«Είμαι ο Ξάνθος Παπανικολάου κι είμαι πολύ γαμάτος»/ «Είμαι ο Βασίλης Τζελέπης, είμαι κι εγώ πολύ γαμάτος»/ «Είμαι ο Άρης Ράμμος και είμαι καλά»/ «Είμαι ο Γιάννης Βούλγαρης και είμαι ο χειρότερος»/ «Είμαι ο “Παναής” Παπανικολάου».
Έτσι συστήνονται στο μαγνητοφωνάκι, με περίσσιο αυτοσαρκασμό οι Bazooka, μία μπάντα που οι περισσότεροι χαρακτηρίζουν αυτόματα και τρόπον τινά κωδικοποιημένα, punk. Κάπως αναμενόμενα ίσως, λόγω του attitude τους, αλλά μία πιο ενδελεχής ματιά (ή μάλλον ακρόαση) οδηγεί στο ασφαλές συμπέρασμα ότι κυκλοφορία με την κυκλοφορία το πακέτο τους περικλείει πολλά περισσότερα στοιχεία από διαφορετικά παρακλάδια του rock ‘n’ roll σύμπαντος (και όχι μόνο). Αφορμή της συνάντησής μας, το νέο ep τους, Ζούγκλα, σε νέο label αφού δισκογραφούν για πρώτη φορά στην Inner Ear. Σκοπός της, η «αποδόμηση» -ή αν θέλετε- η «εξαΰλωση»(ένα από τα τέσσερα νέα τους κομμάτια έχει τίτλο «Εξαϋλώσου») αυτής της παρέας που κατέβηκε πριν από περίπου δέκα χρόνια από τον Βόλο στην Αθήνα, έχοντας στο μυαλό της να κάνει αυτό που γουστάρει και που «πάντα το έβλεπε σοβαρά χωρίς να ξέρει τι πάει να πει σοβαρά». Κι ως τώρα, σοβαρά μιλώντας, δεν τα έχουν πάει καθόλου άσχημα.
«Γουστάραμε να κάνουμε πρόβες να γράφουμε μουσική, να παίζουμε, να κάνουμε live. Απλά στον Βόλο δεν έπαιζε πάρα πολύ “φάση”. Γίνονταν κάποια live σε σπίτια, σε πάρτι, σε καταλήψεις, αλλά ως εκεί», λέει η μπάντα-καρπός δύο εφηβικών συγκροτημάτων που ύστερα από εσωτερικές ανακατατάξεις βαφτίστηκε Bazooka. «Δεν υπήρχαν τότε στην πόλη μας μπάντες που να γουστάρουμε τόσο πολύ. Κινούνταν πιο πολύ προς nu metal, hardcore, crust punk… Δεν ξέραμε καν αν υπήρχε άλλο συγκρότημα που να έκανε αυτό που κάναμε εμείς».
Κάπως έτσι, η Αθήνα έμοιαζε αναπόφευκτη κατάληξη και μάλλον τους αποζημίωσε σύμφωνα με τα λεγόμενα του Άρη: «Αυτό που θέλαμε τότε, το κάνουμε τώρα, δηλαδή να είμαστε σε θέση να γράφουμε να ηχογραφούμε, να κάνουμε πρόβες. Αυτό θέλαμε, όχι λεφτά και ιστορίες τέτοιες». Ωστόσο, κάθε καλλιτέχνης θέλει να γίνεται γνωστή η δουλειά του, όπως επιβεβαιώνει ο Ξάνθος: «Το κοινό είναι αρκετά περιορισμένο. Το θέμα είναι πως θα τους κάνεις να σε ακούσουν. Κάνουμε όσα περισσότερα live μπορούμε. Όχι μόνο γιατί γουστάρουμε, αλλά και γιατί θέλουμε να φτιάξουμε και το κοινό μας. Πάντα το θέλαμε να μας ακούσει κόσμος».
Στην περίπτωση των Bazooka, οι συγκυρίες ήταν με το μέρος τους. Ήδη από το πρώτο live τους στην Αβραμιώτου, στο τότε Kinky πριν γίνει six d.o.g.s., θυμούνται πως αρκετός κόσμος είχε ενθουσιαστεί για αυτό που παρουσίασαν, έχοντας τότε και δύο σετ ντραμς. Κι από αυτό το παρθενικό live, πάνε την κουβέντα σε ένα άλλο που αν και όχι δικό τους, έμελλε να αλλάξει την πορεία τους: «Ήμασταν στο πρώην Καταραμένο Σύνδρομο, νυν Ίδρυμα 2.14. Ο Peter (σ.σ. Menchetti) είχε έρθει με τους Davilla 666. Ο Γιάννης του έδωσε ένα ep που είχαμε κάνει τότε. Δεν του πολυάρεσε. Επιμείναμε με κάποια άλλα κομμάτια, τα ξαναστείλαμε, του άρεσαν κι έτσι βγάλαμε το πρώτο μας 7άρι», αυτή είναι η σύντομη ιστορία του πώς βρέθηκαν στο ρόστερ της αμερικάνικης Slovenly Recordings. Εκεί που έχουν φιλοξενηθεί παλιότερα οι Acid Baby Jesus και πιο πρόσφατα οι Hand & Leg.
