Carol *****
ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Todd Haynes
Πρωταγωνιστούν: Cate Blanchett, Rooney Mara, Kyle Chandler
Διάρκεια: 118’
Μανχάταν, δεκαετία του ’50: η Therese ξεκινά την ενήλικη ζωή της με μεγάλες προσδοκίες, ωστόσο η καθημερινότητά της ως υπάλληλος ενός καταστήματος παιχνιδιών σε ένα εμπορικό κέντρο και ως ερωμένης ενός νεαρού για τον οποίο δεν τρέφει συναισθήματα αποδεικνύουν την ανιαρή ρουτίνα της. Γνωρίζεται με την Carol, μια μεγαλύτερή της γυναίκα, η οποία περνά μια πολύ δύσκολη φάση στη ζωή της αλλά κάνει την καρδιά της Therese να χτυπά με τρόπο πρωτόγνωρο. Η έλξη τους θα είναι αμοιβαία, αλλά οι κίνδυνοι, δεδομένων των συντηρητικών συνθηκών της εποχής τους, δημιουργούν ερωτηματικά γύρω από το πώς θα μπορέσουν να εκφράσουν τα συναισθήματά τους η μια στην άλλη. Είναι, όμως, τα συναισθήματα αυτά πραγματικά ή οι μπερδεμένες τους ζωές τις κάνουν να εκτιμούν λανθασμένα τα όσα νιώθουν. Ο Todd Haynes, γνωστός για την πολύπλευρη βιογραφία του Bob Dylan I’m Not There, επιστρέφει μετά από οχτώ χρόνια στη μεγάλου μήκους φόρμα. Αυτή τη φορά τον απασχολεί ένα θέμα ακανθώδες, τοποθετημένο σε μια περασμένη δεκαετία. Δείχνει, όμως, συνέπεια στην απεικόνισή του, χωρίς να καταφεύγει σε υπερβολικούς μελοδραματισμούς και κατασκευάζει σκηνικά που αποπνέουν τον πραγματικό αέρα της εποχής.
Το θέμα της ομοφυλοφιλικής σχέσης ως προς το πώς αυτό γίνεται αντιληπτό από την κοινωνία στην οποία λαμβάνει χώρα δεν είναι η πρώτη φορά που απασχολεί τον παγκόσμιο κινηματογράφο. Ίσα-ίσα, δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε μιλήσει στο παρελθόν για κάποια ταινία που αφορά σε τέτοιους δεσμούς και προσπαθεί είτε να αποτελέσει το κινηματογραφικό σημείο έναρξης για την αφήγηση μιας ιστορίας ξυπνήματος της λίμπιντο και πρωτόγνωρων συναισθημάτων, είτε για να μιλήσει για ζητήματα σκληρής αντιμετώπισης των «μειονοτήτων» στα πλαίσια βαθιά συντηρητικών κοινωνιών. Ως αφηγηματικός ιστός, αποδεικνύεται προτιμητέος από κάποια μερίδα δημιουργών, αλλά μήπως καταλήγει να είναι και μια εύκολη λύση που κουβαλά μέσα της μεγάλες δόσεις πολιτικής ορθότητας; Βέβαια, επί του προκειμένου, δε συζητάμε για κάποια εντελώς πρωτότυπη ιστορία, προϊόν ενός σεναριογράφου που ακολουθεί την πεπατημένη, αλλά για τη διασκευή ενός μυθιστορήματος που τη χρονιά που εκδόθηκε προκάλεσε σάλο. Μπορεί, λοιπόν, σήμερα να φαντάζει ξεπερασμένο ως προς το περιεχόμενό του, αλλά ως τεκμήριο μιας άλλης εποχής δεν είναι λίγοι αυτοί που το κρίνουν ως ακριβές στην απεικόνισή του. Το Carol της Claire Morgan (πραγματικό όνομα, ελέω λιντσαρίσματος, Patricia Highsmith), υπήρξε ένα σημαντικό βιβλίο και όχι μόνο για την queer κοινότητα.
