Τον καλώ στο τηλέφωνο, χτυπάει μία, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε, έξι φορές, το σηκώνει, δεν έχει καλό σήμα, αφήνει την κιθάρα πάνω στον ενισχυτή, ανεβαίνει τις σκάλες, ανοίγει την πόρτα, βγαίνει έξω, στέκεται στο πεζοδρόμιο και τώρα ναι, μπορεί να μιλήσει, να πει ότι είναι από το πρωί κάτω στο στούντιο, ότι κάνει εντατικές πρόβες, ότι καλά έκανα και τον πήρα, χρειαζόταν ένα διάλειμμα, και όλοι ξέρουμε ότι τις μέρες που στη Θεσσαλονίκη έχει ήλιο, είναι κρίμα να μένει κανείς κλεισμένος σε ένα υπόγειο. «Όμορφη πόλη, αλλά μου φαίνεται ότι μικραίνει κάπως. Έτσι όπως πάει το πράγμα σε λίγο καιρό δεν θα υπάρχει άνθρωπος που να ξέρει τι σημαίνει Kraftwerk» λέει και γελάει γιατί «είναι καλοκαίρι πια».
Μετά από λίγες μέρες τον καλώ ξανά, πάλι τα ίδια, δεν έχει σήμα, βγαίνει τελικά από το υπόγειο, στέκεται κάτω από μία τέντα γιατί βρέχει καταρρακτωδώς, τώρα μπορεί να μιλήσει. «Είναι λίγο σαν να ψιλοχειμώνιασε» λέει, κοιτάζει όσους παρκάρουν όπου θέλουν και κλείνουν το δρόμο, αλλά πάλι γελάει γιατί «δεν πειράζει μωρέ, δεν πειράζει. Θα καλοκαιριάσει πάλι, που θα πάει…».
Αυτός είναι γενικά ένας καλός τρόπος να βλέπεις τα πράγματα και τις περισσότερες φορές δεν είναι κάτι που συμβαίνει χωρίς προσπάθεια, είναι μια επιλογή που πρέπει να κάνεις, μία απόφαση που πρέπει να πάρεις, και μετά να την πάρεις ξανά και ξανά, ελπίζοντας, αν είσαι τυχερός, αργά ή γρήγορα, αυτή η επίκτητη στάση ζωής να γίνει κάτι τόσο πηγαίο όσο είναι το ένστικτο.
Στην περίπτωση του Νάστα όλη αυτή η «μετατόπιση» συνέβη στα μέσα της δεκαετίας του 80, όταν αποφάσισε να πετάξει τα μαύρα ρούχα και τη φιλοσοφία πίσω από αυτή τη σημειολογία, γιατί «μπορεί και να σε καταστρέψει αυτό το νταουνιλίκι των Joy Division». Δέκα περίπου χρόνια μετά έβγαλε τον πρώτο δίσκο των Xaxakes (Hey Mister Όμορφε), του πήρε άλλα τέσσερα για να κυκλοφορήσει το Casanova (που περιέχει και το “Monte Carlo”, ίσως το πιο γνωστό ακόμη και μέχρι σήμερα single του) και να παγιώσει την πολύ ροκ για να την πεις λάουντζ και πολύ γκλαμ για να την πεις εστέτ θέση του ως «εξωτική» (κι έκπτωτη;) μύγα μέσα στο γάλα του ως επί το πλείστον κατηφούς ελληνόφωνου ροκ (με τα γνωστά τραγελαφικά αποτελέσματα των συγκροτημάτων-απόνερων των Τρυπών και των Σπαθιών) ενώ χρειάστηκαν «μόλις» εννιά ακόμη χρόνια μέχρι Το Valse των Ελαφιών. Σήμερα, σχεδόν μια δεκαετία αργότερα, κανείς δεν ξέρει πότε ακριβώς θα κυκλοφορήσει επόμενο LP. Εκείνος, πάντως, λέει σύντομα.
Λέει όμως και κάτι άλλο, ίσως πιο σημαντικό: ότι πιστεύει πως αυτή η τάση του προς «εξαφάνιση» είναι που του έχει στοιχίσει, σε δόξα και σε χρήμα.
«Κάνεις ένα δίσκο, πάει καλά, κάνεις συναυλίες και μετά δεν εξαφανίζεσαι, κάνεις κάτι άλλο», λέει στην Popaganda με αφορμή το TV Darling Live Show, που θα παρουσιάσει επί σκηνής την Παρασκευή 11/5 στη Θεσσαλονίκη και το Σάββατο 12/5 στο Αθήνα. «Έτσι δεν κάνουν οι “επαγγελματίες”; Εγώ αντί γι’ αυτό εξαφανιζόμουν για πέντε χρόνια και χαλούσα ό,τι είχα μόλις χτίσει. Κάθε φορά το γκρέμιζα. Αυτό μου στοίχισε σαν παρουσία μέσα στο χώρο. Αλλά ευτυχώς κάθε φορά με το που κάνω κάτι καινούριο, πάλι κινείται το πράγμα.»
