Από τις 28 Ιουνίου στον χώρο του αιθρίου του Μουσείου Μπενάκη στην Πειραιώς φιλοξενείται η βιωματική εγκατάσταση «Αγαθόφρων, ο άτλας του συλλέκτη». Αν και το όνομα του Αγαθόφρoνα Νικολόπουλου δεν είναι ευρέως γνωστό οι περισσότεροι γνωρίζουμε τη φημισμένη Δημόσια Ιστορική Βιβλιοθήκη της Ανδρίτσαινας. Όμως ο Αγαθόφρωνας Νικολόπουλος είναι ο άνθρωπος που έκανε εκείνη την πρώτη δωρεά των 3.686 σπάνιων βιβλίων του (σήμερα οι τίτλοι στη βιβλιοθήκη ξεπερνούν τους 150.000) που αποτελεί τον πυρήνα της εξαιρετικής αυτής βιβλιοθήκης. Βασισμένη στην ιστορική διαδρομή των βιβλίων από το Παρίσι που συσκευάστηκαν ως το Ναύπλιο που μεταφέρθηκαν με πλοία και μετά στην Ανδρίτσαινα με ζώα είναι και η εγκατάσταση του Αγαθόφρoνα, σε σύλληψη και συντονισμό Δάφνης Κοκκίνη η οποία διαμένει μόνιμα στη Ζυρίχη και αποτελεί μακρινή απόγονο του Αγαθόφρoνα. Η ίδια δίνει ένα σύντομο ιστορικό της πορείας του και της συλλογής του που κατέληξε στην Ανδρίτσαινα: « O Αγαθόφρωνας είχε πάει στο Παρίσι ως φοιτητής στις αρχές του 19ου αιώνα κι αργότερα εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος. Κατάφερε έτσι να συγκεντρώσει μια ιδιωτική συλλογή με πολύτιμα βιβλία. Μετά την Επανάσταση και την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους αποφάσισε, αφού ούτως ή άλλως βρισκόταν σε επαφές με σημαίνοντα άτομα της εποχής όπως ο Αδαμάντιος Κοραής και καθώς συμμετείχε σε ένα ενεργό δίκτυο φιλελλήνων και Ελλήνων, να δωρίσει τη συλλογή του. Ο Αγαθόφρωνας είχε όραμα τη δημιουργία μιας ακαδημίας στην Ανδρίτσαινα, γενέτειρας του πατέρα του, που δεν την έχει γνωρίσει καθώς ο ίδιος είχε γεννηθεί στη Σμύρνη. Μετά την αποδοχή της δωρεάς και σύμφωνα με την παράδοση και τις καταγραφές των πρώτων μελετητών ο Αγαθόφρωνας τραυματίστηκε κατά τη διαδικασία συσκευασίας των βιβλίων στα κιβώτια και πέθανε από τέτανο στο Παρίσι. Τα βιβλία λοιπόν ταξίδεψαν μόνα τους και έφτασαν, παρά τις δυσκολίες, στον προορισμό τους, δηλαδή στην Ανδρίτσαινα. Τα βιβλία κατά περιόδους αποθηκεύονται, κρύβονται στα δύσκολα χρόνια των πολέμων, χτίζεται μια πρώτη βιβλιοθήκη, διαλύεται, οργανώνεται ξανά μέχρι να φτάσουμε στην σημερινή φημισμένη βιβλιοθήκη της Ανδρίτσαινας».
Tι είναι όμως ο «Αγαθόφρωνας, ο άτλας του συλλέκτη» που μπορούμε να δούμε στο Μουσείο Μπενάκη; «Είναι μια εικαστική παρέμβαση στο πλέγμα της όψης του Μπενάκη, όπου βλέπουμε τον άτλαντα της συλλογής έχοντας αποδώσει σε μέγεθος 1:1 όλα τα βιβλία σύμφωνα με τον κατάλογο. Πώς έχουμε αποδώσει τα βιβλία; Μέσω της πινακίδας, εκείνου του στοιχείου δηλαδή που στη βιβλιοδεσία ντύνεται με το δέρμα ∙ένα δερματόδετο βιβλίο έχει δύο πινακίδες, μία μπρος και μία πίσω που οριοθετούν το μέγεθος του βιβλίου. Η πινακίδα παίζει τον δικό της ρόλο και στη συντήρηση του βιβλίου. Μπορεί να αντικατασταθεί εξ ολοκλήρου εάν είναι κατεστραμμένη, οπότε το βιβλίο αποκτά ένα καινούριο σώμα. Ο Τρύφωνας Τρυφωνόπουλος όμως, που είναι συντηρητής στην Ανδρίτσαινα κάνει κάτι πολύ ενδιαφέρον: συμπληρώνει με πολτό τις τρύπες κι έτσι δεν πετάει τίποτα. Η πινακίδα ξαφνικά απέκτησε αυταξία και γι’ αυτό την αξιοποιήσαμε»
Όμως η εγκατάσταση δεν αφορά μόνο στην ύλη της βιβλιοθήκης αλλά και σε όσα αυτή κουβαλά, τη γνώση, την ιστορία, τη διαδικασία της συλλογής και του εμπλουτισμού. «Αυτή η προσομοίωση δεν αφορά μόνο το φυσικό μέγεθος της βιβλιοθήκης αλλά και στο περιεχόμενό της, στην ιστορία της αλλά και στον τόπο. Έτσι η εικαστική εγκατάσταση συμπληρώθηκε με μια άυλη, ηχητική “κατασκευή” που έρχεται και δένει τον εδώ χώρο με τους χώρους της Ανδρίτσαινας, της βιβλιοθήκης και του συλλέκτη», συμπληρώνει η Δάφνη.
