«Αν σταθείς ανέκφραστος μπροστά σε μια κάμερα», έλεγε πρόσφατα σε μια συνέντευξή της η Cate Blanchett, «υπάρχει κάτι το οποίο δεν μπορείς να ελέγξεις, κι αυτό είναι απλά το τι βλέπει η κάμερα σ’ εσένα. Δεν κάνεις τίποτα μπροστά στην κάμερα, όμως αυτή βλέπει μέσα σου, κι εντοπίζει μια ποιότητα, ένα αναπόδραστο συστατικό. Το οποίο, όμως, δεν είναι στ’ αλήθεια και πολύ χρήσιμο να ξέρεις τι είναι». Η κάμερα λατρεύει την Cate Blanchett, και το ίδιο συμβαίνει και με την οθόνη, αλλά και μ’ εμάς που καθόμαστε απέναντί της. Ποιος μπορεί όμως να πει στ’ αλήθεια γιατί; Η Cate Blanchett, ετών 46 σήμερα, βιολογική μητέρα τεσσάρων παιδιών και παρένθετη ενός ακόμη από τον περασμένο Μάρτη, εξερράγη στη μεγάλη οθόνη το 1998. Με θητεία κυρίως θεατρική, αλλά και κάποια περιορισμένη κινηματογραφική και τηλεοπτική προϋπηρεσία, ήταν πρακτικά άσημη στο παγκόσμιο κινηματογραφικό κύκλωμα όταν έκανε την μεγάλη της πρωταγωνιστική εμφάνιση στο Elizabeth, στο ρόλο της Παρθένου Βασίλισσας. Η παθιασμένη ερμηνεία της μαζί με το ανδρόγυνο, ψυχρό παρουσιαστικό της, το οστεώδες πρόσωπο και το τρομακτικό, φλογερό της βλέμμα, εμπότισαν τον χαρακτήρα της με μια ποιότητα στοιχειωτική, σχεδόν αποκρουστική, αλλά κι απόκοσμα ελκυστική συγχρόνως. Ήταν ο πρώτος της μεγάλος ρόλος, ο ρόλος που την έφτασε στην πρώτη της οσκαρική υποψηφιότητα, κι όπως λέει ο θρύλος, ο ένας απ’ τους μόλις τρεις ρόλους για τους οποίους έχει απορριφθεί ποτέ στην καριέρα της η Meryl Streep. H Meryl Streep των τριών Όσκαρ και των δεκαεννιά υποψηφιοτήτων, που βλέπει την Blanchett κοντά στο κατόπι της, με δυο βραβεύσεις στις μόλις πέντε υποψηφιότητες. Μάλλον κι η ίδια η Streep θα το θεωρεί ασφαλές να πεις ότι η Blanchett σύντομα θα ισοφαρίσει. Φέτος, η Cate Blanchett πρωταγωνιστεί σε δυο major ταινίες του καλλιτεχνικού αμερικανικού, το Truth και την Carol, με τη δεύτερη να έχει ήδη πάρει τη μερίδα του λέοντος σε δάφνες και στεφάνια, έχοντας ανοίξει με ενθουσιώδη αποδοχή στο φεστιβάλ των Κανών, και χτίζοντας έκτοτε το προφίλ του αδιαφιλονίκητου οσκαρικού διεκδικητή.
