«Και οι αγάπες… όλες οι αγάπες… κάποια στιγμή πεθαίνουν». Έτσι δεν είναι; Ο Βαγγέλης Μουρίκης, ως «αφεντικό», το ξεκαθαρίζει στο «χρυσό αγόρι» του, Όμηρο Πουλάκη. Και ίσως αυτό θα έπρεπε να είναι το σλόγκαν της καινούργιας ταινίας του Γιώργου Γεωργόπουλου, αλλά όταν έχεις απέναντί σου έναν τόσο μεγάλο τίτλο όπως «Δε θέλω να γίνω δυσάρεστος, αλλά πρέπει να µιλήσουµε για κάτι πολύ σοβαρό» καλό είναι να μην τον μπερδέψεις με τίποτα άλλο. Από το άκρως ενδιαφέρον και… μονολεκτικό “Tungsten” του 2011 μέχρι σήμερα που η νέα ταινία κάνει ευρωπαϊκή πρεμιέρα στο 60ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, μεσολάβησαν 8 χρόνια – όμως ο ίδιος ο σκηνοθέτης δεν μετράει το χρόνο αλλά την ουσία. Με την ίδια άνεση που πετάει από την Αθήνα στη Ζιμπάμπουε για τις ανάγκες ενός ντοκιμαντέρ, στο Ώστιν, για την παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας του και στη Θεσσαλονίκη για την ευρωπαϊκή. Μέσα σε τρεις εβδομάδες -με αυτή τη σειρά.
Όλα ξεκίνησαν από «αυτή την αίσθηση καταστροφής που είχα όποτε τελείωνε μία σχέση», λέει. Από εκεί και πέρα τα πράγματα απογειώθηκαν για να καταλήξουν σε μία μαύρη κωμωδία που από τη μια σου χαρίζει απλόχερα αστείες σκηνές και ατάκες, μουσικές χαρούμενες και ροζ χρώματα -και από την άλλη σου σφίγγει στομάχι και καρδιά. Γιατί ο Άρης, ο ήρωας, παρά τη γοητευτική του εμφάνιση, μονόχνωτος, συμβιβασμένος, απαθής, καριερίστας, μοναχικός, εαυτούλης, «αποστειρωμένος», αντιπαθητικός και κάργα αντικαπνιστής τέλος πάντων βρε παιδί μου, -«ένας τύπος που δεν θα τον έκανα παρέα», όπως λέει κι εκείνος που τον γέννησε-, ξυπνάει ένα πρωί κι αρχίζει να ζει τον εφιάλτη που θα του αλλάξει για πάντα τη ζωή: Είναι φορέας σεξουαλικά μεταδιδόμενου ιού, θανατηφόρου μόνο για τις γυναίκες. Ο ίδιος δεν παθαίνει τίποτα. Όμως το σοκ θα ταρακουνήσει τον πέτρινο τοίχο που έχει χτίσει μέσα του.
Το αναγκαστικό ταξίδι του προς τα πίσω, στις παρελθούσες σχέσεις, ώστε να βρεθεί για τη δημιουργία του εμβολίου εκείνη που του μετέδωσε τον ιό, είναι εσωτερικό και εξωτερικό. Στη διάρκειά του, σε χώρους «γυμνούς» και δρόμους καθαρούς, με οργάνωση και τάξη, ανάμεσα σε ανθρώπους κουστουμάτους πάνω σε ηλεκτρικά πατίνια, γεωμετρικές γραμμές και χρώματα χλωμά, ξυπνάνε άγνωστα μέχρι τότε συναισθήματα. Γιατί ίσως τελικά ο Άρης να πάψει να νιώθει πως είναι το κέντρο του κόσμου -και ίσως η αγάπη να μην πεθαίνει ποτέ.