Σε αυτό το σημείο ο Κορνήλιος Σελαμσής έρχεται να εξηγήσει τον δικό του ρόλο μέσω της ηχητικής εγκατάστασης που δημιούργησε «Η βιβλιοθήκη είναι ένα σιωπηλό μέρος. Η σιωπή της βιβλιοθήκης είναι πολύ ενδιαφέρουσα γιατί είναι πιεσμένη, απαραίτητη, χρηστική και συγχρόνως εμπεριέχει πολλούς μικροήχους όπως οι σελίδες που γυρνάνε ή οι τόμοι που βγαίνουν και μπαίνουν στη θέση τους. Η ιδέα ήταν καταλάβω όλο το αίθριο και να δημιουργήσουμε ένα έργο με τέσσερις ενότητες. Στον ένα τοίχο ακούμε τις φωνές των βιβλίων μέσα από ηχογραφημένες αναγνώσεις. Στον δεύτερο τοίχο ακούμε μουσική του ίδιου του Αγαθόφρωνα, που ήταν ένας πολύ κακός συνθέτης. Στον τρίτο τοίχο ακούμε ήχους που ηχογραφήθηκαν μέσα στη βιβλιοθήκη, τα πόμολα, τα συρτάρια, τα τζάμια, το ξεφύλλισμα κ. ά. Στον τέταρτο τοίχο ακούμε τη φύση της Ανδρίτσαινας όπως πουλιά, τους καταρράχτες της Νέδας, τον αέρα που φυσάει, τζιτζίκια, όλων των ειδών τους εξωτερικούς ήχος. Αυτά όλα, εκτός των αναγνώσεων, ηχογραφήθηκαν με την χρονικότητα ενός έργου για 40 φωνές που γράφτηκε στην Αναγέννηση όπου 40 μοναδικές μελωδίες συνυπάρχουν για δέκα λεπτά. Πήρα αυτό το concept και το έκανα σε 70 λεπτά, δίνοντας του βραδύτητα». Η λέξη βραδύτητα φαίνεται ότι είναι το κλειδί για την «ανάγνωση» της εγκατάστασης και σύμφωνα με τη Δάφνη: «Η βραδύτητα είναι ο πυρήνας της συλλεκτικής δραστηριότητας. Μπαίνεις σε μια εξαντλητικά αργή διαδικασία και δεν ξέρεις πότε θα βγεις και δε σε νοιάζει αν θα βγεις, δε θες να βγεις. Το ίδιο συμβαίνει και εδώ. Είναι μια δοκιμασία όλο αυτό και για εμάς, η κατασκευή του, η τοποθέτηση των πινακίδων που μας πήρε ώρες, η έρευνα αλλά και το ότι κατά τη διάρκεια του θα συνεχίσουν δράσεις ή θα προκύψουν κάποιες όπως για παράδειγμα το “εργαστήριο” που βρίσκεται στο αίθριο και εκεί θα συνεχίζουμε να εργαζόμαστε όπως θα έκανε ένας βιβλιοθηκονόμος στη βιβλιοθήκη. Αποκτούμε μιαν άλλη σχέση με τον χρόνο και με τη διάρκεια, με την έννοια του ατελείωτου τελειωμένου, είναι μια διαρκής work in progress η εγκατάσταση».
Πώς λοιπόν καλείται ο συμμετέχων θεατής να βιώσει την εγκατάσταση; «Υπάρχει μια οροσειρά, ένα τοπίο μπροστά σου και έχεις ένα χάρτη που σου εξηγεί τι βλέπεις ενώ προσφέρονται κιάλια για να μπορείς να δεις τα εξώφυλλα των βιβλίων που βρίσκονται πολύ ψηλά, αυτά που δε θα διέκρινες με γυμνό μάτι. Επίσης, μέσω του χάρτη το νούμερο κάθε πινακίδας θα ταυτοποιείται με το νούμερο του βιβλίου στο οποίο ανήκει η πινακίδα. Έτσι θα έχει κανείς μια πλήρη εικόνα της αρχικής συλλογής του Αγαθόφρονα».