Μιλώντας για τραγουδιστές, το μεγαλύτερο σεβασμό ο Μαργαρίτης τον τρέφει για τον Καζαντζίδη και τον Διονυσίου. Αυτοί του λείπουν. Όπως και κάποιοι φίλοι του από τα παλιά, ακροατές που τον ακολουθούσαν στα υγρά μπουζουξίδικα της δεκαετίας του ’80 και τώρα έχουν χαθεί. Όταν τον ρωτάω για τις τρέχουσες παραστάσεις στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο, αφού μου πει ότι πάνε καλά παρά την κρίση κλπ, βγάζει ένα μικρό παράπονο: «Μου λείπουν άνθρωποι που κάθονταν στα πίσω τραπέζια. Κάποιοι έχουν πεθάνει, κάποιοι μεγάλωσαν πια και αράζουνε σπίτι τους. Θέλω να τους μικρύνω, αλλά δεν μπορώ. Έρχονται όμως στο μαγαζί τα παιδιά τους και μου στέλνουν χαιρετίσματα. Κάτι είναι κι αυτό». (Φτάνοντας στο καφενείο αργότερα, θα αστειευτεί σε φίλους ότι περνάει καμιά φορά γύρω στις δέκα το βράδυ να τους βρει και μαθαίνει πως έχουν πάει για ύπνο).
Προσπάθειες πάντως να απευθυνθεί σε νεότερους και πιο απαιτητικούς ακροατές έκανε. Και τα κατάφερε, καλύτερα από κάθε λαϊκό τραγουδιστή παλιάς κοπής, εμπιστευόμενος ανθρώπους από άλλα λημέρια. Όχι κάνοντας συμμετοχές. Με δικά του τραγούδια. Πίσω στο 2001, οι «Δρόμοι του Πουθενά», σε παραγωγή Θοδωρή Μανίκα, τον οδήγησαν σε χιλιάδες σπίτια που είχαν τους παλιούς του δίσκους σε κούτες στο πατάρι και τον σύστησαν σε μια άλλη γενιά που δε τον ήξερε καν ή κι αν τον ήξερε, τον σνόμπαρε. Κι όλ’ αυτά, ας μην ξεχνάμε, με ένα τραγούδι που είχε εισαγωγή δυόμισι λεπτών χωρίς στίχους. «Δεν ξεκινήσαμε με τη λογική να κάνουμε ροκ δίσκο τότε» θυμάται. «Και δεν είναι ροκ. Έχει τις κιθάρες κι όλ’ αυτά αλλά είναι λαϊκότατος, όπως όλοι οι άλλοι. Δεν πρέπει να ‘χει μια διαφορά όμως ό,τι καινούριο βγάζουμε; Άμα είναι να βγάζουμε κάθε χρόνο τον ίδιο δίσκο…».
Το πιο πρόσφατο μεγάλο hit είναι το «Πεθαίνω για ‘σένα» (2009), από την ομώνυμη ταινία της Ράντου. «Όταν το τραγούδησα, δεν είχε μπει σε δίσκο» εξηγεί. «Μετά το πήρε ο Μαχαιρίτσας που είχε γράψει τη μουσική και το έβαλε στον δικό του, με τη φωνή του. Δε μ’ άρεσε αυτό. Έπρεπε να πει “Γιώργο, βάλτο κι εσύ”. Με βρίσκανε στο δρόμο και με ρωτούσανε “πού θα το βρούμε το τραγούδι;”. Κάποια πράγματα πρέπει να προσέχουμε πώς τα κάνουμε… Τέλος πάντων, τώρα το έβαλα κι εγώ στον δικό μου σε άλλη εκτέλεση και έχει πάρει πάλι τα πάνω του και έγινε σωστά η δουλειά». Ανάλογες κινήσεις εκμοντερνισμού χωρίς καλλιτεχνικές εκπτώσεις κάνει και φέτος στο Γυάλινο, συνεργαζόμενος με τον Λάκη Παπαδόπουλο: «Τώρα έχουμε και ένα καινούριο τραγούδι του Λάκη που το λέμε μαζί στο πρόγραμμα, το “Παίζουμε για τη φανέλα”. Από ‘κει πήρε και τον τίτλο της όλη η παράσταση. Εντάξει, πάντα για την φανέλα παίζαμε βέβαια. Για την πάρτη μας. Να περάσει η βραδιά…»
Έχουμε φτάσει πια στην οδό Χαμοστέρνας, αλλά στρίβουμε σε λάθος δρόμο. Πρέπει να κάνουμε αναστροφή. «Γίνεται;» τον ρωτάω. «Βρε γίνεται-δε γίνεται, εγώ θα κάνω μία εεεεέτσι» και στρίβει. Μιλάμε για τη νοοτροπία του Έλληνα: «Ο Έλληνας έχει φιλότιμο. Υπάρχει αυτό, δεν αλλάζει. Θα ‘ρθει δηλαδή ένας ξένος και θα του δώσουνε κάτι να φάει, κάπου να κοιμηθεί. Έξω δεν ειν’ έτσι τα πράγματα. Πρέπει να πας για δουλειά, αλλιώς δεν θα σου δώσει σημασία κανένας. Είναι νομοταγείς, είναι οργανωμένοι, εμείς δεν τα ‘χουμε αυτά. Έχουμε το φιλότιμο. Αλλά δεν ξέρω αν μας κάνει πάντα καλό. Μας πιάνουν και κορόιδα…». Τον ρωτάω που ανήκει πολιτικά. «Πολιτικά είμαι με τους άνεργους» λέει. Και μέσα στην αφέλειά της, η απάντησή του είναι απ’ τις πιο εύστοχες που έχω ακούσει. «Γι’ αυτούς τραγούδησα. Σου είπα τη ζωή μου, άρα καταλαβαίνεις και που θα είμαι. Αλλά τι να το κάνεις… Τώρα όλοι ψηφίζουν τους φίλους τους. Κι εγώ αυτό το κάνω δηλαδή».
