Στο αθηναϊκό θέατρο υπάρχουν σαφέστατες διακρίσεις και κατηγοριοποιήσεις, με διαστάσεις σχεδόν ταξικές. Από τη μια υπάρχει το καθαρά εμπορικό θέατρο, που έχει το δικό του κοινό, τις δικές του αίθουσες και απαιτήσεις και αξιώσεις ανάλογες του χαρακτήρα του. Από την άλλη, το θέατρο καλλιτεχνικών, ας πούμε, αξιώσεων, που και αυτό με τη σειρά του υπόκειται σε υποδιαιρέσεις.

Υπάρχουν οι μεγάλοι φορείς, κρατικοί (Εθνικό, ΚΘΒΕ, Φεστιβάλ Αθηνών) ή ιδιωτικοί (Στέγη, Ίδρυμα Κακογιάννη κλπ), ικανοί να υποστηρίξουν μια παραγωγή, εξασφαλίζοντάς της από πολύ καλές έως αξιοπρεπείς συνθήκες. Υπάρχουν θέατρα με μεγάλη ή μικρότερη ιστορία, που προσπαθούν να παρουσιάσουν ένα ρεπερτόριο κάθε χρόνο (Τέχνης, Κυκλάδων, Πόρτα, Νέου Κόσμου κλπ).

Κι ακολουθούν τα θέατρα που ενοικιάζουν τις αίθουσές τους σε πολλές-πολλές ομάδες κάθε χρόνο, – οποίες παίζουν άλλες μέρες, άλλες ώρες, για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων (αυτή η μάστιγα) καθώς δεν ξέρουν αν θα έχουν μια απήχηση που θα τους επιτρέψει να συνεχίσουν για μεγαλύτερο διάστημα – και τα οποία δημιουργούν αυτό τον κολοσσιαίο συνολικό αριθμό από παραστάσεις ανά σεζόν, τον δυσανάλογο με το θεατρόφιλο κοινό, τον πληθυσμό της Αθήνας, της Ελλάδας, αλλά και την ίδια την κοινή λογική. Σε αυτή την τελευταία κατηγορία, η πληροφόρηση είναι ελλιπής, οι επισκέψεις των κριτικών σπανιότερες – τι να πρωτοδεί κανείς; – οι δυνατότητες προβολής και διαφήμισης εξαιρετικά περιορισμένες.

Κοντολογίς; κανονικός αγώνας επιβίωσης. Και φυσικά, μέσα στις παραστάσεις που θα δει κανείς εκεί υπάρχουν τα πάντα: από προχειροδουλειές ανάξιες λόγου και πρωτόλεια οριακός επαγγελματικού χαρακτήρα, μέχρι δουλειές της σειράς που δεν ξεχωρίζουν σε τίποτα. Ανάμεσά τους όμως υπάρχουν και έντιμες προσπάθειες που δίνουν υποσχέσεις για το μέλλον, από ομάδες νέων παιδιών με ταλέντο, ή και λίγο παλαιότερων που εξελίσσονται θεαματικά. Θα βρει κανείς πού και πού no budget διαμαντάκια που περιμένουν την ευκαιρία τους για να λάμψουν – αρκεί να έχει την υπομονή να τα αναζητήσει. Κι αν είναι προσεκτικός με το ωρολόγιο πρόγραμμα των θεάτρων: κάθε μέρα ή και ώρα, κι άλλη παράσταση.

Ακόμα κι εγώ που αναγνωρίζω την ανισότητα στους όρους του παιχνιδιού, κάνω εδώ μια αδικία, μιλώντας στο ίδιο κείμενο για τρεις παραστάσεις, ενώ ίσως θα δικαιούνταν ξεχωριστή αναφορά η κάθε μία. Επικαλούμαι καλές προθέσεις (αυτές με τις οποίες, όπως λέγεται, είναι στρωμένος ο δρόμος προς την Κόλαση): και οι τρεις, για διαφορετικούς λόγους αξίζουν τον κόπο.

Το Ζόοτ του Θανάση Τριαρίδη, που παίζεται δύο απογεύματα την εβδομάδα, είναι ένα έργο-κινούμενη άμμος: παλίμψηστο, με διαρκείς ανατροπές, χωρίς καμιά βεβαιότητα: ο Ζόοτ είναι ένα πρόσωπο που ίσως υπάρχει, ίσως και όχι, οι ρόλοι του θύτη και του θύματος  εναλλάσσονται ακατάπαυστα, το τι συνέβη στ’ αλήθεια και τι όχι παραμένει μυστήριο.

Η Μαρίνα Νατιώτη το σκηνοθέτησε με σεμνότητα, μέτρο και προσοχή, εκμεταλλευόμενη όλο το χώρο της σκηνής που τη φιλοξενεί, χρησιμοποιώντας μια θεατρική γλώσσα μάλλον κλασική, αλλά με αρκετά τολμήματα. Καθοδήγησε την Αλεξάνδρα Πούλου σε μια απολύτως στυλιζαρισμένη απόδοση του ρόλου του επισκέπτη, που όμως της δημιούργησε μια μικρή ακαμψία που ίσως την αδικεί στο τελικό αποτέλεσμα.

