Το πρώτο λογοτεχνικό του ατόπημα, όπως χαρακτηρίζει «Το ένα δέκατο του 8» ο ίδιος ο Βασίλης Αλεξάκης στο βιογραφικό σημείωμα που συνοδεύει την έκδοση, ξεκινάει λίγο πριν από την επιβίβαση του «Νικήτα» στο φέρι-μποτ, στο λιμάνι κάποιου απροσδιόριστου νησιού, με προορισμό την Αθήνα, πρόκειται δηλαδή για τη γνώριμα στενάχωρη στιγμή που σηματοδοτεί τη λήξη της καλοκαιρινής άδειας και την αρχή της επιστροφής στην πραγματικότητα, που στην περίπτωση του συγκεκριμένου πολίτη της διπλανής πόρτας (ένας οδηγός φορτηγού σαν όλους τους άλλους οδηγούς φορτηγών) έπαψε να υπάρχει όπως την ήξερε τη στιγμή που έπαψε να υπάρχει και η φίλη του όταν κάποιος της «φύτεψε» μια σφαίρα στο κεφάλι, και ο Νικήτας θα το συνειδητοποιήσει αυτό όταν ανυποψίαστος φτάνοντας τελικά στο σπίτι τους, θα μπει στο σαλόνι, και το βλέμμα του θα πέσει σε σε μια «μεγάλη, κόκκινη λίμνη αίματος στα αριστερά του καναπέ», οπότε εκείνος ξαφνικά θα μετακινηθεί «σε ένα άλλο, παράλληλο σύμπαν, όπου το πτώμα της Ιωάννας, με τα μάτια ανοιχτά, με μια τρύπα στο μέτωπο και μια λίμνη αίματος να ξεκινά από το κεφάλι της», ένα σύμπαν «με μπλεγμένους το αφεντικό του, τοκογλύφους, μπράβους, εμπόρους ναρκωτικών, πολιτική και αστυνομική κάλυψη».
Ήταν λίγο πριν από την έναρξη της δικής μου καλοκαιρινής άδειας όταν πληροφορήθηκα και την ύπαρξη του βιβλίου (που ακόμη «μυρίζει τυπογραφείο») και του Αλεξάκη γενικώς (που εκ των υστέρων έμαθα ότι πρόκειται για έγκριτο και παραγωγικότατο μπλόγκερ, ως βα. αλ., αν και ο ίδιος, όπως θα διαβάσετε στη συνέντευξη που ακολουθεί, δεν πολυσυμπαθεί το συγκεκριμένο όρο – έχει τα δίκια του) από τον τοίχο του Αλέξη Καλοφωλιά, του οποίου το γούστο θα εμπιστευόμουν τυφλά ακόμη κι αν δεν ήταν φίλος, ακόμη κι αν ήταν «απλώς» ένας εξαιρετικός μεταφραστής και ο μπροστάρης των Last Drive. Παρ’ όλα αυτά ομολογώ ότι για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο, δεν είχα μεγάλες προσδοκίες. Ήθελα όμως να αποκτήσω το βιβλίο, γιατί καλό είναι που και που να στηρίζουμε το αληθινό do-it-yourself, ειδικά όσοι κάποτε ξεκινήσαμε να «κάνουμε πράγματα» (λέξεις, καρέκλες, κάλτσες, ο καθένας με την πετριά του) ακολουθώντας αυτό το ρομαντικό μονοπάτι.
