Παλιά Φιλοσοφική ΑΠΘ και Ροτόντα.

Η Κατερίνα Τικτοπούλου είναι πτυχιούχος Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ιταλικής Φιλολογίας του πανεπιστημίου “La Sapienza” της Ρώμης και διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Διδάσκει Νεοελληνική Φιλολογία από το 1997 στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Έχει κάνει μαθήματα και διαλέξεις στην Ελλάδα, την Κύπρο και το εξωτερικό και έχει λάβει μέρος σε συνέδρια στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Σχεδίασε και επιμελήθηκε την δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση των Αυτόγραφων Έργων του Δ. Σολωμού, η οποία αναπτύχθηκε σε δέκα τόμους και ολοκληρώθηκε το 2012. Στα ερευνητικά της ενδιαφέροντα περιλαμβάνονται η δημώδης γλώσσα και γραμματεία του 16ου αιώνα, η επτανησιακή λογοτεχνία του 19ου αιώνα, η μορφή και το έργο του Δ. Σολωμού, ζητήματα ψηφιακής λογοτεχνίας και φιλολογίας, αυτοβιογραφίας καθώς και διδασκαλίας της λογοτεχνίας στην εκπαίδευση.

Ο Πεντζίκης την είπε Μητέρα Θεσσαλονίκη, ο Ιωάννου Πρωτεύουσα των προσφύγων, ο Τσιτσάνης την τραγούδησε ως Όμορφη, κάποιοι large τη βάφτισαν συμπρωτεύουσα, οι αραχτοί την ονόμασαν ερωτική, οι καλοφαγάδες πόλη της νοστιμιάς, κι ο τσεκουράτος δήμαρχός της Γιάννης Μπουτάρης: «Δεν μπορώ να μας χαρακτηρίσω Ευρωπαίους. Είμαστε κομπλεξικοί με την πρωτεύουσα και χωριάτες σε σχέση με την πόλη μας. Η αποθέωση της Θεσσαλονίκης θα είναι να έχει ο κόσμος αρνιά στα μπαλκόνια του». Τελικά, ποια είναι η Θεσσαλονίκη; Μπορεί να είναι όλα αυτά μαζί –κι άλλα ακόμα. Η Θεσσαλονίκη του Πεντζίκη, του Ιωάννου, του Τσιτσάνη ή των “ανώνυμων” κατοίκων των περασμένων χρόνων διασώζεται ίσως μόνον εν μέρει και πάντως εγγράφεται στην ιστορία της πόλης καθώς αυτή αλλάζει, όπως κι εμείς. Ακόμα και η κομπλεξική σχέση με την πρωτεύουσα νομίζω ότι έχει υποχωρήσει τα τελευταία χρόνια όπως και η έλλειψη εξοικείωσης με το αστικό, την οποία επισημαίνει ο Δήμαρχος. Οι σημερινοί κάτοικοι είναι βέβαια συχνά βάναυσοι στη σχέση τους με την πόλη ενώ τα αρκετά χρόνια κρίσης την έχουν σημαδέψει με μεγάλες αντιθέσεις. Από την άλλη, υπάρχουν μεριές και στιγμές της πόλης που είναι όμορφες, βαθιά ανθρώπινες και δυναμικές. Συνδέονται ασφαλώς με τα ίχνη του παρελθόντος της (η βυζαντινή, η οθωμανική, η εβραϊκή, η μεταπολεμική Θεσσαλονίκη…) αλλά και με νεότερα στοιχεία, την περιοχή γύρω από το βυζαντινό μουσείο, την ανακαινισμένη παραλία, τα μικρά στενά της παλιάς αγοράς πάνω από την οδό Τσιμισκή, ανεβαίνοντας προς τον Άγιο Δημήτριο, και πέρα από την Αριστοτέλους, προς τον Βαρδάρη. Έχει να κάνει επίσης με το διαχειρίσιμο μέγεθός της και την οικειότητα που προκύπτει από τον σχετικά μικρό πληθυσμό της, με τους νέους που κυκλοφορούν με άξονα το πανεπιστήμιο το οποίο βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, με τα φεστιβάλ και τα καινούρια στέκια, με το κλίμα της, τις μυρωδιές, το μέτωπό της στη θάλασσα, τον ορίζοντα, το φως. Μέρος της ταυτότητας της πόλης είναι επίσης μια καινούρια πολυπολιτισμικότητα και πληθυσμιακή σύνθεση, με έντονη και πάλι την παρουσία του προσφυγικού στοιχείου, τώρα κυρίως βαλκανικού και ασιατικού.

