Την 1η Αυγούστου του 2015, σχεδόν 127 χρόνια αφότου άνοιξαν για πρώτη φορά, οι πόρτες του Chelsea Hotel έκλεισαν για τελευταία, τουλάχιστον για τους επισκέπτες, για όλους πλην των μόνιμων ενοίκων, που χάρη στο περιβόητο rent control της Νέας Υόρκης, μπόρεσαν να παραμείνουν στα σπίτια τους παρά την πώληση του ξενοδοχείου και τη φημολογούμενη μετάλλαξή του σε αποστειρωμένο μαυσωλείο, σε άλλο ένα boutique ξενοδοχείο με club στην ταράτσα που παίζει δυνατά ZZ Top και Lenny Kravitz (σε ένα από τα μέρη, δηλαδή, που το rock πάει για να πεθάνει).
Όταν στα μέσα των 00s ο συγγραφέας Ed Hamilton άρχισε να καταγράφει όσα συνέβαιναν στους φωτεινούς διαδρόμους και τις σκοτεινές γωνίες του Chelsea, δημιουργώντας το blog Living With Legends (με αποτέλεσμα να αναδειχθεί, και μέχρι σήμερα να παραμένει, κάτι σαν ανεπίσημος spokesperson της όλης ιστορίας, ή τέλος πάντων ο πρώτος «κοινός θνητός» που κατά κανόνα προσεγγίζουν οι δημοσιογράφοι όταν θέλουν να γράψουν κάτι για το Chelsea), αυτό το ξενοδοχείο – που ξεκίνησε ως ουτοπική σοσιαλιστική κομμούνα το 1883 μιας και ο αρχιτέκτονάς του, Philip Hubert ήταν επηρεασμένος από τις θεωρίες του Γάλλου φιλοσόφου Charles Fourier, για να καταλήξει μετά από 40 κύματα και άλλα τόσα χρόνια σε «θερμοκοιτίδα» κάθε λογής πραγματικά ή κατά φαντασία απόκληρου με έφεση στην καλλιτεχνική δημιουργία ή/και στην αυτοκαταστροφή – ας μην κοροϊδευόμαστε, αποτελούσε ήδη ίσως την πιο σημαντική «εναλλακτική» τουριστική ατραξιόν του Μανχάταν, πουλώντας ροκ μυθολογία σε όσους ήταν πρόθυμοι να την αγοράσουν – κι εγώ ήμουν απροκάλυπτα πρόθυμος να το κάνω λίγους μήνες πριν κατέβουν τα ρολά.
Δεν μου φαίνεται παράλογο. Το ίδιο ακριβώς, άλλωστε, πουλάνε και άλλα ξενοδοχεία (το Ace Hotel,για παράδειγμα) μόνο και μόνο επειδή «πετάνε» σε καίρια επιλεγμένα με βάση το «ροκ φενγκ σουι» σημεία δυο Stratocaster και τρεις-τέσσερις ενισχυτές Marshall. Μόνο που σε κανένα άλλο ξενοδοχείο δεν πρόλαβαν να ζήσουν για μικρότερα ή μεγαλύτερα διαστήματα ο Mark Twain, ο Jackson Pollock, ο Tennessee Williams, ο Arthur Miller, ο William Burroughs, ο Bob Dylan, μεταξύ πολλών άλλων «τέτοιων» τύπων. Σε κανένα άλλο δεν πρόλαβε να γράψει ο ο Jack Kerouac ένα μεγάλο μέρος του On the Road, να πιει μέχρι να πεθάνει ο Dylan Thomas, να γυρίσει ο Andy Warhol το Chelsea Girls, να «τελειώσει» η Janis Joplin τον Leonard Cohen σε ένα άστρωτο κρεβάτι, να μαχαιρώσει (;) ο Sid Vicious τη Nancy Spungen, μεταξύ πολλών άλλων «τέτοιων» περιστατικών.