https://www.youtube.com/watch?v=g3eayDKFlz0
Τι έδωσε την ιδέα και την έμπνευση για τη συγκεκριμένη ταινία; Έχεις κάποιο τέτοιο πραγματικό φόβο για το μέλλον; Φόβο για το μέλλον δεν έχω. Μου φαίνεται ήδη τρομακτικό και στο παρόν ότι κάτι άσχημο μπορεί να προκύψει όταν δύο άνθρωποι έρχονται πραγματικά κοντά. Αυτό ήθελα να είναι και το θέμα. Ήθελα με κάποιο τρόπο να αποτυπώνεται αυτή η αίσθηση καταστροφής που είχα όποτε τελείωνε μία σχέση. Και επειδή πολλές φορές αυτή η αίσθηση συνοδεύεται και από ενοχές αποφάσισα ο ήρωας να είναι αρνητικός. Ρεαλιστικά αρνητικός όμως. Όχι μυθικός, τύπου γκάνγκστερ, hitman κλπ. Ήξερα επίσης ότι θέλω να κάνω κάτι που μοιάζει με μαύρη κωμωδία. Και ήξερα εξ αρχής ότι ήθελα το σενάριο να έχει μία δομή γραμμική που να ξεδιπλώνεται σε δύο αντίθετες κατευθύνσεις. Ο ήρωας για να πάει μπροστά πρέπει να γυρίσει πίσω. Όσο γυρνάει προς τα πίσω συμπληρώνεται το παζλ του χαρακτήρα του. Όπως περίπου γίνεται στο “Swimmer” του Frank Perry. Δούλεψα για κάποιο διάστημα την ιδέα μόνος και σε κάποια φάση απευθύνθηκα στη Μαρία Φακίνου, με την οποία είμαστε φίλοι, για να συνεχίσουμε μαζί.
Ο «κόσμος», το περιβάλλον της ταινίας, οι χώροι της, η εταιρεία που δουλεύει ο ήρωας, έχουν μία ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, μια μινιμαλιστική διάθεση, εικόνες που φέρνουν στο νου μια κοινωνία του κοντινού μέλλοντος… Στο παρόν διαδραματίζεται η ιστορία. Αλλά προσπάθησα να έχει ένα δικό της σύμπαν. Η ιστορία βασίζεται σε ένα φανταστικό γεγονός και αυτό βοήθησε σίγουρα. Κάνω συχνά βόλτες στα Μεσόγεια, το Χαλάνδρι, το Μαρούσι (όπου έχω μεγαλώσει κιόλας) και έχω την αίσθηση ότι έχει φυτρώσει ένας επιχειρηματικός-τεχνολογικός πολιτισμός στο λάθος μέρος. Ήθελα να αποτυπώνεται αυτό. Στο μυαλό μου, σε αυτήν την ταινία, ο κόσμος γύρω από τους ήρωες είναι το ίδιο σημαντικός με αυτούς. Είναι το απαραίτητο πλαίσιο ώστε να ξεδιπλωθούν οι συμπεριφορές τους. Είναι ένας κόσμος ανταγωνισμού, υποκατάστατων, διαμεσολαβημένης επικοινωνίας και αδυναμίας έκφρασης συναισθήματος.
Ο ήρωάς σου συγκλονίζεται από τα δυσάρεστα νέα, κοιτάει τον κόσμο ξαφνικά πέρα από τον εαυτό του και προσπαθεί να βοηθήσει να βρεθεί λύση. Ίσως αναγκασμένος από τον γιατρό στην αρχή, αλλά το κάνει. Υπάρχει ελπίδα λοιπόν; Ο ήρωας της ιστορίας είναι ένας τύπος που δε θα τον έκανα παρέα. Για να κάνεις όμως μία ταινία με έναν αρνητικό ήρωα πρέπει να βρεις κάποια σημεία που να τον κατανοείς. Νομίζω πως αυτός ο τύπος εγκλωβίστηκε ανάμεσα σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετα αξιακά συστήματα. Από τη μία ο κόσμος της εργασίας και της κοινωνικής ανόδου που τον θέλει δυνατό, ανταγωνιστικό, σκληρό, σχεδόν αδυσώπητο. Από την άλλη ο κόσμος των ανθρώπινων σχέσεων, οικογενειακών, ερωτικών, φιλικών, που τον θέλει τρυφερό, συναισθηματικό, δοτικό, υποστηρικτικό κλπ. Οι άνθρωποι δε λειτουργούν με διακόπτη όμως. Οκτώ ώρες έτσι, οκτώ ώρες αλλιώς. Είναι πάντως ένας ήρωας που οδεύει προς μία συνειδητοποίηση. Θα πρέπει να ζήσει με τις συνέπειες των πράξεων του που έχουν γιγαντωθεί.