Εγώ, πάλι, πιστεύω ότι η ζωή ξέρει κι αυτός την εμπιστεύεται.
Αυτό που χρειάζεται γενικά εκεί έξω είναι λίγη τόνωση στο ωραίο. Ό,τι κι αν είναι αυτό. Να το βλέπει ο κόσμος και να του δίνει αγάπη. Αν είναι ωραίο το “TV Darling”; Ωραίο είναι, το ξέρω.
«Μια μαϊμού στην πόλη / θα ‘μαι εγώ η πρώτη / TV Darling copy», αυτό λέει το “TV Darling”. Του στυλ ότι κατέβηκε μια μαϊμού στην πόλη, λέει ότι θέλει να είναι η πρώτη, κι εμείς της λέμε «θα είσαι μια τηλεπερσόνα». Ένα άτομο δηλαδή, είτε άντρας είτε γυναίκα, της υποβάθμισης. Γιατί εγώ πρώτα από την υποβάθμιση της πολιτικής, βλέπω την υποβάθμιση της κοινωνίας. Και μόλις πέσει πολύ το επίπεδο, τότε έρχονται όλοι αυτοί οι «όμορφοι» και σε πηδάνε κανονικότατα.
Μπα, οι γονείς μου φυσικά δεν άκουγαν ροκ μουσική. Εγώ όμως από μικρός τρελάθηκα με τις ροκ κιθάρες. Παρ’ όλα αυτά το πρώτο μου όργανο, στα δέκα μου χρόνια ήταν ακορντεόν. Από τότε είχα μια τρέλα με τη μελωδία, με το ρετρό, με όλο αυτό. Στα 12-13 όμως είδα λάιβ μια μπάντα από κάτι μεγάλους, όπως μου φαίνονταν τότε, ενώ ήταν 17-18 χρονών παιδιά, που έπαιζαν διασκευές ροκ τραγουδιών, και τρελάθηκα. Αυτό ήταν. Λίγο αργότερα πήγα και αγόρασα το Love Gun των Kiss, που το έλιωσα. Όποτε μου ‘λεγε κάποιος ότι δεν του αρέσει, του ‘βαζα ένα ηχείο δεξιά από το κεφάλι κι άλλο ένα αριστερά, και του το ‘παιζα τέρμα μέχρι να του αρέσει.
Όταν είσαι πιτσιρικάς, εκεί γύρω στα 12, και σ’ αρπάξει αυτός ο δαίμονας, δεν σε πολυνοιάζει. Θες να τ’ ακούσεις όλα. Και Floyd, και Zeppelin και όλα.
https://www.youtube.com/watch?v=l8QhF_Eombg
Πάω μια μέρα σε ένα δισκάδικο και του λέω: «ποιο είναι το πιο ροκ που έχεις; Γράψ’το μου σε κασέτα». Μου ‘δωσε Led Zeppelin. Πάω σπίτι, το ακούω, δεν μου πολυαρέσει, πάω πίσω, του λέω θέλω κάτι πιο ροκ και μου δώσε Deep Purple που μου άρεσαν περισσότερο. Τρέχα γύρευε…
Από μικρός είχα δύο ανοιχτά μέτωπα. Από τη μία τη λατρεία για το ροκ και από την άλλη τη λατρεία για τις μηχανές. Έκανα παρέα με κάτι ορίτζιναλ μηχανόβιους της εποχής, δηλαδή με τους τύπους κατεβαίναμε Αθήνα για βόλτα ξυπόλητοι με σαγιονάρες πάνω στη μηχανή. Πάντως ο ένας κύκλος συμπλήρωνε πολύ γοητευτικά τον άλλο. Δηλαδή πάνω που βαριόμουνα τους ρόκερς, που ήταν «ω τι ωραία που είναι η βροχή και το feeling», πήγαινα στους άλλους που ουσιαστικά ήταν κάφροι. Όχι ότι έκαναν κακές αλητείες οι άνθρωποι…
Γεμάτη μπαρ η Θεσσαλονίκη σήμερα, αλλά τότε (σ.σ. τέλη 70s-αρχές 80s) για να ακούσουμε Dead Kennedys μαζευόμασταν σε ένα σαντουιτσάδικο με τους δίσκους μας. Και Pistols, και Clash και Stranglers και Bauhaus.