Κι αν από το λουκέτο του 2011 η ανακαίνιση όχι απλά δεν πλησιάζει ούτε κατά διάνοια προς την ολοκλήρωσή της, αλλά το Chelsea ουσιαστικά έχει «ξεκοιλιαστεί» και μετατραπεί, εσωτερικά τουλάχιστον, σε γιαπί, οι μόνιμοι ένοικοι επιμένουν να ζουν ακόμη εκεί, κερδίζοντας μάλιστα και τη μητέρα των μαχών με τους νέους ιδιοκτήτες κι εξασφαλίζοντας τη διαμονή τους στο 222 της West 23rd Street στο διηνεκές, άσχετα με το πότε και πως θα ανοίξουν ξανά οι πόρτες για τους τουρίστες. Και ο Ed Hamilton (που επτά χρόνια μετά την έκδοσή του βιβλίου Legends of the Chelsea Hotel: Living with Artists and Outlaws in New York’s Rebel Mecca, με το νέο του βιβλίο The Chintz Age καυτηριάζει το gentrification που μαστίζει τη Νέα Υόρκη) συνεχίζει μια στο τόσο να ανεβάζει στο blog του ιστορίες για το πως είναι να ζεις ανάμεσα σε θρύλους και φαντάσματα.
Πότε και κυρίως γιατί αποφάσισες να ζήσεις στο Chelsea Hotel; Είναι λίγο δύσκολο να θυμηθώ πότε ακριβώς πήσε τ’ αυτί μου πρώτη φορά το Chelsea. Πάντως επειδή από μικρό παιδί είμαι μανιώδης αναγνώστης βιβλίων, και ο ρόλος του Chelsea υπήρξε κομβικός στη ζωή τόσο πολλών σπουδαίων συγγραφέων, το πετύχαινα συχνά σε κάποια σελίδα. Υπήρξε, άλλωστε, το σπίτι του Thomas Wolfe αλλά και των πιο σημαντικών beat γραφιάδων. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, ίσως η πρώτη φορά που άκουσα κάτι για το ξενοδοχείο και μου έμεινε, να είχε να κάνει με τον Andy Warhol και τους Velvet Underground, και το σιρκουί των απόκληρων που τους ακολουθούσε τότε στη Νέα Υόρκη. Όταν συνάντησα τη μετέπειτα φίλη μου, που επίσης διαβάζει βιβλία σαν τρελή, ανακάλυψα ότι κι εκείνη είχε ακουστά για το Chelsea, οπότε μαζί υποκύψαμε στην ακαταμάχητη γοητεία αυτού του περίεργου μέρους. Ήταν ανέκαθεν το όνειρό μου να μετακομίσω στη Νέα Υόρκη και να γίνω συγγραφέας. Αλλά για κάποιο λόγο – υποθέτω ένας συνδυασμός τεμπελιάς και φόβου – δεν επιχείρησα να έρθω εδώ πριν τα 30κάτι. Με τη Debbie ζούσαμε στην Ουάσινγκτον, όπου και δίδασκα, ώσπου αποφασίσαμε ότι ήταν κατάλληλες οι συνθήκες για να μετακομίσουμε. Αν και μας φαινόταν τραβηγμένο, το Chelsea ήταν η πρώτη μας επιλογή.
Τι είδους συμφωνία κάνατε με τον περιβόητο Stanley Bard; Του δώσατε κι εσείς κάποιο έργο τέχνης, ή κάποιο ανέκδοτο διήγημα; Στην αρχή δεν δεχόταν να μας νοικιάσει δωμάτιο, αλλά καταφέραμε να τρυπώσουμε επινοικιάζοντας το δωμάτιο κάποιου άλλου. Χρειάστηκε να περάσει περίπου ένας χρόνος μέχρι να μας επιτρέψει επίσημα να μείνουμε εκεί. Περίεργος τύπος ο Stanley…
Όταν μετακομίσατε, πόσοι ήταν οι μόνιμοι ένοικοι στο ξενοδοχείο; Είναι λίγο δύσκολο να προσδιορίσει κανείς ακριβώς τον αριθμό τους μέσα στα χρόνια. Πάντως όταν έφτασα, το 1995, στον τρίτο όροφο όπου έμεινα, τουλάχιστον το 90% των ενοίκων ήταν μόνιμοι. Δε μπορώ να ξέρω με βεβαιότητα αν κάτι ανάλογο ίσχυε και για το υπόλοιπο ξενοδοχείο. Πάντως στο δικό μου όροφο έμεναν τότε ένας μυστηριώδης συγγραφέας, μία τραγουδίστρια της όπερας, ένας ταχυδρόμος, ένα τσούρμο από «καμμένους» clubbers, μεταξύ πολλών ακόμη περίεργων τύπων.
