«Το Φλερύ είχε την εξής διαφορά με τα άλλα θερινά της Καλλιθέας: είχε σουβλάκια, κάτι σπανιότατο στις αρχές της δεκαετίας του ’80, που πρωτοπήγα. Η πρώτη ταινία που είδα με τους γονείς και την αδελφή μου ήταν το “Εγώ κι ο Ιπποπόταμος θα τα κάνουμε λίμπα” με τον Μπαντ Σπένσερ και τον Τέρενς Χιλ. Τρώγαμε τα καλαμάκια μας και βλέπαμε την ιταλική, πιο βίαιη εκδοχή του Χοντρού και του Λιγνού να εκτοξεύει με γροθιές τους κακούς μέτρα μακριά και ψηλά. Για μέρες μετά γρονθοκοπούσα την αδελφή μου, δεν κατάφερα ωστόσο να την εκτοξεύσω.Έτσι την έβαζα να χαμογελάει πονηρά και να κάνει τον Τέρενς κι εγώ φούσκωνα τα μάγουλά μου και ήμουν ο Μπαντ.»
Κάπως έτσι επανέρχονται στον Φοίβο Δεληβοριά οι θολές κινηματογραφικές μνήμες μία εφηβείας (ή όχι και τόσο θολές) στον θερινό κινηματογράφο της Καλλιθέας που έχει συνδέσει όσο κανένας άλλος το όνομα του στο συλλογικό ασυνείδητο των ντόπιων με τα σουβλάκια, αποτελώντας ένα από τα πρώτα σινεμά με φαγητό.
Ο λόγος, φυσικά, για το Cine Φλερύ, το θερινό που μετρά ιστορία μισού αιώνα και βρίσκεται λίγο μετά την συμβολή των οδών Ελευθερίου Βενιζέλου και Σκίππη (ή για τους καλλιθεώτες, στην συμβολή της Θησέως και της «συνέχειας της Σκρα», πιο απλά).
Το φιλμ στην μηχανή του Cine Φλερύ γύρισε για πρώτη φορά το 1968 και συνέχισε να γυρνάει μέχρι και το 2009 όπου και έκλεισε (προσωρινά), σε «παράδοση» πολλών κινηματογράφων στην περιοχή.
Μην ξεχνάμε ότι η Καλλιθέα ήταν μία από τις συνοικίες με τους περισσότερους κινηματογράφους, με 38 να έχουν λειτουργήσει στην περιοχή ανά τα χρόνια, με τον πρώτο να ανοίγει το 1928 με το όνομα Παρθενών. Πλέον, στην περιοχή έχουν επιβιώσει μόνο τέσσερις: το Αλεξάνδρα και ο Δημοτικός Κινηματογράφος Καλυψώ από χειμερινούς και το Cine Διονύσια και Cine Φλερύ από θερινούς, με τον τελευταίο να ξαναβάζει μπρος τις ψηφιακές, πλέον, προβολές του στις 3 Ιουλίου του 2014.
Πώς και γιατί, όμως, παίρνει κάποιος την τολμηρή, ομολογουμένως, απόφαση να ανοίξει ένα σινεμά εν έτει 2014 σε μια εποχή που με μαθηματική ακρίβεια, η προσέλευση στις αίθουσες πέφτει συνεχώς; Ο Δημήτρης Πάνος, τωρινός ιδιοκτήτης του Cine Φλερύ (αλλά και των Cine Παρί, Cine Διονύσια και Cine Ρεξ στην Ναύπακτο) ομολογεί ότι το άνοιξε γιατί «πίστευε ότι θα κάνει κάτι», ωστόσο παραδέχεται ότι τα εισιτήρια δεν λένε το ίδιο.
