Είναι μια από τις πιο κομψές παρουσίες του ελληνικού θεάτρου. Δεν αναφέρομαι μόνο φυσικά στην σικάτη εμφάνισή της αλλά και στον τρόπο που σκέφτεται. Απλή, ήρεμη, πολυάσχολη και με το βλέμμα στο μέλλον. Αυτό το τελευταίο το αποδεικνύει για άλλη μια φορά με τη νέα τη συνεργασία. Ο Δημήτρης Καραντζάς τη σκηνοθετεί ως Αμάντα στον «Γυάλινο Κόσμο» του Τενεσσί Ουίλιαμς. Και η Μπέτυ Αρβανίτη παραδέχεται με αφοπλιστική ειλικρίνεια ότι ως Μπέττυ δεν έχει καμία σχέση με την Αμάντα γιατί «Ούτε νοσταλγώ, ούτε ζω με αναμνήσεις∙ δεν έχω καιρό. Είμαι πάντα σε ένα σχέδιο που βρίσκεται καθ’ οδόν ή κι ακόμη παραπέρα.» Όμως προσεγγίζει με κατανόηση τη γυναίκα αυτή, αφού όπως παραδέχεται αυτός είναι ο μόνος τρόπος «Να την καταλάβω».
Δεν τα πάω καλά με τις φωτογραφίσεις. Χωρίς ρόλο αισθάνομαι κάπως να παγώνω. Έχω ανάγκη από στόρι, από κάτι να εκφράζω γιατί αλλιώς νιώθω γυμνή, αμήχανη. Στις συνεντεύξεις το πώς νιώθω εξαρτάται από τον δημοσιογράφο. Πρέπει να μιλάς την ίδια γλώσσα με τον άλλον. Συναντάσαι για πρώτη φορά με κάποιον κι εκείνος με σένα. Είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί γρήγορα αυτή η «επαφή» που θα κάνει μια συνέντευξη πιο ενδιαφέρουσα από τις τετριμμένες.
Όταν λέω κοινή γλώσσα εννοώ να μην χρειάζεται να εξηγούμε τι εννοούμε με την κάθε λέξη. Πολλά πράγματα έχουν όχι μία αλλά 100 διαφορετικές σημασίες. Αυτό φυσικά είναι απαραίτητο και στον θέατρο.
Εμπιστεύομαι τον Δημήτρη Καραντζά γιατί έχω δει δουλειά του. Κάτι πρέπει να με ιντριγκάρει, κάτι να με αφορά για να υπάρξει αυτό το πλησίασμα και η συνάντηση. Οι συναντήσεις κατ’ αρχάς με ενδιαφέρουν και μετά όλα τ’ άλλα. Θέλω να πω ότι έχουν υπάρξει έργα και ρόλοι που πολύ μου άρεσαν αλλά δεν τα έκανα γιατί δεν βρέθηκαν οι άνθρωποι που θα μπορούσαν να τα υλοποιήσουν. Δεν είναι απλό. Πιστεύω ότι η μείξη της παλιάς με τη νέα γενιά είναι κάτι που βγάζει και τις δύο πλευρές κερδισμένες. Από τη νέα γενιά παίρνω τη φρέσκια ματιά γιατί υπάρχουν μέσα μου πράγματα που είναι σεσημασμένα. Η ματιά των ανθρώπων της νέας γενιάς, όταν βέβαια έχουν το ταλέντο, νομίζω ότι μου ανοίγει δρόμους.
Ο Δημήτρης (Καραντζάς) έχει εστιάσει στη λειτουργία της μνήμης στον «Γυάλινο Κόσμο». Νομίζω ότι το συγκεκριμένο έργο σηκώνει πολλές ματιές, δεν έχει μία σωστή οπτική. Αυτή η οπτική που διάλεξε ο Δημήτρης έχει πολύ ενδιαφέρον αλλά και πολύ δυσκολία.