Έχεις γράψει ότι αποφάσισες να ξεκινήσεις το blog αμέσως μετά από μια μεγάλη πυρκαγιά που ξέσπασε στο Chelsea. Φαντάζομαι ότι αυτό δεν θα είναι ούτε για πλάκα το μόνο ακραίο σκηνικό που έχεις ζήσει εκεί πέρα όλα αυτά τα χρόνια. Όσο δύσκολο κι αν είναι, μπορείς να ξεχωρίσεις δυο-τρία περιστατικά που αν μη τι άλλο σε έκαναν να νομίζεις ότι ζεις σε ένα «παράλληλο σύμπαν»; Πράγματι το blog «γεννήθηκε» έτσι όπως το λες. Επιστρέφαμε από ένα δείπνο και είδαμε οχήματα της πυροσβεστικής να κλείνουν το δρόμο έξω από το ξενοδοχείο. Είχε πιάσει φωτιά και όλοι αυτοί οι καλλιτέχνες και συγγραφείς είχαν βγει από τα δωμάτια τους, αλλά δεν έφευγαν, απλώς άραζαν στο λόμπι. Ξαφνικά άρχισε να κάνει γύρες ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί και όλοι μας ξεκινήσαμε να λέμε ιστορίες. Συζητούσαμε κυρίως για το πόσο κρίμα θα ήταν αν το Chelsea κάποια στιγμή «πέθαινε» χωρίς να προλάβει κάποιος να αποτυπώσει όσα συνέβαιναν εκεί μέσα. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή αποφάσισα να ξεκινήσω το blog. Πάντως ο Dee Dee Ramone υπήρξε με διαφορά ο πιο θεόμουρλος τύπος που γνώρισα στο Chelsea. Έμενε στη διπλανή πόρτα από μένα και στην αρχή δεν είχα καταλάβει ποιος ήταν. Όταν στον πάνω όροφο έκαναν οικοδομικές εργασίες, ο Dee Dee άρχισε να κοπανάει τον τοίχο μου και να ουρλιάζει «Σκάσε! Σκάσε!». Μετά ήρθε στο δωμάτιό μου, φορώντας μόνο το βρακί του, με το σώμα του γεμάτο τατουάζ. «Σκάσε επιτέλους με τον θόρυβο!» μου φώναξε. «Δεν φταίω εγώ Dee Dee», του είπα. «Είναι αυτοί οι τύποι από πάνω». Έτρεξε πίσω στο δωμάτιό του, άνοιξε το παράθυρο και άρχισε να ουρλιάζει σ’ εκείνους: «Σκάστε εκεί πάνω! Πουτάνας γιοι! Θα έρθω εκεί πάνω και θα σας σκοτώσω!». Φυσικά οι εργάτες επίτηδες έκαναν ακόμη περισσότερο θόρυβο, και ο Dee Dee ούρλιαζε ασταμάτητα όλη μέρα…
Οι υπόλοιποι ένοικοι του ξενοδοχείου και φυσικά ο Stanley Bard τι έλεγαν για το blog; Ήταν όλοι κουλ με το ότι κάποιος «από μέσα» κατέγραφε όσα γίνονταν στο σπίτι τους; Πολλοί άνθρωποι ήρθαν από μόνοι τους και μας μίλησαν για τα projects τους. Οπότε τους πήραμε συνέντευξη και καταγράψαμε τις ιστορίες. Ο αρχικός στόχος ήταν να καταγράψω τη ζωή στο Chelsea για ένα χρόνο, τις συζητήσεις με όλους τους ωραίους τρελούς που συναντούσα αλλά και όσους από παλιότερα θυμόμουνα, και γενικά τα παλαβά περιστατικά. Τελικά κύλησε ο πρώτος χρόνος και δε βρήκα ένα σοβαρό λόγο για να σταματήσω. Συνέχισε να μου φαίνεται ενδιαφέρον και, κυρίως, δεν ξέμεινα από ιδέες.