    

Η Ειρήνη Καράογλου έκανε απόλυτα δικό της τον αβανταδόρικο ρόλο του οικοδεσπότη, εντυπωσιάζοντας με τη μεστότητα και το μέτρο της ερμηνείας της. Συνολικά, η ομάδα δημιούργησε μια εντιμότατη δουλειά χωρίς τίποτα δήθεν, και αναμετρήθηκε επιτυχώς με ένα κείμενο κάθε άλλο παρά εύκολο. Ανυπομονώ να παρακολουθήσω την επόμενή τους προσπάθεια, καθώς δίνουν υποσχέσεις θεαματικής εξέλιξης.

                                                                    

  

Το Μεγάλο Κύμα της Τζωρτζίνας Τζήλιου, που παίζεται δύο βράδια την εβδομάδα, είναι ένα έργο-γροθιά με αφετηρία την ιστορία μιας ηλικιωμένης ηθοποιού που περνά τη δύση της ζωής της σε έναν οίκο ευγηρίας, ανατέμνει ανηλεώς τις σχέσεις των δύο φύλων σε μια χώρα όπου οι ρόλοι διδάσκονται από πολύ νωρίς με τον πιο λάθος τρόπο, οδηγώντας θύτη και θύμα σε αναπόφευκτη μοναξιά.

Η συγγραφέας επιδεικνύει σπάνια δύναμη και ευαισθησία στα ποιητικά μέρη της γραφής της, κι αν απελευθερωθεί λίγο περισσότερο από το βάρος της ρεαλιστικής πλοκής και της σώνει και καλά αφήγησης μιας ιστορίας, ο λόγος της διαθέτει τόση έμπνευση που θα την κάνει να φτάσει πολύ μακριά.

Ο Τίτος Λίτινας σκηνοθέτησε ευφυώς την παράσταση κόντρα σε κάθε ρεαλισμό, απολύτως αφαιρετικά και γεωμετρικά, με μια άψογη αισθητική του ελάχιστου που απογείωσε το κείμενο, επιδεικνύοντας αρετές εμπειρότερου σκηνοθέτη από αυτό που υπονοεί το νεαρό της ηλικίας του. Η Λίζυ Ξανθοπούλου ερμήνευσε τον κεντρικό ρόλο ακροβατώντας ανάμεσα στην ποίηση και το ρεαλισμό – με ισχυρότερο το ποιητικό της κομμάτι –  με σαφή ερμηνευτική εμπειρία και πλούσια παλέτα. Μια ώρα ατόφιας συγκίνησης.

Το Frida κι Άλλο, που παίζεται μόλις ένα βράδυ την εβδομάδα, αποτελεί μια μεγάλη έκπληξη σε πολλά επίπεδα. Ομολογώ πως αν κάποιος μου έλεγε να πάω να δω μια ηθοποιό ντυμένη βαμμένη και χτενισμένη σαν τη Φρίντα Κάλο να ερμηνεύει το ρόλο της με επιτηδευμένη ισπανοπρεπή προφορά, το πιθανότερο θα ήταν να μην μπω καν στον κόπο να φτάσω μέχρι την αίθουσα. Κι όμως, αυτό θα ήταν μεγάλο σφάλμα!

Η Κατερίνα Δαμβόγλου, με απαράμιλλο χιούμορ, σκηνική ευελιξία και σαρκασμό, κατορθώνει να δημιουργήσει ένα απολαυστικό σκίτσο της μυθικής μεξικανής ζωγράφου. Η πραγματική όμως αποκάλυψη είναι ο σκηνικός χώρος που δημιουργεί διά της προβολής ο Robin Beer, σκιτσάροντας, χρησιμοποιώντας  μικροαντικείμενα και βίντεο ζωντανά, την ίδια στιγμή, με απίστευτη ταχύτητα και  συγχρονισμό με την ερμηνεία της πρωταγωνίστριας.

Σ’ ελάχιστες παραστάσεις στο εξωτερικό έχω δει χρήση αυτής της τεχνικής, κι η δουλειά των Fly Theatre, όπως ονομάζεται η ομάδα των Beer και Δαμβόγλου, δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από αυτές. Αν η δραματουργία τους χαρακτηριζόταν από μεγαλύτερη οικονομία, και δεν ένιωθε την ανάγκη να εξιστορήσει όλη την πορεία της ζωής της Φρίντα με τρόπο γραμμικό, θα μιλούσαμε για μια από τις παραστάσεις της χρονιάς. Όμως παραμένει μια λαμπρή δουλειά, και είμαι σίγουρος πως την επόμενη φορά η εμπειρία θα τους διδάξει σωστά.

Τρεις εντελώς διαφορετικές θεατρικές στιγμές από συντελεστές που δεν αποτελούν αμέσως αναγνωρίσιμα στο μέσο θεατή ονόματα, και που αξίζουν την προσοχή, αλλά μέσα στο αχανές θεατρικό τοπίο της Αθήνας κινδυνεύουν να περάσουν απαρατήρητες. Θα ήταν αληθινά κρίμα…

Ζόοτ του Θανάση Τριαρίδη: θέατρο Αλκμήνη, Δε- Τρ 7 μ.μ
Το Μεγάλο Κύμα της Τζωρτζίνας Τζήλιου: Χώρος Τέχνης 14η Μέρα, Σάβ.: 9 μ.μ., Κυρ. 8 μ.μ.
Frida κι Άλλο, περφόρμανς των Fly Theatre, Θέατρο 104, Πέμπτη στις 9 μ.μ.