Και ο Γιώργος Παστρής που κρατά κάθε βράδυ το τιμόνι των προβολών στον κινηματογράφο αποκαλύπτει την όχι και τόσο ευχάριστη έκβαση που είχε ο πρώτος συνεργατικός χρόνος λειτουργίας του: «Στο Cine Παρί δούλευε μια κοπέλα και ο φίλος της ήταν ευκατάστατος. Μίλησε με τον κύριο Δημήτρη και του είπε “Θες να ανοίξουμε το Φλερύ πάλι;”. Συζήτησαν και το άνοιξαν μαζί και είπαν ότι θα το βρουν στο χώρισμα των χρημάτων. Έγινε η όλη προετοιμασία, άνοιξαν τον κινηματογράφο. Περνάει ο πρώτος χρόνος και όταν ήταν να μοιράσουν τα ποσοστά, αυτός πήρε όλα τα λεφτά και έφυγε. Το συμβόλαιο ήταν για δύο χρόνια βέβαια. Δεν έχουν κάποια επαφή πια, η κοπέλα εξακολουθεί να δουλεύει. Εξάλλου, χώρισαν κάποια στιγμή με τον φίλο της».
Και μετά το…take the money and run, αν μεταφράζαμε την ατυχία αυτή του πρώτου χρόνου του Φλερύ με «γουντυαλλενικούς» όρους, o Δημήτρης Πάνος συνεχίζει να τρέχει μόνος του το σινεμά, το οποίο, βασίζεται κυρίως στις παιδικές ταινίες animation. «Οι ταινίες που προβάλλονται σ’ ένα σινεμά έχουν να κάνουν πάντα με την περιοχή. Για παράδειγμα, σε μία περιοχή με λιγότερα παιδιά, θα παίξει κάτι άλλο. Εδώ προσπαθούμε να πουλήσουμε το παιδικό. Οι υπόλοιπες ταινίες που βάζουμε είναι ουσιαστικά “μέχρι να περάσει ο καιρός”, για να βάλουμε το animation που θα μας φέρει κάποια λεφτά, αφού έρχονται κυρίως οικογένειες», παρατηρεί ο Γιώργος Παστρής και καθ’ όλη την διάρκεια της συζήτησής μας στα πίσω καθίσματα του σινεμά δεν μπορεί να φύγει από το μυαλό μου αυτό που είπε στην αρχή. Ότι, δηλαδή, είναι μόλις 24 ετών και δουλεύει στα σινεμά 15 χρόνια (τα τρία τελευταία στο Φλερύ), δηλαδή, από τα 9. Αναπόφευκτα έρχεται στο μυαλό όλων το Cinema Paradiso του Τζουσέπε Τορνατόρε.
Έτσι, κάθε καλοκαίρι, το Φλερύ ανοίγει τις πόρτες του από τον Μάιο μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου, με την μεγαλύτερη προσέλευση να σημειώνεται από τις 15 Ιουνίου (που κλείνουν και τα σχολεία, δεδομένου ότι όπως είπαμε έρχονται κυρίως παιδιά και οικογένειες) μέχρι και το πρώτο δεκαήμερο του Ιουλίου, για να ξαναγεμίσει στα τέλη Αυγούστου μέχρι και το άνοιγμα των σχολείων στα μέσα Σεπτέμβρη. Με το «γεμίσει», βέβαια, μου εξηγεί ο Γιώργος Παστρής, δεν εννοεί και τις 450 θέσεις του σινεμά, αλλά περίπου τις μισές, με 260 να είναι τα περισσότερα εισιτήρια που έχουν κοπεί σε μία προβολή (του Finding Dory, αν το έχετε απορία), ενώ ο μέσος όρος εισιτηρίων σε μία προβολή είναι 50-60.
Κάποτε βέβαια τα μαθητικά καλοκαίρια στην κινηματογραφική αυτή αυλή ήταν ελαφρώς διαφορετικά: «Το Φλερύ το έχω συνδέσει κυρίως με τις Πανελλήνιες. Κάθε βράδυ που τελείωνα το διάβασμα (τις τελευταίες μέρες που είχαν ανοίξει τα θερινά) πήγαινα κι έβλεπα κάτι β’ αμερικάνικες ταινίες που μ’ενθουσίαζαν και τις βαθμολογούσα καταλεπτώς, έγραφα δε σύντομες κριτικές σ’ένα κίτρινο σπιράλ τετράδιο. Θυμάμαι ένα με τον Ρούτγκερ Χάουερ που αποδρά από φυλακές υψίστης ασφαλείας, θυμάμαι με ενθουσιασμό ένα μικρό κωμικό αριστούργημα του Λόρενς Κάσνταν με τον Κέβιν Κλάϊν («Σ’αγαπώ μεχρι θανάτου») και θυμάμαι μια πολύ σέξι ηθοποιό που έπαιζε σε διάφορους β’ ρόλους εκείνη τη χρονιά και με την οποία έπαθα εμμονή –και ακόμη αναρωτιέμαι τι κάνει και πάντα γκουγκλάρω και πάντα ξεχνάω: τη Νάνσι Τράβις. Στις Πανελλήνιες απέτυχα παταγωδώς, ταινίες εξακολουθώ να βαθμολογώ εμμονικά» θυμάται ο Φοίβος Δεληβοριάς από τις εποχές που «έμενε στην Καλλιθέα και αγαπούσε μια Κική».