Στο προηγούμενο βιβλίο σου, Legends of the Chelsea Hotel: Living with Artists and Outlaws in New York’s Rebel Mecca, έγραφες ότι η δημιουργική ενέργεια του Chelsea είναι κάτι που νιώθεις αμέσως μόλις περνάς το κατώφλι του, και πρέπει να παραδεχτώ ότι ένιωσα ή νομίζω ότι ένιωσα κάτι κι εγώ, όταν έμεινα εκεί για δέκα μέρες το 2011. Πέραν αυτού, όμως, πως είναι να ζεις σε ένα κτίριο που αποτελεί πόλο έλξης τόσων τουριστών, έστω κι αν οι περισσότεροι είναι σε κάποιο βαθμό «σχετικοί» με τη μυθολογία του Chelsea; Νομίζω ότι οι τουρίστες έβαζαν το δικό τους λιθαράκι στη μαγεία του ξενοδοχείου. Συμπλήρωναν κατά κάποιο τρόπο τους μόνιμους ενοίκους, υπό την έννοια ότι αρκετοί από τους τουρίστες σου δημιουργούσαν την αίσθηση ότι θα μπορούσαν να είναι καλλιτέχνες, κατά φαντασία ή πραγματικοί, πάντως σίγουρα όχι με πολλά λεφτά. Δεν ήταν λίγοι, βέβαια, και οι διάσημοι επισκέπτες. Είχε πλάκα να μην ξέρεις ποιος θα μπορούσε να καταλήξει στο διπλανό δωμάτιο από το δικό σου. Και παρόλο που οι ένοικοι του Chelsea δεν ψαρώνουν με τους celebrities, δε μπορώ να πω ότι με χάλασε που τα τελευταία χρόνια έβλεπα να μπαινοβγαίνουν εδώ από τον Arthur Miller μέχρι τον Jack White και τον Eddie Izzard.
Πολλά έχουν γραφτεί για τον Stanley Bard. Κατά τη γνώμη σου ποια ήταν τα καλύτερα και χειρότερα στοιχεία της έντονης προσωπικότητάς του; Ένα από τα σπουδαία χαρακτηριστικά του ήταν ότι καταλάβαινες τη βαθιά, ειλικρινή αγάπη του για το Chelsea Hotel. Έλεγε συχνά πράγματα του στυλ «τα δωμάτια του Chelsea δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τα δωμάτια του Plaza». Επίσης ήταν σχεδόν πατρική φιγούρα για πολλούς ενοίκους. Συχνά, σε κόσμο που αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες, έδινε όσο χρόνο χρειαζόταν για την πληρωμή του ενοικίου. Φυσικά ήταν επιχειρηματίας, έπρεπε να διευθύνει το ξενοδοχείο. Το έκανε όμως με τέτοιο τρόπο ώστε και επικερδές να είναι, αλλά και να το νιώθουν σπίτι τους οιτόσοι δημιουργικοί ένοικοι.
Μπορείς να μου περιγράψεις τις πρώτες αντιδράσεις των ενοίκων και γενικότερα τι παίχτηκε όταν μάθατε ότι το Chelsea επρόκειτο να πουληθεί; Το 2007 η Νέα Υόρκη στο σύνολό της δεχόταν μία ανίερη επίθεση από εταιρίες real estate και φυσικά δε θα μπορούσε να τη γλιτώσει το Chelsea. Κάποιοι ξεκίνησαν μία πολύ έντονη προσπάθεια επιθετικής εξαγοράς του ξενοδοχείου. Εκείνη την εποχή, παρέμενε το λιγότερο συμβατικό ξενοδοχείο της Νέας Υόρκης και ακριβώς εκεί έγκειτο η γοητεία του. Πολύ λίγα ξενοδοχεία μπορούν να καυχηθούν για ένα τόσο εκλεκτικό σύνολο επισκεπτών – εν προκειμένω και μόνιμων ενοίκων. Οι περισσότεροι ακόμη και από τους απλούς επισκέπτες του, ήξεραν έστω κάτι λίγο για την ιστορία του ξενοδοχείου ενώ αρκετοί ήταν αναμεμιγμένοι με τις τέχνες, οπότε μπορούσαν να εκτιμήσουν τον μοναδικό χαρακτήρα αυτού του μέρους. Ο οποίος χαρακτήρας δεν είναι κάτι που απλώς συνέβη. Από το 1942 το ξενοδοχείο διοικούσε η οικογένεια Bard, και μέχρι το 2007 το τιμόνι ήταν στα χέρια του Stanley Bard που το 1955 είχε διαδεχθεί τον πατέρα του. Η επιθετική εξαγορά του ξενοδοχείου, λοιπόν, ήταν μία μαύρη στιγμή τόσο για την ιστορία του Chelsea όσο και για ολόκληρη την πόλη της Νέας Υόρκης. Στην αρχή ήμασταν όλοι συντετριμμένοι…