Ο Έλληνας έχει φιλότιμο. Υπάρχει αυτό, δεν αλλάζει. Θα ‘ρθει δηλαδή ένας ξένος και θα του δώσουνε κάτι να φάει, κάπου να κοιμηθεί. Έξω δεν ειν’ έτσι τα πράγματα. Πρέπει να πας για δουλειά, αλλιώς δεν θα σου δώσει σημασία κανένας. Είναι νομοταγείς, είναι οργανωμένοι, εμείς δεν τα ‘χουμε αυτά. Έχουμε το φιλότιμο.
Φτάνοντας στα Κάτω Πετράλωνα («εδώ έγινα άντρας»), ρωτάει τους πεζούς πώς θα βγούμε «στα σχολεία». Ψάχνει την οδό Τρωών. Του εξηγώ ότι ανήκει στα Άνω Πετράλωνα, αλλά δεν το δέχεται, κοιτάζει τα μπλε ταμπελάκια. Περνώντας μέσα από τη Λαϊκή αγορά της Τετάρτης, ρωτάει πάλι για τα σχολεία, ένας μικροπωλητής τον γνωρίζει, του φωνάζει «τραγούδα κάτι ρε Γιώργο» κι εκείνος κεφάτος, λαϊκός τραγουδιστής στη Λαϊκή, φωνάζει «πεθαίνω για ‘σένα» τραβώντας το δεύτερο «ε» όπως στο τραγούδι, φτιάχνοντας τη μέρα πέντε-έξι ανθρώπων, όσων τον άκουσαν.
Μετά από έναν γύρο στο τετράγωνο, εντοπίζει τελικά το καφενείο του κυρ-Μάνθου, παρκάρει κάπως άτσαλα ακριβώς απ’ έξω τη Mercedes και μπαίνει με ταχύτητα. Η ατμόσφαιρα του χώρου αλλάζει σε ένα δευτερόλεπτο. Αγκαλιές, φιλιά, φωνές, γέλια… Ένας κύριος τον πιάνει απ’ τον ώμο και του λέει πως έχει να του δώσει κάτι τραγούδια. Ο Γιάννης, ο φωτογράφος, ακολουθεί ζητώντας ένα απλό πορτρέτο, αλλά ο Μαργαρίτης θέλει να βγει με τους φίλους του. Έχει τη χαρά ανθρώπου που τον παίρνει η κάμερα – σίγουρα κάποιοι εκεί μέσα νομίζουν πως «ήρθε η τηλεόραση». «Ο δίσκος που σου ‘λεγα» λέει και μου δείχνει τον τοίχο. «Φοράω και το μπουφάν το καφέ στο εξώφυλλο, κάπου το χάρισα μετά, δε θυμάμαι πού».