Εγώ, ένας ξένος, όταν βρίσκομαι στη Θεσσαλονίκη, νιώθω να μ’ ακουμπάει η ευγένεια των κατοίκων της, έστω κι αν αυτό είναι μόνο ένα αλαφρό αεράκι. Ακόμα εντυπωσιάζομαι –και δεν κρύβω ότι νιώθω αμήχανος– με τις ανοιχτές εκκλησίες σε ώρες που δεν περιμένω, τις συχνές ολονυχτίες και την έντονη περιρρέουσα θρησκευτικότητα. Από την άλλη, δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ πώς αυτή η πόλη σημαδεύτηκε με δολοφονίες, όπως αυτή του Γρηγόρη Λαμπράκη και όχι μόνο. Νομίζω ότι το βυζαντινό παρελθόν της πόλης και το πέρασμα μορφών όπως του Γρηγορίου Παλαμά διαμόρφωσαν αναμφίβολα μια παράδοση θρησκευτικότητας η οποία ακόμα επιβιώνει. Δεν ξέρω αν είναι κατευθυνόμενη. Ας πούμε “τροφοδοτούμενη”. Η πόλη έχει διάφορους εκκλησιαστικούς κύκλους, που αποτελούν σταθερά σημεία αναφοράς για πολλούς από τους κατοίκους που ανήκουν στο χώρο της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης. Όσο για τη δολοφονία του Λαμπράκη και το ισχυρό παρακράτος που υπήρχε στη Θεσσαλονίκη, μοιάζει δυσεξήγητο, αν σκεφτεί κανείς το κοσμοπολίτικο αλλά και σοσιαλιστικό στίγμα της πόλης στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, με τη Federation, τις συνδικαλιστικές συσπειρώσεις, τους αγώνες των καπνεργατών. Ίσως όμως θα πρέπει να συνδεθεί ακριβώς με αυτό το προφίλ και με την έντονη καταστολή του… Στη συνέχεια, η Θεσσαλονίκη αποκτά αρκετά συντηρητικά χαρακτηριστικά. Ίσως επειδή άργησε να ενσωματωθεί στο ελληνικό κράτος και, μαζί με την ευρύτερη ζώνη των βορείων συνόρων, βρέθηκε και βρίσκεται συχνά σε μεγάλη εγγύτητα ή και σε άμεση επαφή με ποικίλες αμφισβητήσεις ταυτότητας. Θέλω να ελπίζω ότι αυτό το “αεράκι ευγένειας” που νιώθετε όταν βρίσκεστε περαστικός στη Θεσσαλονίκη δεν θα σταματήσει… Πάντως καταλαβαίνω τι εννοείτε. Το νιώθω κι εγώ όταν κινούμαι ακόμα πιο βόρεια, ας πούμε στη Θράκη.

Ροδόπη.

Με αφορμή τα προηγούμενα και τις «ποικίλες αμφισβητήσεις ταυτότητας» θα έλεγα πως η Μακεδονία, εκτός της πόλης της Θεσσαλονίκης και της τουριστικής Χαλκιδικής, για τους περισσότερους Νοτιοελλαδίτες νομίζω είναι terra incognita. Αναρωτιέμαι αν κάποιοι γνωρίζουν σήμερα, εν έτει 2016, ότι κάπου στη δυτική μεριά της Μακεδονίας υπάρχουν χωριά και οικισμοί στα οποία οι κάτοικοι μιλούν συνωμοτικά μεταξύ τους μια γλώσσα φάντασμα, μια γλώσσα που δεν τολμούν να πουν ότι την ονομάζουν μακεδονική και την αποκαλούν ντόπια.  Κι αν η γλώσσα αποτελεί ταυτότητα για έναν πληθυσμό, έστω και μειονοτικό, γιατί άραγε στερούνται αυτού του δικαιώματος; Εννοείτε, βέβαια, τις δίγλωσσες, ελληνόφωνες και σλαβόφωνες, πληθυσμιακές ομάδες που ζουν σε χωριά της βορειοδυτικής Μακεδονίας και οι οποίες, όπως λέτε, συχνά συγκαλύπτουν τη γλωσσική τους διττότητα. Το ζήτημα είναι σύνθετο. Το ξέρουμε ότι τουλάχιστον ως τη μεταπολίτευση, υπήρχε μια προσπάθεια αποσιώπησης της ύπαρξής τους ή ακόμα και μια εχθρική στάση των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι τους, όπως άλλωστε απέναντι και σε άλλες γλωσσικές μειονότητες, π.χ. τους βλαχόφωνους. Σήμερα πλέον οι περιοχές των πληθυσμών αυτών είναι επιστημονικά καταγεγραμμένες και αναγνωρισμένες. Επίσημα όμως η Ελλάδα δεν έχει αναγνωρίσει ούτε αυτή τη γλωσσική μειονότητα ούτε άλλες. Είναι, μάλλον, ένας τρόπος να αμβλυνθούν οι διαφορετικότητες του εθνικού κράτους για να διατηρηθεί η εθνική ενότητα, τρόπος που αναμφίβολα αντανακλά μια πεπαλαιωμένη αντίληψη σε σχέση με το τι είναι σήμερα ένα σύγχρονο κράτος. Ανάλογη, βέβαια, είναι η πρακτική άλλων ευρωπαϊκών και μη χωρών, π.χ. της Γαλλίας, της Ισπανίας, της Τουρκίας. Έτσι, γλωσσικές και άλλες μειονότητες που διεκδικούν την αναγνώρισή τους ως τέτοιες μένουν αδικαίωτες. Από την άλλη, όταν μιλάμε για γλωσσικές μειονότητες συχνά παραγνωρίζουμε την αντίστροφη δυναμική που μπορεί να υπάρχει. Για τους μεγαλύτερους στην ηλικία η επικοινωνία μέσω του ιδιώματος μπορεί να είναι όχι μόνον αυθόρμητη αλλά και σημαντική. Πολλοί νεότεροι γονείς όμως θα προτιμούσαν τα παιδιά τους να διδαχθούν συστηματικά μια ισχυρή ξένη γλώσσα, π.χ. τα αγγλικά, από την προοπτική της γραμματικοποίησης και συστηματικότερης διδασκαλίας του προφορικού τους ιδιώματος. Πλάι λοιπόν στη διεκδίκηση της αναγνώρισης της γλωσσικής ή άλλης ταυτότητας ως μειονοτικής υπάρχει η επιθυμία των κατά κανόνα νεότερων ανθρώπων να διευρύνουν τα όρια της ταυτότητάς του και να ενταχθούν στον σύγχρονο κόσμο.