Νέα τους δισκογραφική στέγη, όπως είπαμε πριν, η πατρινή Inner Ear. Όπως εξηγεί ο Ξάνθος, ήθελαν αυτή τη φορά να δουλέψουν σε ένα ελληνικό label (έχοντας και μία παλαιότερη κυκλοφορία στην Sound Effect): «Είχαμε ηχογραφήσει τα κομμάτια εδώ και κάποιον καιρό και σκεφτόμασταν να τα βγάλουμε σε δύο διαφορετικά 7ιντσα, ένα μόνοι μας για να δοκιμάσουμε πως θα ‘ναι κι ένα με κάποια εταιρεία». Και κάπως έτσι γεννήθηκε το ep Ζούγκλα.
Ποιά είναι όμως η ζούγκλα στην οποία αναφέρονται εν μέσω «μαϊμουδίστικων» κραυγών και κιθαριστικών σόλο που έχουν σαφή…«συμπάθεια για τον διάβολο» στο ομώνυμο κομμάτι; «H ζούγκλα είναι μπροστά μας κάθε μέρα. Γενικά, όλη η υφήλιος μοιάζει με ζούγκλα σήμερα, παίζει μία ανακατωσούρα και μία ένταση. Ο δίσκος μιλάει για τη θέση του ανθρώπου όχι μόνο ως ον, αλλά ως ποιότητα ζωής, μέσα σε αυτό το χάος. Πολλές φορές πέφτουμε αναγκαστικά πιο χαμηλά, γιατί τα πράγματα είναι σκατά». Παρ’ όλα αυτά, όπως συνεχίζει να εξηγεί ο Ξάνθος, το επ δεν έχει πεσιμιστική χροιά: «Διέξοδος από αυτή τη ζούγκλα προφανώς και υπάρχει. Για μας, ας πούμε, είναι να παίζουμε μουσική. Το να φύγουμε από τη ζούγκλα είναι να κάνουμε το κομμάτι “Ζούγκλα”». Για να φέρει ο Άρης τον αντίλογο ότι «Βέβαια, σε ξαναρουφάει, αυτή είναι η βασική της ιδιότητα».
Για κάθε στιγμή χάους στην αστική ζούγκλα, υπάρχει το αντίβαρο, όπως εκφράζεται στο «Θέλω Φύση». «Φύση με την έννοια της φυσικότητας, της ανθρωπιάς. Σε πολλές δουλειές αναγκάζεσαι να έχεις ένα ύφος, ένα στυλ που φοράς πιο πολύ. Πιο παλιά με έπιαναν κάτι παράνοιες ότι μπορεί να με παρακολουθούν την ώρα που περπατάω στο δρόμο. Η Αθήνα μου αρέσει πάρα πολύ, αλλά καμία φορά τρελαίνεσαι, θες ένα δέντρο, ένα πάρκο», λέει ο Ξάνθος.
https://www.youtube.com/watch?v=EYLm7hRHroI
Την πιο ευχάριστη μουσικά έκπληξη στο ep αποτελεί το κομμάτι «Εξαϋλώσου» που θα στοιχημάτιζες ότι είναι το εγγόνι του “Play With Fire” των Stones, ωστόσο οι ίδιοι οι Bazooka διατείνονται ότι θυμίζει περισσότερο Kinks. «Συγκατοικούσαμε με τον Βασίλη σε κάποια φάση και μόλις είχα μπει στο δωμάτιο. Έπαιζε κάποιο ελληνικό κομμάτι λαϊκό. Πήραμε κάποια ακόρντα από κει και μέσα σε ένα τέταρτο το φτιάξαμε» θυμάται ο Ξάνθος, για το πιο ιδιαίτερο και, παραδόξως, το γρηγορότερα γραμμένο κομμάτι του καταλόγου τους ως τώρα. «Ακούμε πολλά πράγματα από μικροί, οι γονείς, η κοινωνία, μας τριβελίζουν το κεφάλι με ένα σωρό “πρέπει”. Αυτό το κομμάτι λέει “παράτα με λίγο, άσε με ήσυχο”. Ότι ζω για μια φορά και πρέπει να το εκμεταλλευτώ στο έπακρο…».