Ο κόσμος του Φλερύ, όπως και όλων των συνοικιακών κινηματογράφων λίγο πολύ, είναι σχεδόν αποκλειστικά ντόπιοι και οι τακτικοί θαμώνες που μένουν στην γειτονιά. Και φυσικά, από την στιγμή που ο κινηματογράφος είναι περιτριγυρισμένος από πολυκατοικίες δεν λείπουν και οι «λαθραίοι» θεατές, οι οποίοι βγαίνουν στα μπαλκόνια τους για να παρακολουθήσουν τις προβολές, ενώ ο Γιώργος Παστρής μου εξιστορεί ένα περιστατικό στο οποίο ένας έφηβος γύρω στα 16 προσπάθησε να σκαρφαλώσει από τον φράκτη. «Είχε ανέβει από τον φράκτη και ήταν κι άλλοι φίλοι του απ’ έξω και του ζήτησα να κατέβει. Μου λέει “Δεν κατεβαίνω”. Οι φίλοι του έφυγαν αλλά αυτός είχε κολλήσει εκεί πάνω. Τελικά, τον βοήθησα να κατέβει».
Πώς μπορεί να επιβιώσει βέβαια ένα συνοικιακό σινεμά το οποίο σχεδόν ποτέ δεν γεμίζει; «Όλοι νομίζουν ότι τα σινεμά βγάζουν λεφτά από τα εισιτήρια. Τα συνοικιακά σινεμά δεν βγάζουν σχεδόν καθόλου κέρδος από τα εισιτήρια γιατί 50% τα παίρνει η εταιρεία, 24% ο φόρος και εσένα σου μένει το 26%. Δηλαδή σε ένα εισιτήριο των εφτά ευρώ θα πάρεις περίπου 1.40. Βγάζουν κυρίως από το μπαρ», εξηγεί ο Γιώργος Παστρής. Στο Φλερύ αυτό που φέρνει το μεγαλύτερο κέρδος είναι η γρανίτα στις παιδικές ταινίες και το ποπ κορν, αλλά κατά τ’ αλλα, ο κόσμος δεν ψωνίζει ιδιαίτερα από το μπαρ και συχνά φέρνει πράγματα από το σπίτι του, κάτι το οποίο επιτρέπεται.
«Δουλεύουμε δύο άτομα, εγώ και η κοπέλα στο μπαρ. Το σινεμά δεν έχει κέρδος, αυτή την στιγμή είναι ανοιχτό μόνο και μόνο για να έχω εγώ και η Βασιλική δουλειά. Μην σου πω ότι μπαίνει και λίγο μέσα. Το πράγμα εδώ δεν είναι κερδοφόρο, πρέπει να βάλεις τα σουβλάκια. Τρία χρόνια που είμαι εδώ, όλοι για σουβλάκια μου λένε», αναφέρει με ειλικρίνεια ο Γιώργος Πάστρης.