Ο Todd Haynes, από την άλλη, έχει αποδειχθεί ένας γνήσιος εραστής του αντισυμβατικού, όπως αυτό εκφράστηκε στο παρελθόν. Είτε με το Velvet Goldmine, την ελεγεία που κέντησε για να υμνήσει τις μέρες που το glam rock ήταν η πιο προκλητική μορφή μουσικής και lifestyle που μπορούσε κανείς να φανταστεί, είτε με τα χρονικά της ζωής του «αλήτη» Bob Dylan σε μια Αμερική που ζούσε τον αναβρασμό της, καθώς και τον ρατσιστικό κόσμο του ’50 που περιβάλλει την Julianne Moore στο Ο Παράδεισος Είναι Μακριά (Far From Heaven), ο Haynes πάντα τασσόταν στο πλευρό του παρία και σχεδόν πάντα με πολύ καλά αποτελέσματα. Οπότε στο ερώτημα «ποιος θα μπορέσει να σκηνοθετήσει μια ταινία για κάτι τόσο χαρακτηριστικό στην outsider κουλτούρα όσο το Carol», η απάντηση έγινε σαφώς πιο εύκολη.
Για να αναδειχθεί η πρωτίστως ιστορική σημασία της συγκεκριμένης υπόθεσης, οφείλει να υπάρχει και μια πειστική απεικόνιση της εποχής στην οποία διαδραματίζεται. Και ο Haynes καταφέρνει να μεταφέρει το παρελθόν στο παρόν μέσα από σκηνικά που βρίθουν ρεαλιστικής ατμόσφαιρας. Έχει στο πλευρό του και τον βραβευμένο για το έργο του κινηματογραφιστή Edward Lachman, ο οποίος αντιλαμβάνεται το πώς θέλει να απεικονίσει ο σκηνοθέτης τον κόσμο του και με την εξαιρετική του φωτογραφία δημιουργεί ένα σύνολο ενίοτε θερμό, ενίοτε ψυχρό, μα πάντα διαυγές. Αλλά η σκηνοθεσία είναι μόνο το ένα από τα δύο (τρία, αν υπολογίσουμε και τη μουσική του Carter Burwell) βασικά συστατικά που κάνουν την ταινία να λάμπει. Και το δεύτερο συστατικό είναι οι ερμηνείες των Cate Blanchett και Rooney Mara.
Τοποθετεί στο κέντρο της ιστορίας του, λοιπόν, αυτές τις δύο ηθοποιούς που αντιλαμβάνονται τους χαρακτήρες που υποδύονται (αλίμονο αν η Blanchett δεν οδηγηθεί για μια ακόμα φορά στα Όσκαρ για την ερμηνεία της) και προσπαθεί, πέρα από το απαγορευμένο πάθος τους, να αναδείξει και τα αντιθετικά τους ταξικά ζητήματα. Η τρυφερότητα της σχέσης τους, όπως και οι εμφανείς αλλά όχι χυδαίες αντιθέσεις τους, συμπεριλαμβανομένου του ρίσκου που ενέχει λόγω της ίδιας του της φύσης, κάνουν αυτό το ειδύλλιο να μοιάζει ως έναν δεσμό γνήσια ερωτικό, ως ένα σύνολο συναισθημάτων που δεν ανήκουν στο φάσμα του σωματικού, αλλά του πνευματικού. Έναν αληθινά ρομαντικό έρωτα, δηλαδή, όπως μόνο ο κινηματογράφος μπορεί να προσφέρει τόσο ιδεαλιστικά.