Από μόνη της η μνήμη επιλεκτικά βγάζει στην επιφάνεια πράγματα που σε ξαφνιάζουν κι εσένα τον ίδιο. Το υλικό μας είμαστε εμείς. Όλα είναι μέσα: μνήμες, σκέψεις, αισθήσεις, διαβάσματα∙ τα πάντα. Όταν μπαίνει στο παιχνίδι ένας ρόλος αρχίζει να τα μαγειρεύει όλα αυτά και αρχίζουν να βγαίνουν μυρωδιές που δεν τις έχεις στην καθημερινότητα. Ο ρόλος είναι ο καταλύτης που τις ξυπνά, που ξεκλειδώνει τα κατάλληλα συρτάρια που ίσως είναι και τελείως θαμμένα. Μετά από κάθε ρόλο προκύπτει ο εαυτός σου συν ο ρόλος. Αφού συμβιώνεις με αυτό το πρόσωπο, τόσο καιρό. Είναι φυσικό.
Η ωραιότερη στιγμή του θεάτρου για μένα είναι όταν -και λέω όταν γιατί δεν γίνεται συχνά- σε ξαφνιάζει ο ίδιος σου ο εαυτός. Τότε λες «Ναι, αξίζει να κάνω αυτό το επάγγελμα». Ακόμη με ξαφνιάζει ο εαυτός μου.
Η Αμάντα του «Γυάλινου Κόσμου» είναι τόσο διαφορετική γυναίκα από μένα. Όμως για να μπορέσω να την αποδώσω πρέπει να την καταλάβω. Δε γίνεται αλλιώς. Έχω καταλάβει αυτό το πρόσωπο και για μένα είναι γελοίο και συγκινητικό. Τη συμπαθώ αλλά δεν την εκτιμώ, με την έννοια ότι δεν είμαι καθόλου αυτό. Είναι μια μικροαστική που ονειρεύεται που μερικές φορές κάνει υποσυνείδητα εγκλήματα, γιατί νομίζει ότι κάνει το καλό. Έχω μια τρυφερότητα γι’ αυτό το πρόσωπο και ταυτοχρόνως με εκνευρίζει. Πρέπει όμως να την καταλάβω και να την υπερασπιστώ.
Όταν ζεις με έναν ρόλο συμβαίνουν πάσης φύσεως αλλαγές∙ και σωματικές και φωνητικές. Κάθε ρόλο πραγματικά σου αφήνει μια ειδική ρυτίδα, χωρίς αστεία. Όταν κάναμε τις «Υψηλές γυναίκες» τα γόνατά μου έγιναν μαντάρα.
Τενεσσί Ουίλιαμς ανεβάζουμε, όχι Μπρεχτ. Μόνο ηθικό δίδαγμα δεν υπάρχει. Έχουμε ανεβάσει το «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι» και σε πολύ μικρή ηλικία είχα παίξει και το «Λεωφορείο ο Πόθος». Εδώ που τα λέμε δεν μπορείς να παίξεις τη Μπλανς εάν δεν έχεις ούτε μία ρυτίδα. Ήταν όμως ο ρόλος με τον οποίο μπήκα στο Θέατρο Τέχνης, με αυτή βγήκα, με αυτή πήρα άριστα. Η Μπλανς δεν μπορεί να είναι 20 χρονών, κατά τη γνώμη μου. Το έκανα όμως. Τι να πω όμως για τότε; Θα το έκανα αλλιώς τώρα. Κονταροχτυπήθηκα με αυτόν τον ρόλο.
Δε με αφορά το δασκαλίκι. Κατ’ αρχάς δεν έχω καιρό. Το θεωρώ τόσο μεγάλη υπόθεση που πρέπει κανείς να αφιερώσει μεγάλο κομμάτι από τον εαυτό του. Μια φορά με το ζόρι σχεδόν πήγα να διδάξω και έφυγα. Δεν μου άρεσε έτσι όπως γίνεται. Σε ιδανικές συνθήκες ίσως με τραβούσε. Επιπλέον, το Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας με κάνει πραγματικά τσιγκούνα με τον χρόνο μου. Μου παίρνει και ενέργεια αλλά και μου δίνει.
Εγώ ήμουν στις ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, δεν ήταν άλλη. Σε κανένα όμως σημείο δεν με έχει καθορίσει αυτό, γιατί δεν το πήρα πολύ στα σοβαρά. Το έβλεπα σαν διασκέδαση. Αυτές ήταν οι ταινίες, αυτές έκανα. Το θέατρο δεν μένει, το σινεμά μένει. Πάντα προσπαθούσα να κάνω θέατρο ποιότητας αυτό όμως δεν μπορεί να το θυμάται ένα παιδί 20 χρονών γιατί δεν είχε γεννηθεί. Οι ταινίες όμως παίζονται ξανά και ξανά στην τηλεόραση.
