Ζω είναι είμαι άλλος. Ούτε να αισθάνομαι είναι δυνατόν αν σήμερα αισθάνομαι όπως αισθάνθηκα χτες: αισθάνομαι σήμερα το ίδιο με χτες δεν είναι αισθάνομαι –είναι θυμάμαι σήμερα τι αισθάνθηκα χτες, είμαι το ζωντανό πτώμα αυτού που ήταν χτες η ζωή που χάθηκε.
Να σβήνεις τα πάντα από τον πίνακα από τη μια μέρα στην άλλη, να είσαι νέος με κάθε νέο ξημέρωμα, σε μια διαρκώς ανανεούμενη παρθενικότητα της συγκίνησης –αυτό, και μόνο αυτό, αξίζει τον κόπο να είμαστε ή να έχουμε, για να είμαστε ή να έχουμε αυτό που ατελώς είμαστε.
Αυτό το ξημέρωμα είναι το πρώτο του κόσμου. Ποτέ ακόμη αυτό το ροδαλό χρώμα που γίνεται κίτρινο αχνό κι ύστερα λευκό θερμό δε στάθηκε έτσι πάνω στα πρόσωπα με τα οποία τα σπίτια της δύσης κοιτάζουν με τα άπειρα τζαμένια μάτια τους τη σιωπή που έρχεται μέσ’ από το φως που δυναμώνει. Ποτέ δεν υπήρξε αυτή η ώρα, μήτε αυτό το φως, ούτε αυτό το ον που είμαι εγώ. Αύριο αυτό που θα υπάρξει θα είναι άλλο, και αυτό που θα δω θα είναι ιδωμένο από καινούργια μάτια, γεμάτα με νέα όραση.
Ψηλά βουνά της πόλης! Απέραντα αρχιτεκτονήματα που σε απότομες πλαγιές συγκρατούν και μεγεθύνουν, διαστρωμάτωση κτηρίων συσσωρευμένων το ένα πάνω στο άλλο, που το φως υφαίνει με σκιές και εγκαύσεις –είστε σήμερα, είστε εγώ, γιατί σας βλέπω, είστε αυτό που [θα είμαι;] αύριο, και σας αγαπώ γερμένος στην κουπαστή σαν ένα πλοίο που διασταυρώνεται με άλλο πλοίο και αφήνει στο πέρασμά του άγνωστες νοσταλγίες.