Η Κατερίνα Τικτοπούλου.

Η Κατερίνα Τικτοπούλου.

Η αποσιώπηση της πραγματικότητας από το επίσημο ελληνικό κράτος, μάλλον ζημιά μας έχει κάνει. Σας θυμίζω το θόρυβο που δημιουργήθηκε όταν ο Δήμαρχος της Θεσσαλονίκης θέλησε να στήσει το μνημείο των Εβραίων της πόλης. Κάποιοι έκαναν σα να μην ξέρουν ότι κάποτε υπήρξαν. Αναρωτιέμαι αν οι φοιτητές σας γνωρίζουν ότι το ΑΠΘ θεμελιώθηκε, και ως εκ τούτου, πατάνε πάνω σε  τάφους του εβραϊκού νεκροταφείου. Δυσκολεύομαι να καταλάβω γιατί άραγε η επίσημη Πολιτεία θέλησε να εξαφανίσει την εβραϊκή μνήμη. Ο φόβος που μας διακατέχει ως έθνος πότε έρχεται από το Βορρά, άλλοτε από την Ανατολή, για τους Εβραίους από πού; Εκτός κι αν η παγκόσμια συνωμοσία δρα εναντίον μας, εναντίον ενός τόσο προικισμένου λαού, που κατοικεί στο ομορφότερο οικόπεδο της γης και άλλα ηχηρά παρόμοια…Πώς αλήθεια μπορείτε να στηρίξετε  (και δε θέλετε να περάσει “ντούκου”) το σολωμικό “εθνικό είναι ό, τι το αληθές”…στους φοιτητές σας;  Είναι ένδειξη υψηλού πολιτισμού να μπορεί ένα κράτος να επεξεργάζεται τις σκοτεινές στιγμές της ιστορίας του. Έτσι, παρά τα όσα αρνητικά θα μπορούσε κανείς να καταμαρτυρήσει στην Αμερική ή την Γερμανία, δεν μπορεί να μην παραδεχθεί ότι έρχονται διαρκώς αντιμέτωπες με κάποια τουλάχιστον από αυτά, τα θεματίζουν και τα διαχειρίζονται. Η Αμερική, το ζήτημα των σκλάβων· η Γερμανία, το έγκλημα του Ολοκαυτώματος. Εμείς, ως επίσημο κράτος, εξακολουθούμε να τα σπρώχνουμε σχεδόν όλα κάτω από το χαλί. Από αυτή την άποψη, η απόφαση του Δημάρχου να μνημειοποιήσει την απώλεια των Εβραίων της Θεσσαλονίκης κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, είναι πράξη υψηλού πολιτισμού και μας κάνει περήφανους. Δεν γνωρίζω τι φοβόμαστε κάθε φορά ως έθνος, με την έννοια ότι ο φόβος είναι κάτι που προέρχεται κυρίως από μέσα… Ούτε γνωρίζω αν όλοι οι συνάδελφοι φροντίζουν να ενημερώσουν κάποια στιγμή τους φοιτητές για την τοπογραφική θέση του ΑΠΘ. Είναι ένα στοιχείο που το ίδιο το πανεπιστήμιο θα μπορούσε να εγγράψει με πολλούς τρόπους στο παρόν του –π.χ. σε ένα video για την ιστορία του ΑΠΘ, που θα παίζει στον χώρο υποδοχής του κτιρίου διοίκησης. Προσωπικά, έχω πάντα μια μικρή αγωνία αν και πώς οι φοιτητές μου θα κατανοήσουν τη σολωμική ρήση «Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι Αληθές». Οι περισσότεροι μοιάζει να την κατανοούν και να συμφωνούν, ίσως επειδή είναι ακόμα νέοι. Αν στη συνέχεια την κάνουν κάτι, αν την ανακαλούν και επιχειρούν να την εφαρμόσουν δεν το γνωρίζω… «Αληθές», βέβαια, δεν σημαίνει μόνον την αυταπόδεικτη ή πραγματολογική αλήθεια, δηλαδή το αντίθετο του ψέματος, αλλά τη βαθύτερη και υψηλή γνώση που προκύπτει ως Αληθές μέσα από την επεξεργασία των δεδομένων από τον αναγνώστη της σολωμική ποίησης, τον έλληνα πολίτη, τον κάθε άνθρωπο. Ιστορική αλήθεια είναι η θανάτωση περισσότερων από 46.000 Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Το Αληθές είναι αυτό ή αυτά που χρειάζεται να κρατήσουμε ως παρακαταθήκη από τη δοκιμασία αυτών των ανθρώπων.

Χειρόγραφο από τους “Ελεύθερους Πολιορκημένους”.

