου ένας κούκλος φαντάρος, δυο μέτρα μπόι, και κατέβασε το παντελόνι του, γυμνώθηκε και μου είπε μέσα στη βροχή “Θα μ’ αφήσεις έτσι;”. E, πώς να αφήσεις παραπονεμένο αυτό τ’ αγόρι;»

Περισσότερες πληροφορίες για τα θεματικά tour των Urban Athens Collective  στο urbanathenscollective.org