https://www.youtube.com/watch?v=age27QTArwE
Στην ίδια στιχουργική λογική κινείται και το «Η Δική Σου Η Σειρά», ένα κομμάτι που είναι εκεί από τον πρώτο δίσκο της μπάντας, αλλά μέχρι τώρα δεν είχαν καταφέρει να το «κάνουν κάτι». «Αλλάζουν και οι επιρροές σου με τον καιρό και ξαφνικά βρίσκεις έναν τρόπο να αξιοποιήσεις το παλιό σου υλικό» εξηγεί ο Γιάννης για το σύνηθες φαινόμενο μία ιδέα ή ένα ριφ να αποκτά (άλλο) νόημα μετά από χρόνια.
Η ποστ πανκ χροιά του «Η Δική Σου Η Σειρά», που ίσως θυμίζει τον ήχο ελληνικών 80s συγκροτημάτων, είναι η κατάλληλη πάσα για να πέσει στο τραπέζι η συζήτηση περί νοσταλγίας που, όπως φαίνεται, οι Bazooka δεν ενστερνίζονται ιδιαίτερα. «Δεν θεωρούμε ότι αυτό που κάνουμε είναι νοσταλγία. Κάνουμε αναφορές. Αυτό έχει παίξει πάρα πολύ τα τελευταία χρόνια, να τα θεωρούμε όλα revivals και μου φαίνεται λίγο γελοίο. Σκέψου ας πούμε τον Μπετόβεν που είχε επηρεαστεί από τον Μπαχ 100 χρόνια μετά, να τον έλεγαν νοσταλγό. Ο κόσμος σκέφτεται πολύ κοντόφθαλμα, ότι κάθε δεκαετία πρέπει να αλλάζει κάτι. Ζούμε σε μια γρήγορη εποχή, όλα αλλάζουν τόσο γρήγορα, η πληροφορία κυλάει συνέχεια» υποστηρίζει ο Ξάνθος κι ενισχύει το επιχείρημά του προσθέτοντας… «Όταν βγήκαν οι Sex Pistols, οι Ramones, οι παλαιότεροι έλεγαν “εντάξει, rock ‘n’ roll παίζουν, λίγο πιο γρήγορα, δεν κάνουν κάτι καινούργιο”. Όταν βγήκαν οι Mudhoney και οι Nirvana και πήγαν πρώτη φορά να παίξουν Αγγλία έλεγαν ότι αντιγράφουν τα 70s και τι παλιατζούρα είναι αυτή». Όπως πολύ σωστά συμπληρώνει ο Πάνος, «Πρέπει να “κάτσει” και λίγο ο χρόνος», για να έρθει ο Γιάννης και να γειώσει την κουβέντα περί ταμπελοποίησης, «στην τελική, όλα μουσική είναι».
Κι αυτό δεν είναι το μόνο που αποκαθηλώνουν οι πέντε Βολιώτες, μιας και οι ίδιοι δεν συμφωνούν τόσο με την ταμπέλα του πανκ που τους συνοδεύει και τους κόλλησε από την εποχή της Slovenly, μιας κι όπως εξηγούν, «όταν πουλάς, κάτι πρέπει να πεις. Στην αρχή μας έλεγαν garage punk, μετά psychedelic punk…». Αυτό που παίζουν είναι «η δική τους εκδοχή του rock ‘n’ roll» όπως λέει ο Ξάνθος, κάτι αναπόφευκτο μιας και όπως συμπληρώνει κι ο Γιάννης, μεγάλωσαν ακούγοντας αυτή την μουσική και είναι κάτι ριζωμένο βαθιά μέσα τους.
Δέχονται βέβαια τον όρο punk ως attitude, και λόγω της σκηνικής τους ενέργειας, κι όταν τους γίνεται η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου για το «τι είναι τέλος πάντων punk;», ο Γιάννης με τον Ξάνθο συμπληρώνουν εναλλάξ ο ένας τον άλλο δίνοντας μία πολύ ενδιαφέρουσα από κοινού απάντηση.
– «Το πανκ είναι attitude. Ένας τρόπος αντιμετώπισης των πραγμάτων γενικά. Πέρα από το στυλιστικό ρεύμα που κυριάρχησε το ’70 και το ’80, προϋπήρχε από την αιωνιότητα. Για κάποιους και ο Μότσαρτ πανκ ήταν.
– Είναι μία προσέγγιση των πραγμάτων. Μπορεί κάποιος να έχει τζαζ μπάντα και να είναι πανκ.