Παρ’ όλα αυτά, δε σταματάει ως ιστορία καθαυτή να είναι κάπως παλιομοδίτικη. Ίσως και ξεπερασμένη αν αντιληφθούμε την πρόοδο των μέσων και της γραφής από την εποχή που το μυθιστόρημα εκδόθηκε μέχρι σήμερα. Οπότε είναι λίγο δύσκολο να ταυτιστεί ο κυνικός θεατής του σήμερα με ένα κείμενο το οποίο απαντά στο χτες. Όμως, αυτό συμβαίνει αν δεν μπει καθόλου στην όλη εξίσωση ο παράγοντας του παρελθόντος. Δεν πρέπει να το βλέπουμε ως μια ταινία προσκολλημένη σε οπισθοδρομικές φόρμουλες, αλλά ως μεταφορά μιας εποχής που πέρασε. Γιατί στοιχηματίζω πως αυτός είναι και ο σκοπός του σκηνοθέτη, όχι να πρωτοπορήσει όσο να αναγνώσει το παρελθόν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Οσκαρικών προδιαγραφών αλλά με υπαρκτές αιτίες, το συγκεκριμένο φιλμ δεν αφορά στο πρωτότυπο θέμα και στο θεατή που ψάχνει το πειραματικό και το καινοτόμο, αλλά σε αυτόν που ψάχνει τη στέρεα μελαγχολία και αναζητά χαρακτήρες που ζητούν την απελευθέρωση. Στρωτό και άψογα στιλιζαρισμένο, κάνει την καρδιά να χτυπά σε άλλους ρυθμούς.
Ουζερί Τσιτσάνης **1/2***
Ελλάδα, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Μανούσος Μανουσάκης
Πρωταγωνιστούν: Ανδρέας Κωνσταντίνου, Χάρης Φραγκούλης, Χριστίνα Χειλά–Φαμέλη
Διάρκεια: 116’
Ο Γιώργος και η Εστρέα στη Θεσσαλονίκη της Γερμανικής Κατοχής δεν μπορούν να χαρούν τον έρωτά τους. Πέρα από τις ήδη σκληρές συνθήκες που τους θέτουν εμπόδια, το γεγονός ότι εκείνος είναι Χριστιανός και εκείνη Εβραία αυξάνει τη δυσκολία στο σμίξιμό τους. Στέγη-καταφύγιο βρίσκουν στο Ουζερί Τσιτσάνης, στο οποίο ο συνθέτης ερμηνεύει τα κομμάτια που γράφει εκείνη την -παραγωγική- περίοδο της καριέρας του. Ούτε η παραγωγή αλλά ούτε και οι ερμηνείες των ηθοποιών ψέγουν τη συγκεκριμένη ταινία. Αυτά είναι τα δυνατά της σημεία. Ως αδυναμία, εντούτοις, δεν μπορούμε παρά να παρατηρήσουμε τη βιασύνη στην ανάπτυξη των καταστάσεων και, ως εκ τούτου, των χαρακτήρων, κάνοντας τους να φαντάζουν επίπεδοι και μεταδίδουν αυτή την εντύπωση σε όλη την ταινία. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι την ταυτίζουμε με τις εμετικές διασκευές του Τσιφόρου που είδαμε μέσα στη χρονιά. Τουλάχιστον, παρά τα ελαττώματά της ταινίας του, ο Μανουσάκης σέβεται τον θεατή και του προσφέρει μια καλογυρισμένη ταινία, η οποία όμως σίγουρα θα μπορούσε να είναι καλύτερη. Εν τέλει, φιλότιμη ίσως είναι ο χαρακτηρισμός που της ταιριάζει περισσότερο.
Μιούν, Ο Φρουρός του Φεγγαριού (Mune, Le Gardien De La Lune)
Γαλλία, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Alexandre Heboyan , Benoît Philippon
Με τις φωνές των: Φοίβο Ριμένα, Αφροδίτη Αντωνάκη, Θανάση Κουρλαμπά
Διάρκεια: 86’
Χωρίς να το επιζητά ή να είναι έτοιμος για αυτό, ο φαύνος Mune αναλαμβάνει το ρόλο του Φύλακα του Φεγγαριού, εκείνου που φέρνει τη νύχτα στον κόσμο και προστατεύει τα όνειρα. Ένα ατύχημα που θα προκαλέσει, θα διαταράξει την ισορροπία της φύσης και θα δώσει έδαφος στον τιτάνα Necross να κατακτήσει μια για πάντα τον ήλιο. Για να αποτρέψουν την καταστροφή και να αποκαταστήσουν τα όσα έγιναν, ο Mune μαζί με τον Gilm και τη φρουρό του Ήλιου Sohone, θα αναλάβουν αυτή τη δύσκολη αποστολή.