Εκείνη την εποχή υπήρχε η disco, που βέβαια μέσα στα πανκ πάρτι που κάναμε δεν καταλαβαίναμε ότι είναι σύμμαχος μας και γενικά γαμάτη μουσική. Πηγαίναμε να πλακωθούμε με τους ντισκόβιους. Σε κάποια φάση άρχισα να ακούω και disco κι έλεγα «τι σκατά έχω πάθει, χαλασμένος είμαι;». Τελικά δεν είχα πάθει τίποτα. Απλά λάτρευα και τους Stylistics και όλα αυτά τα γκρουπ με τους μαύρους και τις καμπάνες. Ήταν η άλλη πλευρά της τρέλας μου. Που μαζί με τον Bowie του Scary Monsters με πήγε σε άλλα πιο ποπ πεδία.
Ό,τι άκουγα και μου άρεσε, έπεφτα με τα μούτρα. Ήταν σαν να έβρισκα λάφυρα χρυσού. Και rock και disco και new wave… Μέχρι που μια μέρα τα βαρέθηκα όλα και έγραψα «ξαφνικά οι γάτες γίναν ροζ, βάζουν ρουζ, οι γάτοι γίναν σέικ, είναι άσπροι, κάνουν ντουζ». Τύπου μη με ενοχλείτε κιόλας πολύ, ας κάνουμε ένα μπάνιο να βγούμε και θα είμαστε όλοι καλά. Τότε είπα ότι από δω και πέρα θα είναι κάπως έτσι η ζωή για μένα. Πετάω τα μαύρα, πετάω τη θλίψη, γιατί σε οδηγεί σε ένα αδιέξοδο όταν μπλέκεις τόσο βαθιά με τη μουσική, νομίζεις ότι σου κάνει καλό, αλλά δεν είναι έτσι, μπορεί και να σε καταστρέψει αυτό το νταουνιλίκι των Joy Division. Κι άρχισα να κάνω πράγματα σαν το “Casanova”, ή το “Monte Carlo” -που φυσικά δεν είχα πάει ποτέ.
«Το sex και το rock ‘n’ roll ήταν για μένα πάντα το ζητούμενο. Όχι τα drugs. Ένιωθα τόσο τρελός από μόνος μου που μου φαινόταν αδιανόητο να μπω σε μια τέτοια περιπέτεια και να ακολουθήσω αυτό το δρόμο. Ήταν το μόνο πράγμα που φοβόμουν»
Οι Xaxakes είναι τα βιώματά μου, είναι η ελευθερία μου. Δε θέλω να περιορίζομαι. Κάνω το “Monte Carlo” και πάνω που λένε όλοι τι ωραίο, γλυκανάλατο κομματάκι, τρώνε μετά το “Vasilias” και παθαίνουν σοκ με το rock ‘n’ roll.
Μερικές φορές λέω ότι αυτό που κάνω είναι μια λαμπερή, σκισμένη βεντάλια. Ποτέ δε μπορείς να πεις ακριβώς τι είναι οι Xaxakes. Εκεί που λες το βρήκα, το ‘χασες. Γιατί το χάνω κι εγώ. Βαριέμαι να παίξω πέντε κομμάτια ίδια στη σειρά, πέντε «Μόντε Κάρλα». Ούτε όμως θέλω πέντε «Βασιλιάδες». Τους βαριέμαι κι αυτούς.
https://www.youtube.com/watch?v=r0WxY0kdlf4
Το rock πάντα ήταν μια αντίδραση, ένα «λάθος» πράγμα στη σούπα του συντηρητισμού. Έτσι και η Θεσσαλονίκη κατά γενική ομολογία ήταν πάντα μία τελείως συντηρητική πόλη. Μόνο οι παρέες ήταν ανατρεπτικές. Άντε να ήμασταν όλοι πέντε-δέκα χιλιάδες. Είχαμε τον δικό μας κώδικα και κάναμε μουσική για εμάς. Οι άλλοι σιγά μην καταλάβαιναν. Ούτε καν με το καλό λαϊκό δεν ασχολούνταν. Αλλά με ένα πράγμα που…τι στο καλό είναι; Van Halen με μπουζούκια; Αστεία, άσκοπα πράγματα.