Δεν ξέρω αν ονομάζεται δοκιμασία ο θάνατος τόσων ανθρώπων, και πόσο, για να έρθουμε στα καθ’ ημάς, καταφέρνουμε να κρατάμε ως παρακαταθήκη το Αληθές από τη σφαγή των κατοίκων του Διστόμου το 1944 και να ψηφίζουμε τρίτο κόμμα τη Χρυσή Αυγή. Δοκιμασία, με τη σημασία που η λέξη έχει στα συμφραζόμενα της σολωμικής ποιητικής. Κορυφαία δοκιμασία, που οδηγεί κάθε φορά σε θάνατο, είναι η ηρωική έξοδος των Μεσολογγιτών στους Ελεύθερους Πολιορκισμένους, η αιφνίδια συνάντηση και άνιση αναμέτρηση του άγγλου στρατιώτη με τον καρχαρία στον Πόρφυρα, το ναυάγιο του Κρητικού και ο αγώνας του να φθάσει στο ακρογιάλι σώζοντας την αγαπημένη του. Άλλωστε, δεν είναι μόνον η στιγμή της θανάτωσης, που αναδεικνύει τους Εβραίους σε μάρτυρες αλλά και όλη η συνθήκη και η διαδρομή προς τον θάνατο. Όσο για την Χρυσή Αυγή, που βρίσκεται να είναι τρίτο κόμμα, είναι να αναρωτιέσαι μήπως όχι μόνον δεν κρατήσαμε ούτε στο ελάχιστο ως παρακαταθήκη το Αληθές αλλά ούτε καν μπήκαμε στον κόπο να το αναζητήσουμε πίσω από τα γεγονότα.

Αν μερικά χρόνια πριν, όταν ακόμα ήσασταν μαθήτρια, σας έλεγε κάποιος ότι θα ακολουθήσετε ακαδημαϊκή καριέρα και ότι θα “ειδικευτείτε” στις σολωμικές σπουδές θα σας φαινόταν, τουλάχιστον, παράξενο; Από πού προέκυψε η “πετριά” με το Διονύσιο Σολωμό; Σίγουρα θα μου φαινόταν παράξενο. Πάντως, στα μαθητικά μου χρόνια ξεκίνησε –όπως άλλωστε συνήθως συμβαίνει– η πρώτη επαφή με τον Σολωμό και συγκεκριμένα με τον Κρητικό. Λειτούργησε πολύ θετικά, χάρη σε μια καταρτισμένη και εμπνευστική καθηγήτρια που είχαμε, και αυτό ήταν πολύ σημαντικό, επειδή στα δεκαέξι σου, ακόμα κι αν αγαπάς τη λογοτεχνία, δύσκολα φτάνεις μόνη σου στον Σολωμό. Αφήστε που, στο πλαίσιο του σχολείου, είναι συχνά τυποποιημένη και αποθαρρυντική η ανάγνωση του Σολωμού. Η δεύτερη συνάντηση έγινε μέσω της διπλωματικής έκδοσης των χειρογράφων του, την οποία μου χάρισε ένα θείος μου, μόλις είχα μπει στο πανεπιστήμιο. Δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο. Όλες αυτές οι σελίδες με τις σκόρπιες ενότητες στίχων, χωρίς αρχή, μέση και τέλος, κάποτε μάλιστα γραμμένες ανάποδα στη σελίδα, με μισοτελειωμένες φράσεις, ανάμιξη των ελληνικών και ιταλικών. Ήταν ιλιγγιώδες, γοητευτικό. Στη συνέχεια, στο τρίτο έτος, είχαμε ένα μάθημα για τη Γυναίκα της Ζάκυθος και εκεί πια μπήκα για τα καλά μέσα στο σολωμικό σύμπαν, το οποίο μοιάζει ανεξάντλητο.

Μα τι αλλόκοτο  και ιδιαίτερο είδος ανθρώπου ήταν ο Σολωμός! Στην περίφημη αλληλογραφία του σε ηλικία 17 ετών υπογράφει επιστολή ως Σαλαμόν, κατόπιν Σολωμός, στα 30 ξανά Σαλαμόν κι αργότερα Σολωμός. Ακόμα και ο αδελφός του Δημήτριος -τι παράξενο!- στέλνει  επιστολή προς Διονύσιο Σολωμό με αποστολέα Δημήτριο Σαλαμόν! Αλήθεια πόσο γνώριζαν το πραγματικό τους επώνυμο; Σκέφτομαι καμιά φορά μήπως είχαν εβραϊκή καταγωγή, όπως κάποιοι -μη σολωμιστές- υποστηρίζουν; Έχει υποστηριχθεί στο παρελθόν και από σολωμιστές. Δεν το ξέρουμε με βεβαιότητα. Πάντως, δεν φαίνεται να έχει εβραϊκή συνείδηση. Επτανησιακή, ναι· ιταλική, ώς έναν βαθμό· ελληνική, επίσης· αλλά εβραϊκή όχι. Οι διαδοχικές υπογραφές, Dionisio Salamon Dionisio Solomos και Διονύσιος Σολωμός, μπορούν να διαβαστούν σε συνάρτηση με την απόφασή του να γίνει από Ιταλός, που ξεκίνησε, Έλληνας ποιητής.

Το γραφείο του ποιητή στο Μουσείο Διονυσίου Σολωμού, Κέρκυρα.