Παρόλο που, όπως σου είπα, μόνο δέκα μέρες πρόλαβα να μείνω εκεί, έχω διαβάσει ό,τι έχει γραφτεί μέχρι σήμερα για το Chelsea και ειλικρινά βρίσκων λυπηρά όσα έχουν γίνει εκεί μετά το κλείσιμο. Κυρίως όμως το ότι, όπως έγραψες κι εσύ στο blog, πολλά έργα τέχνης ξεκρεμάστηκαν από τους τοίχους και κανείς δεν ξέρει που βρίσκονται. Ακριβώς. Δεκάδες πίνακες – που τους είχαν δωρίσει ή δανείσει στο ξενοδοχείοι οι καλλιτέχνες ένοικοι στο πέρασμα των χρόνων – ξεκρεμάστηκαν από τους τοίχους του λόμπι και της σκάλας τον Ιούλιο του 2011, τότε που ήταν υπό τη διοίκηση της μειονότητας των μετόχων, λίγο πριν πουληθεί στην εταιρία Chelsea Dynasty LLC (σ.σ. ο real estate κολοσσός που έχει στην κατοχή του το Chelsea). Κάποιοι από τους πίνακες ήταν μεγάλης χρηματικής αξίας, αλλά οι περισσότεροι είχαν κυρίως συναισθηματική, λόγω της σύνδεσής τους με το ξενοδοχείο. Μετά την αποκαθήλωσή τους, ορισμένοι έκαναν μηνύσεις για να τους επιστραφούν τα έργα τους, και τουλάχιστον μία ένοικος κέρδισε την υπόθεση. Το Ίδρυμα Larry Rivers (σ.σ. προς τιμήν του γνωστού Αμερικανού εικαστικού) μήνυσε τη διοίκηση διεκδικώντας πίσω το περίφημο έργο του «Dutch Masters» που ήταν κρεμασμένο στο λόμπι, αλλά δε γνωρίζω την έκβαση της υπόθεσης. Επίσης, τουλάχιστον ένας από τους πίνακες του λόμπι, τώρα είναι κρεμασμένος στο χολ της «πτέρυγας επίδειξης». Ένα πολύ μικρό κομμάτι του ξενοδοχείου, χωρίς ενοίκους, που έχει ανακαινισθεί για να το δείχνει η διοίκηση σε πιθανούς επενδυτές.
Πως κυλάει, λοιπόν, η ζωή στο Chelsea από τότε που έκλεισαν οι πόρτες του, με σκοπό την υποτιθέμενη ανακαίνιση; Η κατασκευαστική εταιρία έκλεισε το ξενοδοχείο τον Αύγουστο του 2011. Από τότε τα πάντα είναι σκατά εδώ μέσα. Σοβάδες έχουν πέσει, υπάρχουν σκαλωσιές κατά μήκος των διαδρόμων, καλώδια και σωλήνες κρέμονται από το ταβάνι, κάποια δωμάτια που έχουν καταστραφεί ολοσχερώς – υποτίθεται για να ανακαινισθούν – είναι κλειστά με σανίδες αντί για πόρτες, ενώ όσοι μένουμε ακόμη εδώ είμαστε αναγκασμένοι να καλύπτουμε τις πόρτες μας με διάφανο πλαστικό σε μια απέλπιδα προσπάθεια να κρατήσουμε τη σκόνη έξω από τα σπίτια μας. Είναι δύσκολο να πει κανείς αν πράγματι προσπαθούν να ολοκληρώσουν μια κάποια ανακατασκευή ή αν είναι κομμάτι του σχεδίου τους να μας κάνουν τη ζωή δύσκολη για όσο περισσότερο μπορούν, μέχρι τελικά να αποφασίσουμε να φύγουμε. Γενικά, τώρα πια οι λέξεις-κλειδιά της καθημερινότητας στο Chelsea Hotel είναι: σκόνη, μούχλα, διακοπή ρεύματος, διαρροές, πλημμύρες, κομπρεσέρ, βρώμικα πατώματα, έλλειψη ασανσέρ, έλλειψη τέχνης και διάδρομοι χωρίς τοίχους.