Μια απ’ τις πιο φινετσάτες στιγμές του Todd Haynes, το Carol ζωντανεύει στην οθόνη την Αμερική των ‘50s, την Αμερική του μεταπολέμου, της οικονομικής έκρηξης και του χαρωπού καταναλωτισμού, αλλά και την Αμερική του Ψυχρού Πολέμου, της Κομμουνιστικής φοβέρας, της σεξουαλικής καταπίεσης και του κοινωνικού συντηρητισμού. Σ’ αυτήν την Αμερική, η ηρωίδα της Blanchett είναι ελεύθερη οικονομικών προβλημάτων και πλήρης κοινωνικών προνομίων, όμως πίσω απ’ τον πλούσιο γιακά της αφράτης γούνας της, κρύβει μια ταυτότητα που σ’ εκείνη την Αμερική δεν επιτρέπεται να να προφερθεί: αυτήν της ομοφυλοφιλίας. Βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα της Patricia Highsmith (με τίτλο πρώτης έκδοσης το The Price of Salt), το φιλμ του Haynes παρακολουθεί το ρομάντζο που αναπτύσσεται ανάμεσα στην εύπορη ηρωίδα του τίτλου με μια υπάλληλο ενός εμπορικού. Παρ’ όλη την υπερπλούσια παραγωγή που στήνει γύρω απ’ το μοτίβο του καταδικασμένου έρωτα ο Haynes, και την στιβαρή εμφάνιση της Rooney Mara ως αντικείμενο του πόθου, η ταινία χρωστά όλη τη μαγεία της στην Blanchett και την ερμηνεία της. Τη λεπτότητα, τη φινέτσα και τη χάρη της οποίας, είναι πάλι δύσκολο να εκφράσεις με λέξεις. Ο Giorgio Armani, όταν χαρακτήριζε την Blanchett ως «μια απ’ τις πιο ταλαντούχες ηθοποιούς των καιρών μας» με τη γοητεία της να είναι συγχρόνως «εύθραυστη και άθραυστη, παγερή και αισθησιακή» σε ένα πρόσφατο προφίλ των New York Times, μάλλον έφτανε κοντά στο να πιάσει την ουσία της έλξης της. Η οποία δεν περιορίζεται στην αριστοκρατική της κομψότητα, στο απαράμιλλο γούστο της, ή στην αδιαμφισβήτητη φινέτσα της, αλλά επεκτείνεται σ’ αυτήν την ανείπωτη δύναμη της φύσης που έχεις την αίσθηση ότι σε παρακολουθεί πίσω από ένα ζευγάρι γαλαζοπράσινα μάτια. Αυτό μετουσιώνει και με την ερμηνεία της στην Carol: ένα κομψό, φινετσάτο πλάσμα, έναν θρίαμβο του αστικού ραφιναρίσματος, που κρύβει κάτω απ’ το ψυχρό, αψεγάδιαστο παρουσιαστικό, ένα θηρίο που βράζει από πόθο. Το οποίο όμως, αντί να εκρηγνύεται σαν ηφαίστειο απόγνωσης, προσπερνά τις ανεπάρκειες του κόσμου που την περιβάλει, σαρκάζοντάς τον με μια επίγνωση των ατελειών του σχεδόν κοσμοπολίτικη. Ή προαιώνια.
Το αμφίσημο της φύσης της Blanchett, που τόσο αιρετικά είχε αποκρυσταλλώσει και πάλι ο Haynes στην ίσως πιο αποθεωτική έκφανσή του, όταν τής ανέθεσε την άφυλη (ή, ίσως, υπερβατική της έννοιας του φύλου) εκδοχή του Bob Dylan στο I’m Not There (2007), αυτό είναι και το μοτίβο που προκύπτει ξανά και ξανά στα έργα και τις ημέρες της Blanchett. Οικεία μα και απόμακρη, ψυχρή και ποθητή, μια αιθέρια ύπαρξη με μια απροσδόκητα γειωμένη ποιότητα, η Blanchett είναι ένα τεράστιο αστέρι της παγκόσμιας showbiz, χωρίς καν να αναλώνεται με την παγκόσμια showbiz. Εμφανίζεται ακριβώς όταν μας έχει λείψει, αφήνει σπουδαίες δουλειές να γεμίζουν τις μεγάλες οθόνες και να στοιχειώνουν το συλλογικό υποσυνείδητο, κι ύστερα εξαφανίζεται. Αποτραβιέται στην αληθινή ζωή της, στην άλλη άκρη