Β Ο Υ Λ Ι Α Γ Μ Ε Ν Η
του Ερρίκου Σοφρά
Σ’ αυτό το κατάκλειστο με τα πεύκα που έζησες παλιά
Χάραζε τότε στον αφημένο κήπο
Σκόρπιζαν οι ίσκιοι του νερού
Κι η μέρα πάνω στα παγωμένα πατώματα σ’ έβρισκε, να καις
Τα μάτια σου σβησμένα
Ο αβέβαιος σφυγμός
Στο μισόφωτο το λίγο σώμα σου δίχως αντιστάσεις πια
Πίστεψέ με όλα θα γίνουν πάλι ζωή
Όταν σε υπόγεια κατέβαινες
Μέσα σε γυάλινους ιριδισμούς
Όρθιος στο μπαρ πλάι σε βαθιά δωμάτια σπασμένα τραγούδια
Στα σκοτάδια ένα παιδί σε έβλεπα
Να ξεχνάς —όλα μαζί σου ήταν αυτονόητα,
Πρώτη φορά σε αληθινά καλοκαίρια απέραντα
Γερμένο στο λαιμό σου κάτω από τον Βοώτη, τον Αλταϊρ
Μαζί στο νότισμα των ημερών στα νυχτερινά της μελέτης
Τα μαλλιά του μυρίζουν βροχή το δωμάτιό του θυμίαμα
Ήταν η πίστη η νοσταλγία η δοσμένη καρδιά
Στο καμένο νησί μαζί σου
Μες στο χιονόνερο
Ζητώντας το προσφυγικό που έζησες με άνθρωπο έναν χειμώνα—
Μέτρα και τονισμοί από φως, για σένα, όλο στοργή
Και τόσο άφθονο χυμένο πάνω σας γαλάζιο
Πριν ο σάλος σε πάρει,
Σε μουσκεμένους αργούς, στρέμματα άρρωστα οπωροφόρα
Που κάποτε φύτεψες μόνος σου και προστάτεψες
Μες στην αποδημία αυτή, στη νέκρωση
Που απαίτησες πια κι επιτάχυνες
Σε είδα τα όργανα μιας παλιάς ανταρσίας να τσαλακώνεις να πατάς
Τώρα που όλα παραδομένα
Θρύψαλα του νου, ματαιωμένα όλα
Πλάι στα σκουπίδια της θάλασσας νυχτώνω
Και χρόνια σε βορινά δωμάτια τυχαία ζω
Πού να τις πω τις μέρες σου τις μέρες μου
Βαθιά χαράματα και σημάδια στο νιπτήρα.
Γράφτηκε το 1990 και δημοσιεύτηκε το 1997 στον «Εκηβόλο» του Βασίλη Διοσκουρίδη.