Συγγνώμη που επανέρχομαι, Solomos το καταλαβαίνω, αλλά Salamon; Και ο αδελφός του Δημήτριος γιατί ως Salamon υπογράφει έγγραφο πληρεξούσιο με το οποίο εξουσιοδοτεί τον Διονύσιο; Βέβαια στην αξία του ποιητικού του έργου δεν έχει καμιά σημασία αυτή η λεπτομέρεια, ούτε στον αγώνα του για την κατάκτηση της γλώσσας. Θεωρείτε κι εσείς τη Γυναίκα της Ζάκυθος το κορυφαίο έργο του;  Εφόσον Salamon ήταν το επίθετο, γιατί να μην υπογράφουν έτσι, τόσο ο αδελφός του όσο και ο ίδιος; Εννοείτε μήπως κάτι άλλο, που δεν αντιλαμβάνομαι; Πάντως, η εκδοχή Salamon είναι αυτή στην οποία στηρίχθηκε η υπόθεση περί εβραϊκής καταγωγής του ποιητή. Βέβαια, το επίθετο Salamon μπορεί απλώς να συνδέεται με το γνωστό ψάρι (σολομός), το οποίο άλλωστε παριστάνεται και στον θυρεό της οικογένειας. Ο σολομός λέγεται salamòn στο βενετσιάνικο ιδίωμα. Και η Κρήτη, όπου ανιχνεύεται η καταγωγή της οικογένειας του Σολωμού, είχε ενετοκρατία από τις αρχές του 13ου έως το 1669. Αλλά, όπως λέτε, πρόκειται για μια λεπτομέρεια μικρής σημασίας. Ενδιαφέρουν κυρίως τα έργα του και η Γυναίκα της Ζάκυθος ασφαλώς ξεχωρίζει ως ένα από τα καλύτερα· θα έλεγα το καλύτερο, αν δεν ένιωθα ότι χρειάζεται να βάλουμε δίπλα της τουλάχιστον τον Κρητικό.

Χειρόγραφo_H Γυναίκα της Ζάκυθος

Από τη “Γυναίκα της Ζάκυνθος”.

Δεν υπονοώ τίποτε περισσότερο για το επώνυμο. Αν μπορώ να κάνω μια παρατήρηση σ’ αυτό το αριστούργημα (λέω, αν μπορώ)  θα έλεγα πως ο ανέραστος  Σολωμός δεν τα πάει καλά με τις γυναίκες. Μοιάζει να τις περιφρονεί, σα να μην παραδέχεται πως (οι γυναίκες) είναι οι ζωοδόχες πηγές. Εκτός από τα κορίτσια του που αυτοκτονούν ή πεθαίνουν άγουρα και παρθένα, παρουσιάζει τη Γυναίκα της Ζάκυθος τόσο άσχημη: το κορμί της γυναικός ήτανε μικρό και παρμένο και το στήθος σχεδόν πάντα σημαδεμένο από τες αβδέλες που έβανε για να ρουφήξουν το τηχτικό… , και από κάτου εκρεμόντανε δύο βυζιά ωσάν καπνοσακούλες… είχε το μούτρο της τη μορφή του καλοποδιού… κλπ. που δεν πείθομαι ότι αυτή η αποτρόπαιη γυναίκα είχε τόσους εραστές. Δεν έχετε άδικο. Αν το σκεφτούμε λογικά, μια τόσο δύσμορφη γυναίκα δύσκολα μπορεί να είχε τόσους εραστές. Πάντως, η εξωτερική περιγραφή της, που την παρουσιάζει εκτρωματική, είναι ασφαλώς σκόπιμα διεσταλμένη, για να ταιριάζει με την εσωτερική της ασχήμια: «τούτη ήταν η κατοικιά της ψυχής της της πονηρής και της αμαρτωλής». Η μορφή είναι ο καθρέπτης της ψυχής, πιστεύει ο Σολωμός καθώς και η εποχή του. Έτσι, οι αγνές και ενάρετες κόρες της σολωμικής ποίησης είναι όλες όμορφες –και κατά κανόνα νεκρές, όπως σωστά λέτε. Ο Σολωμός μοιάζει να τα πάει καλά με τις νεαρές παρθένες ή με τις ενάρετες και πάντως τελικά νεκρές ή ερωτικά ανενεργές γυναικείες μορφές.

zak (2)