«Μου αρέσει πάντως η ταινία να θέτει μία μικρή πρόκληση στο θεατή από τον τίτλο της κιόλας. Ακόμα και αν δεν τον θυμάται θα τον οικειοποιηθεί με κάποιο τρόπο και θα τον διασκευάσει. Περιμένω με μεγάλη περιέργεια τα αποτελέσματα αυτών των διασκευών.»
Στόχος του ιού η γυναίκα. Μόνο αυτή πεθαίνει. Γιατί επέλεξες να «σκοτώσεις» μόνο το θηλυκό φύλο (δηλ. το, κατά κύριο λόγο, «υπεύθυνο» για τη συνέχεια της ζωής) αν και εκείνο δείχνεις στην ταινία ως πιο δυνατό; Για αυτόν τον λόγο που αναφέρεις. Επειδή είναι ο βασικός άξονας συνέχισης της ζωής. Ήθελα το βάρος στους ώμους του κεντρικού ήρωα να γίνεται ασήκωτο.
Τα λόγια του Μουρίκη για τον άρρωστο και τον υγιή άνθρωπο, μένουν στο μυαλό. Η αρρώστια και εν τέλει, ο θάνατος, -ακόμη και αν τα «ξορκίζεις» μέσα από μαύρο χιούμορ και «χαρούμενη» μουσική- είναι κάτι που σε απασχολεί ιδιαίτερα και στην αληθινή ζωή; Ναι, με απασχολεί πολύ. Αν κάτι με φοβίζει στη ζωή είναι η ανημποριά. Να μην μπορείς να εξυπηρετήσεις τον εαυτό σου. Να χρειάζεσαι αναγκαστικά άλλους γύρω σου. Είναι ένα θέμα που θίγει άμεσα ο χαρακτήρας του Βαγγέλη και πιο έμμεσα ο χαρακτήρας της Ιωάννας Παππά.
«Δε Θέλω Να Γίνω Δυσάρεστος, Αλλά Πρέπει Να Μιλήσουμε Για Κάτι Πολύ Σοβαρό»: ίσως ένας από τους μεγαλύτερους τίτλους στην ιστορία του ελληνικού (τουλάχιστον) σινεμά. Πώς κατέληξες σε αυτόν; Δεν φοβήθηκες πως είναι δύσκολο να μείνει στο μυαλό και να προωθήσει την ταινία; Δε θυμάμαι πώς ακριβώς κατέληξα εκεί. Το σκέφτηκα και μου άρεσε. Μόνο αυτό. Μου αρέσει πάντως η ταινία να θέτει μία μικρή πρόκληση στο θεατή από τον τίτλο της κιόλας. Ακόμα και αν δεν τον θυμάται θα τον οικειοποιηθεί με κάποιο τρόπο και θα τον διασκευάσει. Περιμένω με μεγάλη περιέργεια τα αποτελέσματα αυτών των διασκευών. Η προηγούμενη ταινία μου πάντως είχε τίτλο μία μόνο λέξη. Παρόλα αυτά η μάνα μου την λέει ακόμα «η ταινία του Γιώργου». Δεν έχει καταφέρει ποτέ να πει τον τίτλο της.
Γιατί μεσολάβησαν 8 ολόκληρα χρόνια από το “Tungsten” μέχρι αυτή την ταινία; Δε νιώθω πως έχω ανάγκη ή υποχρέωση να κάνω ταινία κάθε ένα ή δύο χρόνια. Θα την κάνω όποτε είναι οι συνθήκες καλύτερες. Βέβαια αν συνεχίσω να χρεοκοπώ μετά από κάθε ταινία, πάλι οχτώ χρόνια θα μου πάρει. Ευτυχώς, στο μεσοδιάστημα έκανα πολλά πράγματα. Ντοκιμαντέρ, έγραψα σενάρια (έχω έτοιμο το σενάριο της επόμενης ταινίας), έκανα μοντάζ σε άλλες ταινίες και πρότζεκτ. Δεν γκρινιάζω.
Κρίση στην Ελλάδα: πώς βλέπεις την εικόνα της ελληνικής κοινωνίας σήμερα; Πολλές φορές μετά από ένα σοκαριστικό γεγονός παθαίνεις αμνησία. Προσπαθώντας να το απωθήσεις από τη μνήμη σου, φαντάζομαι. Κάπως έτσι τη βλέπω.