του πλανήτη, μια πολίτης του κόσμου, που θεωρεί σπίτι της μόνο την Αυστραλία, τον άντρα της και τα παιδιά της. Κι αυτό ένα δείγμα της φινέτσας της: ενσωματώνει την αντίθεση της έννοιας της φήμης στην σύγχρονη εποχή, κατακτώντας την χωρίς να την διεκδικεί. Εκεί στην Αυστραλία έμαθε και το παιχνίδι των αντιφάσεων, άλλωστε. Μεγαλώνοντας με την αδερφή της στη Μελβούρνη, γέμιζαν τον ελεύθερο χρόνο των παιδικάτων τους με το να σκαρφίζονται περίπλοκες ιστορίες γύρω απ’ τους αλλόκοτους χαρακτήρες που εφεύρισκαν συνδυάζοντας τα ρούχα των γονιών τους: «Θα έδινα προσωπικότητα στα ρούχα που μου φορούσε», διηγείται η Blanchett, «κι ύστερα αυτή θα έδινε όνομα και υπόβαθρο στο πρόσωπο που προέκυπτε. Ο αγαπημένος μας, ήταν ένας τύπος ονόματι Piggy Trucker, ο οποίος ήταν ένας μικροκαμωμένος τύπος, που οδηγούσε ένα φορτηγό γεμάτο γουρούνια. Τα μάζευε απ’ τις φάρμες και τα πήγαινε στα σφαγεία. Κι αυτό του δημιουργούσε μεγάλη σύγχυση, γιατί τον έκανε να νιώθει ότι θέλει να σταματήσει να τρώει κρέας». Κάπως σαν μια τεράστια ηθοποιό του Hollywood που κατακτά τη δόξα παίζοντας σπουδαίους ρόλους, όμως νιώθει ότι χρειάζεται να αποτραβιέται στην άλλη άκρη του κόσμου για να αποφύγει τις παρενέργειες της φήμης της.
Ένα σύγχρονο fashion icon που υπερκαλύπτει τη γυαλάδα του ιλουστρασιόν με τη δική της εσωτερική λάμψη, βασίλισσα των ταινιών εποχής χάρη στη διαχρονική της φιγούρα, αλλά και καταλύτης των σύγχρονων δραμάτων χάρη στην αναχρονιστική ποιότητα με την οποία τα εμποτίζει, η Blanchett κέρδισε το δεύτερο Όσκαρ της για την ερμηνεία της στο Blue Jasmine του Woody Allen. Με το ρόλο μιας καλοζωισμένης πλουσίας που αγωνιά να διατηρήσει το υψηλό αστικό της προφίλ, παρότι ξεπεσμένη στο φτωχικό της αδερφής της μετά τη σύλληψη του άντρα της για χρηματοπιστωτική απάτη, η Blanchett ανέβηκε στη σκηνή για να παραλάβει το χρυσό της αγαλματάκι φορώντας μια τουαλέτα Armani, τιμολογημένη στα 100 χιλιάδες δολάρια. Τα οποία, βέβαια, ήταν ψίχουλα μπροστά στα κοσμήματα Chopard που κρέμονταν πάνω της, αξίας 18 εκατομμυρίων δολαρίων. Κι όμως, κανείς δεν σήκωσε δάχτυλο να την σημαδέψει ως καταναλωτικό μνημείο, όταν ύψωσε τη φωνή της για να τονίσει στους παρευρισκόμενους ότι ο κόσμος χρειάζεται περισσότερους χαρακτήρες που να υπενθυμίζουν ότι οι γυναίκες στο σινεμά δεν είναι μόνο ωραίες φιγούρες για να απλώνονται πάνω τους ακριβές τουαλέτες. Όπως κανείς δεν αμφέβαλε ότι, κάθε ένα απ’ τα καράτια που ήταν κρεμασμένα πάνω της, τα άξιζε περισσότερο απ’ όσο την άξιζαν εκείνα. Κανείς δεν έχει άλλωστε αμφισβητήσει ποτέ, ότι το βάθος της φτάνει και περισσεύει για να καλύψει την επιφάνεια της βιομηχανίας στην οποία είναι αναγκασμένη να λειτουργεί. Κι αυτή της η ικανότητα, να γυρίζει υπέρ της τις τόσο ακραίες αντιφάσεις, είναι κι ο λόγος που θα την χειροκροτούμε απ’ όλες τις άκρες του κόσμου, (ότ)αν σηκώσει φέτος το τρίτο της χρυσό αγαλματάκι. Κι ο λόγος που θα κλέβει αυτό από την αίγλη της, αντί να τής δανείζει απ’ τη δική του.