Έχουν περάσει κοντά 160 χρόνια από το θάνατο του Σολωμού, ο ποιητής μάς άφησε τα λαμπρά συντρίμμια του έργου που ονειρεύτηκε, αφού όλα τα σπουδαία του έμειναν μισοτελειωμένα και κολοβά. Εσάς, τους σολωμιστές, σας φαντάζομαι όπως τους εργάτες ενός ορυχείου με φακούς-φανούς, στερεωμένους στο μέτωπο, να ερευνούν για υλικό. Όμως αλήθεια τι ψάχνετε; Βρίσκετε κάτι καινούριο, υπάρχει ακόμα ανεπεξέργαστη ύλη ή μήπως προσπαθείτε να συντηρήσετε ένα ταριχευμένο σώμα; Και εν τέλει τι ενδιαφέρον παρουσιάζει στις μέρες μας το έργο του Εθνικού μας Ποιητή; Ίσως φαίνεται απίστευτο, αλλά υπάρχει ακόμα ανεπεξέργαστη ύλη, η οποία άλλοτε αντιστοιχεί σε έργα ήδη γνωστά και άλλοτε σε έργα που ακόμα δεν τα γνωρίζουμε. Και στις δύο περιπτώσεις, η ύλη αυτή χρειάζεται να δημοσιοποιηθεί, πράγμα που δεν είναι απλό, με δεδομένο τον κατά κανόνα ανολοκλήρωτο χαρακτήρα των έργων αυτών αλλά και τον ιδιαίτερο, ιδιωτικό και συχνά χαοτικό τρόπο καταγραφής της στα χειρόγραφα. Έπειτα, εκτός από την καινούρια ύλη, υπάρχει πάντα η δυνατότητα των πολλαπλών αναγνώσεων των έργων του Σολωμού, εξαιτίας της ανοικτότητάς τους, τόσο λόγω του ανολοκλήρωτου χαρακτήρα τους όσο και λόγω της ποιητικής τους. Υπάρχει επίσης το ζήτημα των πηγών του, του πνευματικού κύκλου του, της βιογραφίας του, των διαδοχικών αναγνώσεών του και άλλα ακόμα. Ενδιαφέρον για τον Σολωμό εξακολουθεί να υπάρχει, αν κρίνω από τις δημιουργικές αναγνώσεις του, δηλαδή από τους σύγχρονους λογοτέχνες που συζητούν μαζί του μέσα στο έργο τους, καθώς και από τις αντιδράσεις των φοιτητών στο πανεπιστήμιο. Ελκύει η αναμέτρησή του με την ποιητική γλώσσα και το κατόρθωμά του, το σκοτεινό της μορφής του, τα κενά του έργου του, η πυκνότητα και η αιφνιδιαστική ακρίβεια, η ένταση, η πρωτοτυπία, η αντίληψη για το εθνικό…

Νομίζω το εξαιρετικό ενδιαφέρον βρίσκεται (ίσως  μόνο στο Σολωμό απαντιέται) στα κενά του έργου του που συντροφεύονται από τα κενά της ζωής του και το σκοτεινό της μορφής. Νομίζω εδώ βρίσκεται η σολωμική σαγήνη, που όποιος πέσει στα δίχτυα της δεν ξεφεύγει. Απόδειξη: Αυτά που είπατε προηγουμένως. Ένας ποιητής τόσο «παλιός» μας απασχολεί διαρκώς, που λες και ήξερε και το έκανε επίτηδες ν’ αφήσει κενά για να μπαινοβγαίνουν μέσα τους οι νεότεροι κι αυτός, σίγουρος μέσα στην ιδιοφυή του αμφιβολία, μας βγάζει τη γλώσσα και συνεχώς ξεφεύγει. Μπορεί να το δούμε κι έτσι. Από την άλλη, στα χειρόγραφά του είναι φανερός ο αγώνας για την υλοποίηση του ποιητικού σχεδίου, για την “φυσικοποίηση” της Ιδέας, για την οικονομία και την αρτιότητα της έκφρασης –αγώνας ασφαλώς επίπονος. Υπάρχουν δυο ειδών κενά στο σολωμικό έργο: αυτά που σκόπιμα άφησε ο Σολωμός για τον αναγνώστη του –ποια είναι η γυναικεία μορφή της Αγνώριστης; ποιος είναι ο ασπρομάλλης ρακένδυτος γέρος στο ποίημα που ο Πολυλάς τιτλοφόρησε Η σκιά του Ομήρου; τι σημαίνει η μορφή της Φεγγαροντυμένης στον Κρητικό; τι είναι αυτό που κατακτά ο άγγλος στρατιώτης που κατασπαράσσεται στον Πόρφυρα;– και εκείνα τα κενά που έμειναν επειδή δεν ολοκληρώθηκε η επεξεργασία των έργων του. Τα κενά που συγκινούν τον Σεφέρη, για να γράψει: “χάσματα, που είναι ίσως από τις μεγαλύτερες διδασκαλίες σε όσους αισθάνονται τι θα πεις να αγωνίζεσαι για την έκφραση στην Ελλάδα, και η σημαντικότερη βοήθεια στη μόνωσή τους. Για πολύν καιρό ακόμη, τα χάσματα του Σολωμού θα είναι και δικά μας χάσματα και των άλλων που θα ‘ρθουν ύστερα από μας”. Συγκινούν τον Ελύτη, στα Ελεγεία της Οξώπετρας («Σολωμού συντριβή και δέος»). Συγκινούν, ίσως, τον κάθε αναγνώστη, μόλις υπερβεί τους αναγνωστικούς αυτοματισμούς του.