Μέχρι να τηγανιστούν τα ψάρια, βγαίνουμε λίγο έξω στη Λαϊκή. Του μιλάει κόσμος, απαντάει σε όλους ευγενικά κι ύστερα από ένα λεπτό λέει «εντάξει, τέλος, πάμε στο φαΐ». Ζητάει απ’ τον κυρ-Μάνθο να μας βγάλει τραπέζι έξω. Κάνει λίγο κρύο, αλλά «εκατό φορές το κρύο παρά τη μπόχα από ΄κει μέσα», μου λέει. Του υπενθυμίζω πως αν κρυώσει δεν θα μπορεί να τραγουδήσει το Σάββατο: «Έλα μωρέ τώρα… Σαχλαμάρες. Άμα το ‘χεις απ’ τη μάνα σου και κρυωμένος να ‘ναι ο λαιμός σου, θα ξεσκίσει! Το ξέρεις ότι ο λαϊκός τραγουδιστής όταν έχει γρίπη τραγουδάει καλύτερα; Αυτός που έχει φωνή. Γιατί ο άφωνος άμα κρυώσει, πάει τελείωσε. Εγώ όλο αυτό το δίσκο που βλέπεις εκεί μέσα τον έκανα κρυωμένος. Μια φορά τραγουδούσαμε με το Σαββόπουλο και τον Πορτοκάλογλου στον Κεραμεικό και έπεσε το ρεύμα. Πανικοβλήθηκαν όλοι. Και βγαίνω και τραγουδάω χωρίς μικρόφωνο. Η καλύτερή μου!»
Στο τραπέζι έρχονται μια χωριάτικη, μπακαλιαριάκα και μαρίδες. Ο Μαργαρίτης τρώει μόνο τρεις μπουκιές. Έχει πει όχι στην προτροπή του κυρ-Μάνθου για τσίπουρα και μέχρι να φύγουμε δεν θα πιει ούτε μια γουλιά νερό. Παράξενο. Πού τη βρίσκει τόση ενέργεια; Είναι σε υπερένταση, μιλάει συνεχώς. Κάθε μέρα ξυπνάει χωρίς ξυπνητήρι στις οκτώ, λέει. Κι αν την προηγούμενη τραγουδάει στο μαγαζί, το αργότερο στις δέκα. Ξαφνικά σηκώνεται και βγάζει από το πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου του μια γεμάτη τσάντα λεμόνια απ’ τη λεμονιά του. «Φορτωμένη η γαμημένη – και μου λέει ο κηπουρός μου παρ’ τα-δώστα να βγούνε τα καινούρια γιατί δεν μπορούν να βγουν!». Με την ευκαιρία της επίσκεψης, τα προσφέρει στον κυρ-Μάνθο.
Στο μεταξύ κόσμος περνάει, κόσμος χαιρετάει… «Αυτός είναι ο κύριος που τραγουδάει το “Kαλύτερο μπεγλέρι” που σ’ αρέσει», λέει μια μαμά στο κοριτσάκι της κι εκείνο ντρέπεται, φεύγει. Η παρέα μεγαλώνει, παλιοί γνωστοί που ο Μαργαρίτης κάποιους τους θυμάται και κάποιους όχι. Όταν απομακρύνεται για λίγο απ’ το τραπέζι, ένας απ’ τους φίλους του μου λέει τα δικά του, λίγο συνωμοτικά, λίγο εμπιστευτικά: «Φτωχός ήταν κι ο Γιώργος, μη νομίζεις. Κάποια στιγμή βγάλαμε λεφτά. Υπήρχανε εποχές που τρώγαμε εκατομμύρια στα μπουζούκια. Πηγαίναμε στον Χριστοδουλόπουλο ας πούμε και δωσ’ του μπουκάλια και δώσ’ του λουλούδια. Κι εγώ κι ο Γιώργος. Ε, σήμερα αυτός έχει λεφτά κι εγώ έχω αρχίδια. Έτσι είν’ αυτά».
Ο Μαργαρίτης επιστρέφει στο τραπέζι κρατώντας ένα μαύρο ντοσιέ από το πορτ-μπαγκάζ της Mercedes (το είχε δίπλα στα λεμόνια). Είναι σημειώσεις για την επερχόμενη αυτοβιογραφία του. Μας διαβάζει ένα απόσπασμα. Στο δικό μου το μυαλό, περισσότερο από την προσωπική ιστορία ενός λαϊκού σταρ, είναι η ιστορία μιας παρέας που είδε και πέρασε πολλά, για να βρεθεί ένα μεσημέρι Τετάρτης σε ένα καφενείο των Πετραλώνων και να δει την παλιά της ζωή από μια απόσταση που την κάνει να μοιάζει λίγο πιο παραμυθένια και άρα λίγο πιο γλυκιά απ’ ότι ήταν.
INFO
Ο Γιώργος Μαργαρίτης εμφανίζεται κάθε Σάββατο στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο με την Άσπα Θεοφίλου και guest star το Λάκη Παπαδόπουλο. Το καφενείο του κυρ-Μάνθου βρίσκεται στη συμβολή των οδών Περσέως και Σκαμβωνίδων, στα Κάτω Πετράλωνα.