Συντηρητική η Θεσσαλονίκη αλλά με ανατρεπτικές παρέες. Θυμάμαι μέχρι το 83 έπαιζα σε μια πανκ μπάντα, Pistols, Clash, Stranglers, όλα αυτά τα ωραία πράγματα και μαζεύονταν οι πάνκηδες και γινόταν σκοτωμός. Κατεβαίναμε παρέες στην Αθήνα και βλέπαμε τους ροκάδες ξέρω γω να τρώνε σούπα στην Πλάκα και μας πιάνανε τα γέλια. Αλλά όπως και να το κάνουμε, στην Αθήνα είδα τους Bauhaus…
Πάω πολύ σπάνια πια σε μπαρ. Μόνο κανένα μεσημέρι ή απόγευμα, σε δυο-τρία αγαπημένα στέκια. Το βράδυ δεν πολυβγαίνω. Να βγω να πάω που; Να ακούσω «μπίτια»; Δεν γουστάρω μωρέ καθόλου. Θέλω να ακούσω μουσική το βράδυ. Τραγούδια. Όχι techno.
Δεν είναι λίγο να σ’ εκτιμούν και να σ’ έχουνε σαν έναν άνθρωπο που δεν αλλάζει πορεία, που κάνει αυτό που θέλει να κάνει από πιτσιρικάς. Το χαίρομαι πραγματικά. Όχι ότι θα με χαλούσε να το έβλεπα λίγο παραπάνω και στις αμοιβές. Εντάξει μωρέ, όλα καλά.
Γενικά βλέπω ότι με αγαπάνε. Εκτός από κάτι χάρντκορ κολλημένους που δε μπορούν να καταλάβουν ότι κάποιος μπορεί να γουστάρει μια μέρα να πάει σε ένα ωραίο παλιό μπαρ να ακούσει Σινάτρα, που νομίζουν ότι επειδή δεν έχει distortion, δεν είναι rock. Ενώ ο Σινάτρα ήταν δέκα φορές πιο μεγάλο «ροκ κοπρόσκυλο» από κάτι τύπους που βάζουν τίγκα παραμόρφωση στην κιθάρα αλλά στη ζωή τους είναι εντελώς απλοϊκοί και αδιάφοροι.
Το sex και το rock ‘n’ roll ήταν για μένα πάντα το ζητούμενο. Όχι τα drugs. Πάντα τα φοβόμουν και πάντα απείχα πολύ συνειδητά. Ένιωθα τόσο τρελός από μόνος μου που μου φαινόταν αδιανόητο να μπω σε μια τέτοια περιπέτεια και να ακολουθήσω αυτό το δρόμο. Ήταν το μόνο πράγμα που φοβόμουν.
Αισθάνομαι δυνατός, ότι υπάρχει μια πηγή δημιουργίας μέσα μου. Όμως πολλές φορές έχω μελαγχολήσει, έχω νιώσει απογοήτευση, ότι είναι μάταιο να προσπαθείς. Γι’ αυτό και αποτραβιόμουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Δεν ακολούθησα ποτέ το καθημερινό πλοίο της μουσικής. Δεν θα το άντεχα κιόλας. Δεν μετανιώνω όμως για τη μουσική στη ζωή μου. Στο φινάλε έχω ζήσει τόσα πράγματα. Eίμαι πολύ χαρούμενος γενικά.
Κάνεις ένα δίσκο, πάει καλά, κάνεις συναυλίες και μετά δεν εξαφανίζεσαι, κάνεις κάτι άλλο. Έτσι δεν κάνουν οι «επαγγελματίες»; Εγώ αντί γι’ αυτό εξαφανιζόμουν για πέντε χρόνια και χαλούσα ό,τι είχα μόλις χτίσει. Κάθε φορά το γκρέμιζα. Αυτό μου στοίχισε σαν παρουσία μέσα στο χώρο. Αλλά ευτυχώς κάθε φορά με το που κάνω κάτι καινούριο, πάλι κινείται το πράγμα. Οπότε θέλω να δω αν θα καταφέρω να λύσω αυτό μου το «θέμα», της σταθερότητας.
Πάντα ήθελα να εξαφανίζομαι, να αλλάζω παραστάσεις. Και να γνωρίζω τον πρωινό κόσμο. Πάντα μου άρεσε ο πρωινός κόσμος. Να βγαίνω το πρωί και να κοιτάζω τον κόσμο στα μικρομάγαζα, να παρατηρώ την κανονική ζωή. Ενώ το βράδυ είμαστε όλοι λύκοι. Βγαίνουμε έξω λες και την επομένη θα πεθάνουμε. Και ξυπνάς και λες τώρα τι γίνεται, ζω, τι κάνω; Και άιντε πάλι από την αρχή.
Ευτυχώς η ζωή είναι μικρή και είναι μόνο μια φορά. Ας τη ζήσουμε κι ας αφήσει ο καθένας πίσω του αγάπη. Θέλει μόνο λίγη σκέψη παραπάνω για να βρεις δυο-τρία πράγματα να αγαπήσεις, και να τα τιμήσεις, να τους δώσεις αξία. Εγώ εκεί έχω καταλήξει.
Όλα έρχονται. Σούπερ είμαστε.