Όπως συνεχίζει πάνω στην κουβέντα του «αστικού μύθου» γύρω από τα σουβλάκια ο εργαζόμενος του σινεμά, μεταξύ σοβαρού και αστείου, μου λέει πως έχει προτείνει σε φίλο του που έχει σουβλατζίδικο να συνεργαστούν μέσω ντελίβερυ καθώς ο κόσμος, τα τρία χρόνια που είναι εκεί δεν σταματά να του ζητά σουβλάκια, τα οποία, δεν μπορούν να βάλουν μέσα στο μπαρ μιας και χρειάζεται να αγοράσουν την άδεια από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη. Φαίνεται πως τα σουβλάκια και το Cine Φλερύ είναι άρρηκτα συνδεδεμένα στην μνήμη των παλιών καλλιθεωτών, μιας και όπως διαβάζουμε και σε μια μαρτυρία στο blog Cinema-Hellas η καλλιθεώτισσα Σοφία θυμάται «από την δεκαετία 80 έως σήμερα, να έχει τραπεζάκια στο πίσω μέρος και να σερβίρει σουβλάκια, πατάτες και μπύρες. Μάλιστα μπρος δεξιά είχε μία βάρκα αφημένη. Το 1994 είδα το θρίλερ “Το βλέμμα του μάρτυρα” με τη Μάντλιν Στόου. Θυμάμαι το 1992 το “1492 Χριστόφορος Κολόμβος” με τον Ζεράρ Νεμπαρντιέ και πάλι με τον Ντεμπαρντιέ “Ο μπαμπάς μου ο ήρωας” το 1993. Την αστυνομική περιπέτεια “Σε απόσταση βολής” με τον Μπρους Γουίλις το 1993. Μία παράσταση που έπιασε βροχή και το τέλος το παρακολουθήσαμε κάτω από το υπόστεγο. Τη κωμωδία “Αυτό που θέλουν οι γυναίκες” με Μελ Γκίμπσον και Έλεν Χαντ, το 2000. Τη ταινία με τον Τζόνι Ντεπ “Δημόσιος κίνδυνος”. Ήταν Αύγουστος του 2009 και λίγο μετά έκλεισε το σινεμά».
Παρ’ όλα αυτά έστω και χωρίς τα σουβλάκια, το Cine Φλερύ εξακολουθεί να αποτελεί την μόνη αναμμένη σπίθα που κρατά κάτι από τις «χρυσές εποχές» των κινηματογράφων της περιοχής και να φέρνει πίσω τους παλιότερους -αλλά και τους νεότερους- για μία προβολή…θερινής νυκτός. Αλλά, πάντα υπάρχουν κάποιοι, όπως ο Φοίβος Δεληβοριάς, που έχουν τους λόγους τους να αναβάλλουν την επίσκεψη:
«Πάνω από το Φλερύ έμενε και πολύ αγαπητή οικογένεια συγγενών μας – ο ξάδερφος Μάρκος, ο εξαιρετικός τραγουδοποιός, εκεί μεγάλωσε. Ήταν ένα σπίτι ελεύθερο σε όλα του, με πολύ χιούμορ και καλλιτεχνική ευαισθησία και αγωνία. Ο θείος ο Αντρέας, η θεία Μαίρη και τα 3 αγόρια. Θυμάμαι να βλέπουμε καμιά ταινία στο Φλερύ και ύστερα να απαριθμούμε με τον Μάρκο τις ταινίες του Κάρπεντερ ή τους δίσκους του Όλντφιλντ που γνώριζε ο καθένας μας.
Το Φλερύ είναι το μόνο θερινό από τα δέκα που υπήρχαν στην Καλλιθέα όταν μεγάλωνα, που παραμένει ζωντανό. Κάθε χρόνο που ανοίγει, λέω πως θα πηγαίνω εκεί κάθε βράδυ, ό,τι κι αν παίζει, όπως τότε στις Πανελλήνιες. Θα χτυπήσω το κουδούνι του θείου Αντρέα. Θα πω στην αδελφή μου να πάμε να δούμε ταινίες με ξύλο. Για κάποιο λόγο δεν το κάνω. Γιατί αν ανακαλύψω πως όλες οι συνθήκες και η μαγεία μιας δεδομένης στιγμής ανήκουν μόνο σ’εκείνην και στον παραλογισμό της, δεν θα το πιστέψω και θα αντισταθώ σθεναρά. Κι εκεί θα αρχίσουν τα προβλήματα.»
Πάντως, το Φλερύ κάθε βράδυ κάνει ό,τι μπορεί…