Θα ήθελα πολύ να κάνω κινηματογράφο τώρα. Πιστεύω ότι υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να κάνουν πολύ ενδιαφέροντα πράγματα. Πάρα πολύ μου αρέσει ο Οικονομίδης, κι άλλοι βέβαια αλλά δεν θυμάμαι ονόματα. Μου έχουν γίνει προτάσεις αλλά δεν ενδιέφεραν πολύ. Ξαναλέω ότι είμαι τσιγκούνα με τον χρόνο μου. Δεν το θυσιάζω το θέατρο για κάτι άλλο εκτός κι αν είναι κάτι που θα πέσω ξερή. Δεν μου έχει τύχει. Αν συμβεί και μπορώ θα κάνω. Έχω βοηθήσει με κάτι γκεσταριλίκια.
Το καλοκαίρι είναι διακοπές, διακοπές απ’ όλα. Είμαι στη θάλασσα, διαβάζω και κολυμπώ. Με τον Ντοστογιέφσκι έχω περάσει τρεις περιόδους ζωής∙ μία στα 16, μία στα 35, μία στα 50 και κάθε φορά ήταν αλλιώς. Διαβάζω και τον γιο μου. Είμαι αυστηρή στις δουλειές του αλλά είναι και αυτός στις δικές μου. Την κριτική των δικών μου ανθρώπων την παίρνω πιο πολύ υπόψη μου. Όταν ο άλλος σε ξέρει τόσο εις βάθος η κριτική του μοιάζει λίγο με το χειρουργικό νυστέρι.
Δεν έχω καθόλου αυτοπεποίθηση στο θέατρο, είμαι ανασφαλής και δεν έχω βεβαιότητες. Φαντάζομαι ότι είναι αυτό που λέμε τρακ. Όταν κάποια στιγμή κάτι πετυχαίνω, τότε μου αρέσει, είναι ικανοποιητικό. Ξέρεις όμως τι συμβαίνει βρε παιδί μου; Πετυχαίνεις κάτι και μετά δε σου φτάνει. Λες «αυτό έγινε, από εδώ και πέρα τι θα κάνουμε;». Ανεβαίνει ο πήχης. Αυτό συμβαίνει κυρίως μεγαλώνοντας. Δεν ικανοποιείσαι εύκολα γιατί ξέρεις ότι υπάρχει κι άλλο, ότι μπορεί να γίνει καλύτερο.
Τη χαρά την παίρνεις από διαφορετικά πράγματα, όταν μεγαλώνεις. Θεωρώ ότι σε αυτό η φύση είναι σοφή. Όλο αυτό έχει να κάνει με τις επιθυμίες. Αλλάζουν οι επιθυμίες επομένως αλλάζουν και οι χαρές. Τι νόημα έχει για μένα να πάω σε ένα πάρτι και να χορεύω μέχρι το πρωί; Ούτε την αντοχή έχω, ούτε την επιθυμία. Θα ήταν τραγικό να έχουμε τις ίδιες επιθυμίες που δεν μπορούμε πια να καλύψουμε. Βλέπω ανθρώπους που κυνηγούν τη νεότητα. Μα είναι δυνατόν; Τι να συναγωνιστείς; Το κορίτσι των 20 χρονών; Βλέπω παλιές φωτογραφίες και βλέπω ότι δεν είναι πάντα έντονες οι διαφορές. Η διαφορά, όμως, είναι τεράστια στη ξεγνοιασιά του ματιού. Το μάτι του νέου ανθρώπου είναι άλλο. Δεν είναι κακό αυτό, είναι σοφό.
Ούτε νοσταλγώ, ούτε ζω με αναμνήσεις∙ δεν έχω καιρό. Είμαι πάντα σε ένα σχέδιο που βρίσκεται καθ’ οδόν ή κι ακόμη παραπέρα.
Μου αρέσει η πραγματικότητα γιατί θεωρώ ότι έχει κι άλλο. Θέλω να πω ότι δεν πιστεύω ότι η πραγματικότητα εξαντλείται στην πραγματικότητα.