– Πανκ σημαίνει να σπας την φόρμα. Όταν κάνεις κάτι με τον τρόπο σου και το εξελίσσεις γιατί θες να το πας παραπέρα. Πολλές φορές αυτό βγαίνει υποσυνείδητα, επειδή έχεις κάτι μέσα σου.
– Είναι ό,τι ήταν το rock ‘n’ roll. Δεν ήταν μόνο μουσική αλλά ένα attitude. Είναι συνέχειά του. Απλά στο χρόνο, αλλάζουν οι λέξεις».
Μία μπάντα που ξεκίνησε από τον Βόλο κι έχει ήδη στο ενεργητικό της εννιά ευρωπαϊκές περιοδείες και μία στην Αμερική, μοιάζει να είναι η πλέον κατάλληλη να μιλήσει για την «σκηνή» και το τρίπτυχο σύγκρισης «Αθήνα-επαρχία-εξωτερικό». Ως προς το καλλιτεχνικό κομμάτι, οι Bazooka από την εμπειρία τους υποστηρίζουν ότι η εγχώρια σκηνή δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τις αντίστοιχες του εξωτερικού, τις οποίες έχουμε μυθοποιήσει και λίγο. Αυτό που διαφέρει είναι οι ευκαιρίες που δίνονται, αρχής γενομένης από την ίδια την πολιτεία όπως αναλύει ο Γιάννης: «Σε χώρες όπως η Γαλλία και η Σουηδία υπάρχει υποδομή “πιο κρατική”, η οποία προωθεί ανερχόμενους καλλιτέχνες και υπάρχει ένα σύστημα όπου μπορείς να πάρεις μία χορηγία να κάνεις ένα δίσκο. Για παράδειγμα στη Γαλλία υπάρχουν ΜΚΟ που προωθούν και δημιουργούν ένα καλλιτεχνικό δίκτυο. Παραδίδεις εσύ ένα σύνολο εσόδων ετησίως και, όταν δεν έχεις περιοδεία, παίρνεις επίδομα».
Επί ελληνικού εδάφους, αυτά φαντάζουν όνειρο θερινής νυκτός μιας και για να είναι μία μπάντα βιώσιμη απαιτεί παράλληλες δουλειές και πολλά live, που είναι η κύρια πηγή εσόδων. Όπως εξηγούν οι Bazooka, στην επαρχία υπάρχει κοινό, φέρνοντας ως θετικό παράδειγμα το πρόσφατο live τους στην Κόρινθο μαζί με τους Cosmic Shadows. Εξαιρώντας μεγάλες πόλεις, όπως η Θεσσαλονίκη και η Πάτρα, είναι πάντα πιο δύσκολο να κλειστεί ένα live αλλά και να καλυφθούν τα έξοδά του.
Όσον αφορά την ίδια την σκηνή, η μπάντα παρατηρεί πως το πράγμα ανοίγει τη βεντάλια του σιγά σιγά. Για να επιτευχθεί όμως ένα πραγματικό breakthrough αυτό που προτείνουν είναι η ύπαρξη μία εταιρείας η οποίο να αναλαμβάνει εξ’ ολοκλήρου τον κύκλο των μουσικών διαδικασιών. Πέρα από το δισκογραφικό κομμάτι, να διαχειρίζεται την οργάνωση συναυλιών, δημιουργώντας έτσι το καλλιτεχνικό δίκτυο που σταδιακά, μπορεί να ανοίξει τα φτερά του και εκτός συνόρων.
Πάντως όπως και να ‘χει, η σκηνή φαίνεται να κρατά καλά. Και σίγουρα οι Bazooka είναι από τα δυνατά χαρτιά της. Είναι μία μπάντα που γουστάρει εξίσου τα live και το στούντιο, θεωρώντας τα δύο πτυχές του ίδιου πράγματος. Που εξέφρασε ειρωνικά μεν την «Άχρηστη Γενιά», αλλά θεωρεί βασικό λόγο που οι μεγαλύτεροι μας θεωρούν έτσι, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, παρά (και) τα καλά τους. Που γύρισε τον αγγλικό σε ελληνικό στίχο μετά την αμερικανική της περιοδεία, βλέποντας τη φυσικότητα της μητρικής γλώσσας σε αμερικανικές μπάντες. Που βρίσκει πιο πανκ μία μπάντα που φτιάχνει την μουσική της με DIY μέσα σήμερα, από την εικόνα του Sid Vicious και της Nancy Spugen να γράφουν σκοτεινές και ματωμένες σελίδες της ροκ μυθολογίας σε ένα δωμάτιο του Chelsea Hotel. Που θεωρεί πολύ περισσότερο νόρμα το πέτσινο από το σακάκι. Μία μπάντα που θέλει σε είκοσι χρόνια από τώρα να είναι ακόμα εδώ και να κάνει μουσική.