Ποια είναι τα κυριότερα προβλήματα στον ελληνικό κινηματογράφο; Τι περιμένεις να φωτίσει το μέλλον του; Δεν έχω να πω τίποτα καινούργιο σε αυτό. Τα έχουν πει και άλλοι. Τα λένε συνέχεια μάλλον. Υποχρηματοδότηση, έλλειψη ουσιαστικών κινήτρων σε ιδιώτες για να εμπλακούν σε κάποια φάση της παραγωγής ή της διανομής. Και φυσικά το κυριότερο πρόβλημα: το διαζύγιο με το κοινό. Αλλά αυτό χρειάζεται δουλειά από μηδενική βάση για να διορθωθεί. Και κυρίως εκπαίδευση. Να μπει ο κινηματογράφος στο σχολείο και το Πανεπιστήμιο.
Βλέπεις ελληνικές ταινίες γενικώς; Παλιές και νέες; Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου σκηνοθέτες; Και βλέπω και μου αρέσουν. Αγαπάω πολύ την «Ευδοκία», τον «Δράκο», μου αρέσει ο Κακογιάννης, ο Κανελλόπουλος, η Μαρκετάκη. Αλλά και σύγχρονοι, όπως ο Οικονομίδης, ο Γραμματικός. Γενικώς βλέπω ότι ελληνικό βγει.
Ποιες είναι οι επιρροές σου από τον ξένο κινηματογράφο; Δεν ξέρω αν με έχει επηρεάσει, προσπαθώ να μένουν ασυνείδητες οι επιρροές μου, αλλά πάντα λάτρευα τον ιταλικό νεορεαλισμό. Κυρίως Ντε Σίκα και Αντονιόνι.
Η ταινία σου έκανε πρεμιέρα στο Ώστιν. Πώς ήταν αυτό το ταξίδι στην Αμερική; Ήταν μια πολύ όμορφη εμπειρία. Η ίδια η πόλη είναι μία φιλότεχνη και προοδευτική όαση μέσα στην καρδιά του συντηρητικού Τέξας. Οι προσδοκίες μου ικανοποιήθηκαν πλήρως σε σχέση με την ανταπόκριση του κοινού. Έδειξε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για το θέμα της ταινίας αλλά και φάνηκε πολύ εξοικειωμένο με τις αφηγηματικές επιλογές. Ακόμη, γέλασε αρκετά και στα σωστά σημεία. Είχα κάποιο άγχος σε σχέση με το χιούμορ της ταινίας. Αν θα λειτουργούσε σε ξένο κοινό δηλαδή. Το συγκεκριμένο φεστιβάλ είναι επικεντρωμένο στο σενάριο. Έτσι οι περισσότερες ερωτήσεις και συζητήσεις μετά τις προβολές είχαν να κάνουν με αυτό. Έχω επισκεφθεί πολλά φεστιβάλ ανά τον κόσμο. Τα αμερικανικά λειτουργούν πολύ διαφορετικά από τα υπόλοιπα. Είναι πολύ επικεντρωμένα στο industry και το networking. Είναι νομίζω σημαντικότερη εκεί η παρουσία ενός παραγωγού παρά ενός σκηνοθέτη…
Έχεις πίσω σου σπουδές κινηματογράφου και σπουδές κοινωνιολογίας. Πόσο το δεύτερο έχει βοηθήσει και επηρεάσει τον σκηνοθέτη μέσα σου στην αντίληψή του για τον κόσμο; Τα χρωστάω και τα δύο πτυχία (καθώς και ένα τρίτο στην ευρωπαϊκή ιστορία) αλλά με έχει βοηθήσει πολύ. Αν και το ενδιαφέρον μου για κοινωνικά θέματα ήταν ο λόγος που ήθελα να σπουδάσω κοινωνιολογία -και όχι το αντίθετο. Σίγουρα πάντως βλέπω τον άνθρωπο κυρίως μέσα από την κοινωνική του διάσταση. Με ενδιαφέρει πολύ η “μαύρη τρύπα” της αλληλεπίδρασης όλων των παραγόντων που τον καθορίζουν.