Το Σολωμό τον φαντάζομαι συχνά σαν το βαλέ της τράπουλας. Επάνω αυτός κι από κάτω αντεστραμμένος, που κοιτάζει πάντα σε αντίθετη κατεύθυνση,  ο Ανδρέας Κάλβος, το άλλο λαμπρό τέκνο της Ζακύνθου. Μοναχικοί και μαυροντυμένοι βολτάρουν στα μουράγια της Κέρκυρας και δε συναντώνται ποτέ. Καλήτερα, καλήτερα/Διασκορπισμένοι οι Έλληνες/ ’Να τρέχωσι τον κόσμον,/Με εξαπλωμένην χείρα/Ψωμοζητούντες/Παρά προστάτας ’νάχωμεν… λέει σε ποίημά του με τίτλο Ευχαί, άραγε είναι ευχή; Είναι ευχή και κατάρα μαζί: αν είναι οι Έλληνες να υποταχθούν σε ξένους προστάτες και να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης με την ψευδαίσθηση της ελευθερίας, καλύτερα να είναι διασκορπισμένοι στον κόσμο και ζητιάνοι ή, όπως θα πει πιο κάτω, καλύτερα να μείνουν υποδουλωμένοι στους Τούρκους, ώστε να υπάρχει ισχυρό κίνητρο εξέγερσης. Ο Κάλβος πιστεύει ότι οι Έλληνες πρέπει να στηριχθούν αποκλειστικά στις δικές τους δυνάμεις για να ολοκληρώσουν την επανάσταση και όχι στους ηγεμόνες της Ευρώπης. Μια άποψη που αποδείχθηκε ανέφικτη, όπως ξέρουμε, από την εξέλιξη των πραγμάτων. Οι στίχοι είναι, ασφαλώς, επίκαιροι.

zante

Ζάκυνθος, 1848.

Όταν, όπως λέτε, η πραγματικότητα των γεγονότων μας διαψεύδει στις μεγάλες στιγμές της Ιστορίας μας (1821, 1944-1949) σήμερα τι δεν κάνουμε καλά; Μήπως παραμένουμε “αιώνιοι έφηβοι”, μήπως μας αρέσουν τα παραμύθια, μήπως “για όλα φταίνε οι ξένοι”, μήπως θέλουμε ν’ αλλάξουν όλα εκτός από μας τους ίδιους; Μήπως…Το σολωμικό Δυστυχισμένε μου λαέ, καλέ και ηγαπημένε / Παντοτ’ ευκολοπίστευτε και πάντα προδομένε, μήπως είναι το άλλοθι για να διώξουμε από πάνω μας τις ευθύνες; Μπορεί και να λειτουργεί ως άλλοθι. Ο Σολωμός, κυρίως λόγω της εποχής και της καταγωγής του, έχει μια ρομαντική και συγχρόνως αριστοκρατική αντίληψη για τον λαό. Πάντως, ο “λαός” του σολωμικού στίχου –σήμερα θα λέγαμε οι πολίτες του κράτους μας– διαμορφώνονται (και) από την πολιτική και τους πολιτικούς (κυβέρνηση και αντιπολίτευση) και με αυτή την έννοια αποδεικνύονται “ευκολόπιστοι και προδομένοι” τότε αλλά και τώρα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουν, ότι δεν έχουμε ευθύνες. Υπάρχει η ευθύνη της αστόχαστης λήθης, της έλλειψης αυτοκριτικής, του στείρου ατομικισμού και, ακριβώς, της άρνησης να αλλάξουμε κι εμείς –κι όχι να θέλουμε να αλλάζουν όλοι και όλα εκτός από εμάς.

11.oikia

Νομίζω ότι οι ανθρωπιστικές σπουδές  στην εποχή μας παραγκωνίζονται αργά αλλά σταθερά χάνοντας την παλιά τους αίγλη. Είτε θεωρούνται ακριβές και κάπως ξεπερασμένες για να υποστηριχθούν  από την πλευρά της Πολιτείας, είτε αυτοί που τις σπούδασαν εισπράττουν από τον κοινωνικό τους περίγυρο τουλάχιστον αδιαφορία, καμιά φορά και επικρίσεις για το σπαταλημένο χρόνο σε γνώσεις που δεν έχουν πλέον την χρησιμότητα που είχαν άλλοτε. Λες και το μέλλον δεν τους έχει πια ανάγκη. Από την εμπειρία σας ως καθηγήτρια στο ΑΠΘ βλέπετε να ισχύει αυτό, και ακόμα οι περισσότεροι φοιτητές σας στοχεύουν μια θέση στο Δημόσιο ή σε φροντιστήριο, ή ονειρεύονται άλλα; Με ενδιαφέρουν οι προσδοκίες των φοιτητών μας για την εργασιακή τους αποκατάσταση και για αυτό συχνά επιχειρώ να τις χαρτογραφήσω, ζητώντας τους να απαντήσουν ανώνυμα αλλά γραπτά σε σχετικά ερωτήματα. Τα τελευταία χρόνια, οι απαντήσεις τους δείχνουν μια σαφή μετακίνηση από τις παραδοσιακές εργασιακές αποβλέψεις (δημόσια ή ιδιωτικά εκπαίδευση και παραπαιδεία) σε κάτι άλλο, που κατά κανόνα τους είναι άγνωστο και που ενδέχεται να μην βρίσκεται σε άμεση συνάφεια με τις σπουδές τους. Μια νέα διαθεσιμότητα και κινητικότητα, η οποία όμως δεν ξέρει ακόμα που θα κατευθυνθεί. Το φαινόμενο είναι συνέπεια ενός συνδυασμού παραγόντων: ο κορεσμός του επαγγέλματος του εκπαιδευτικού και άλλων ανθρωπιστικών επαγγελμάτων, η σταδιακή υποτίμησή τους, η γενικότερη οικονομική κρίση και η δυσκολία να διαμορφωθούν συναφείς εναλλακτικές εργασιακές προτάσεις. Οι ανθρωπιστικές σπουδές βρίσκονται βέβαια σε υποχώρηση διεθνώς εδώ και καιρό, όπως λέτε, κυρίως γιατί η κοινωνία τις αντιμετωπίζει ως σπουδές που δεν ανταποκρίνονται στο σημαντικότερο κριτήριο για την επιλογή επαγγέλματος, που τα τελευταία χρόνια είναι απλώς το οικονομικό όφελος. Μέσα από τις ανθρωπιστικές σπουδές σπάνια βγάζει κανείς πολλά λεφτά. Υπάρχουν βέβαια άλλα σημαντικά πλεονεκτήματα.