Αυτό που συμβαίνει στο Chelsea σίγουρα δεν είναι το μόνο, αλλά είναι από τα πιο χαρακτηριστικά συμπτώματα της επιδημίας του gentrification που αλώνει τη Νέα Υόρκη εδώ και χρόνια, ένα θέμα με το οποίο καταπιάνεσαι και στο νέο σου βιβλίο, The Chintz Age. Οι χαρακτήρες του βιβλίου ζουν σε μία Νέα Υόρκη μετά την Αποκάλυψη. Κανείς δεν τρέφει την παραμικρή συμπάθεια για τους δημιουργικούς ανθρώπους, φυσικά κανείς δεν τους βοηθάει, ενώ και η πιθανότητα για συλλογική δράση μοιάζει ισχνή. Οπότε είναι προτιμότερο να νοσταλγείς ένα σπουδαίο παρελθόν ή να σφίξεις τα δόντια και να προχωρήσεις μπροστά, αποδεχόμενος τη μη αναστρέψιμη αλλαγή που έχει συμβεί, ώστε να προσπαθήσεις να χαράξεις μία νέα πορεία σε αυτή τη Νέα Γενναία Νέα Υόρκη; Αυτό είναι το δίλημμα που αντιμετωπίζουν οι ήρωες του βιβλίου μου. To gentrification είναι κάτι που συμβαίνει πολύ καιρό, ίσως από τότε που άρχισαν να υπάρχουν οι πόλεις. Στο παρελθόν, όμως, ήταν ένα φαινόμενο που συνέβαινε πιο οργανικά, με τους συγγραφείς και τους καλλιτέχνες να μετακομίζουν σε φτωχές γειτονιές εξαιτίας του φθηνού ενοικίου. Αργότερα, αφού αυτοί οι δημιουργικοί τύποι είχαν πια «βελτιώσει» τις φτωχές γειτονιές σε κάποιο βαθμό, τους αντικαθιστούσαν οι ελαφρώς ή πολύ πιο πλούσιοι. Επρόκειτο για μία διαδικασία που εξελισσόταν σε βάθος δεκαετιών. Στις μέρες μας, με τη νομοθεσία να είναι σχεδιασμένη έτσι ώστε να επωφελούνται οι εταιρίες real estate – υπάρχουν, ας πούμε, νόμοι που τους επιτρέπουν να άρουν τον έλεγχο της τιμής του ενοικίου (σ.σ. rent control) απλώς και μόνο κάνοντας έξωση στον τρέχοντα ένοικο – ολόκληρες γειτονιές αλλάζουν χαρακτήρα μέσα σε ένα-δύο χρόνια. Η εργατική τάξη στην πλειοψηφία της έφυγε από το Μανχάταν πριν από πολλά χρόνια, ενώ τώρα με τις αστρονομικές αυξήσεις στα νοίκια, ακόμη και η μεσαία τάξη έχει αποδεκατιστεί. Συνοικιακά μαγαζάκια εξαφανίζονται με ανησυχητική ταχύτητα – κάθε μέρα κλείνουν τέτοια μαγαζιά, δεν υπερβάλλω – και στη θέση τους ανοίγουν πανάκριβες μπουτίκ και αλυσίδες μεγάλων καταστημάτων. Είμαστε εν μέσω αυτού που ο Jeremiah Moss του site Jeremiah’s Vanishing New York αποκαλεί «hyper-gentrification». Όλοι εκτός των εκατομμυριούχων κινδυνεύουμε. Και δεν είναι κάτι που συμβαίνει μόνο στη Νέα Υόρκη…
Πίσω στο Chelsea. Έχεις ιδέα πότε θα ξανανοίξει; Και το κυριότερο, όταν συμβεί αυτό, τι θα γίνει με όλους εσάς τους μόνιμους ενοίκους; Η παρούσα διοίκηση ισχυρίζεται ότι το ξενοδοχείο θα ανοίξει και πάλι το 2017. Κατά τη γνώμη μου αυτό είναι πολύ τραβηγμένο, αλλά θα δούμε. Κάποιοι ένοικοι είναι ακόμη στα δικαστήρια, οπότε είναι δύσκολο να πει κανείς τι θα συμβεί τελικά με τις υποθέσεις τους. Θέλω να πιστεύω όμως ότι όλοι θα συνεχίσουν να μένουν στα σπίτια τους. Πάντα θα υπάρχουν τουρίστες και περαστικοί που θα θέλουν να έρχονται εδώ για να πάρουν μια τζούρα από τον μποέμ αέρα του Chelsea, ακόμη και αν το ξενοδοχείο καταντήσει ένα κουφάρι του παλιού, καλού εαυτού του. Για την ώρα, φαίνεται πως αν φύγουν οι τωρινοί ένοικοι, θα σημάνει το τέλος αυτού του μέρους ως καταφύγιο καλλιτεχνών. Είναι πολύ κρίμα. Από την άλλη, οι περισσότεροι από τη μεγάλη κοινότητα του Chelsea διασκορπίστηκαν πριν από πολλά χρόνια. Μόνο και μόνο, όμως, επειδή οι άνθρωποι φεύγουν από το Chelsea, δεν σημαίνει ότι παύουν να ζουν εδώ – έστω και πνευματικά. Το Chelsea θα είναι για πάντα το σπίτι μας.