Όμορφη Θεσσαλονίκη.

Εδώ και πολλά χρόνια αντικρίζουμε τα κτίρια των πανεπιστημίων παραμελημένα και ρυπαρά. Για πολύν καιρό η οδός Τοσίτσα στο πλάι του Πολυτεχνείου της Αθήνας,  ήταν στέκι αγοραπωλησίας ναρκωτικών. Σκιές ανθρώπων περιφέρονταν για να βρουν τη δόση τους, ανάμεσα Πολυτεχνείου και Αρχαιολογικού Μουσείου. Δε νομίζω αυτό να μπορούσε να συμβεί σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου. Δε θυμάμαι ούτε έναν πρύτανη –λαλίστατο σε άλλα θέματα, δεν εννοώ βέβαια τα εκπαιδευτικά-  να κρέμεται από τα κάγκελα της πύλης για να υπερασπιστεί το Ίδρυμα και τους φοιτητές του.  Αργότερα τους είδαμε υποψηφίους κομμάτων να περιφέρονται αποτυχημένοι σε πολιτικά γραφεία κι άλλοι να δίνουν “παραστάσεις”.  Είναι τόσο αφροδισιακή η πανεπιστημιακή έδρα; Τα πανεπιστήμια είναι, βέβαια, μέρος της κοινωνίας μας. Μολονότι, για ευνόητους λόγους, δημιουργούν προσδοκίες υψηλού πολιτισμού, εντέλει υφίστανται την μεταχείριση (κάποτε και τον βανδαλισμό) που υφίσταται η έννοια του δημόσιου χώρου στη χώρα μας, με την επιβαρυντική διαφορά ότι στο πανεπιστήμιο έχει επιπλέον παγιωθεί μια παρεξηγημένη έννοια του ασύλου, η οποία δημιουργεί ποικίλες εμπλοκές. Αφροδισιακή … Αναμφίβολα, η πανεπιστημιακή έδρα είχε κάποτε, πριν από τριάντα και περισσότερα χρόνια μεγάλη αίγλη. Σήμερα, όχι πια. Άλλωστε δεν υπάρχουν πλέον έδρες. Ασφαλώς η πανεπιστημιακή θέση εξακολουθεί να σηματοδοτεί ένα ανώτερο ή και το ανώτατο επίπεδο γνώσης και η γνώση, ανεξάρτητα από την εννοιολόγησή της, παραμένει για την κοινωνία μας μια αξία. Και από αυτή την άποψη η θέση στο πανεπιστήμιο φέρνει μαζί της κάτι από την παλιά αίγλη της. Αλλά τα φαινόμενα που περιγράφετε δεν είναι μόνον η πανεπιστημιακή θέση που τα πυροδοτεί. Προφανώς είναι, κυρίως, η επένδυση που έχουν κάνει οι κάτοχοί της…

eleytheroi

Σήμερα, όπου το ψέμα σερβίρεται ως αλήθεια, παρακολουθούμε σε κατάσταση σχεδόν αφασίας, το γυμνό από ρούχα και ιδέες βασιλιά να συμπεριφέρεται σα να είναι ντυμένος στην προσπάθεια να ξεγελάσει το λαό του. Οι νέοι – όσοι ακόμα δεν έφυγαν από τη χώρα –αλαλιασμένοι και εχθρικοί φωνάζουν “κλέφτες” όλους όσους τους έκλεψαν το μέλλον. Ολομόναχη και τρεκλίζοντας η “καταραμένη” Κατερίνα Γώγου, παραμιλάει:  Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε με μαύρο χρώμα/γιατί τούς ρημάξατε το κόκκινο/γράφουνε σε συνθηματική γλώσσα/γιατί ή δική σας μόνο για γλείψιμο κάνει./Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα/στα χέρια σας. Στο λαιμό σας.  Υπάρχουν πληροφορίες πως κυκλοφορεί και στην Καμάρα, μήπως τη συναντήσατε; Τη συναντώ πολύ συχνά και είναι απολύτως αναγνωρίσιμη μέσα στη διαφορετικότητα των συνθηκών. Βιώνουμε όλοι τα αδιέξοδα της κρίσης και η ποίηση μπορεί να μας ανακουφίζει –κάποιους τουλάχιστον– σαν εκτόνωση. Άραγε όμως μπορεί αυτή τη στιγμή να υπάρξει μια ποίηση που να μας συνεπάρει με το όραμά της και να μας αλλάξει; Μπορούν οι νέοι άνθρωποι αυτοί που πεισματικά μένουν ή επιστρέφουν να κάνουν τη διαφορά;