Ώσπου ένα πρωί που ξύπνησα πολύ νωρίς στην εσχατιά του Πηλίου, στο ξεχασμένο νησάκι Τρίκερι, που ίσως και να είναι το μοναδικό σημείο της Ελλάδας όπου δεν έχει μετακινηθεί ούτε πέτρα σε σχέση με πριν από 20 χρόνια, και κατέβηκα στο μικρό λιμάνι για τον «καραβίσιο» φραπέ, στρογγυλοκάθισα σε μια μισοσπασμένη ψάθινη καρέκλα και σηκώθηκα πιασμένος το απόγευμα, όταν πια δεν είχε μείνει άλλη λέξη να διαβάσω από αυτό το γκαζωμένο νουάρ, που είναι ίσως ότι πιο ουσιαστικά πολιτικό με όρους ζωής και όχι πολιτικής έχω διαβάσει τα τελευταία δύο-τρία χρόνια, χωρίς όμως να υπολείπεται σε αυθεντικό, αυτοκαταστροφικό μα καθόλου χυδαίο ερωτισμό, και ό,τι ήθελε προκύψει. Όπως ακριβώς οφείλει να είναι και το ροκενρολ δηλαδή. Ή όπως είναι οι καλύτερες στιγμές των βιβλίων του Λένου Χρηστίδη. Ή – γιατί όχι; – όπως ρουφάνε φως και φτύνουν σκοτάδι οι ακαταμάχητες «μαύρες τρύπες» του «Νικολαϊδικού» σύμπαντος. Ναι, τόσο καλά. Και τόσο ακραία.
Γιατί αποφάσισες να ακολουθήσεις ουσιαστικά το δρόμο της αυτοέκδοσης; Δεν μπήκες καν στον κόπο να το στείλεις σε εκδοτικούς δεξιά κι αριστερά; Δεν το αποφάσισα ακριβώς, προέκυψε σαν αυτονόητο στο βαθμό που μπορούσα να πάω ο ίδιος στο τυπογραφείο ένα βιβλίο έτοιμο για τύπωμα. Οπότε αν έχεις αυτή την δεξιότητα γιατί να μην το κάνεις μόνος σου; Έτσι και αλλιώς η διαδικασία του να εκδοθεί ένα βιβλίο μου αρέσει, πόσο μάλλον όταν είναι και δικό σου. Προέρχομαι και λίγο απο την κουλτούρα του diy έτσι και αλλιώς, οπότε προέκυψε κάπως αυτόματα. Σε εκδοτικούς δεν απευθύνθηκα μάλλον από αμηχανία. Ένιωθα εξαιρετικά άβολα ας πούμε να αφήσω να κάνει επιμέλεια και παρεμβάσεις πάνω στο αρχικό κείμενο κάποιος που δεν τον ήξερα, ή ας πούμε μου φαινόταν αδιαπραγμάτευτο να κάτσω να συζητήσω για το εξώφυλλο, όσο περίεργο και αν ακούγεται έχει εξαιρετική σημασία εκεί το σοβιετικό τρόλει στο εξώφυλλο με «Ένα δέκατο του 8» από κάτω του. Βασικά είναι σα να θες να μαγειρέψεις ένα φαγητό, να εχεις τα υλικά, τα μέσα, την όρεξη και τη δεξιότητα να μαγειρέψεις το φαγητό και να μπορείς να το κάνεις σε μισή ώρα και να είναι και όπως το θες και εσύ να παραγγέλεις απ’ έξω. Πιο ακριβά θα σου βγει και θα περιμένεις και 45 λεπτά.
Στο εξώφυλλο, δεν έχεις καν «χτυπημένο» ολόκληρο το ονοματεπώνυμό σου, αλλά τα διακριτικά «βα. αλ.» Διόρθωσέ με αν κάνω λάθος, αλλά μήπως (και) αυτό σημαίνει κατά κάποιο τρόπο ότι θέλεις το βιβλίο να φτάσει σε πιο συγκεκριμένο, πιο «υποψιασμένο» τρόπον τινά, κοινό, μέσω κυρίως του word of mouth; Και τέλος πάντων, είτε ισχύει είτε όχι αυτό, υπήρξε στο μυαλό σου κάποιος τύπος ιδεατού αναγνώστη καθώς έγραφες; Το κανονικό μου όνομα είναι Βασίλης Αλεξάκης, αλλά έτσι και αλλιώς τα τελευταία 20 σχεδόν χρόνια που δημοσιεύω διάφορα τα υπογράφω με το βα. αλ. Ως εκ τούτου, κάποιος ή κάποια που μπορεί να με ξέρει είναι πιο πιθανό να ξέρει το βα. αλ. παρά το κανονικό μου όνομα. Νομίζω ότι το βιβλίο αφορά έτσι και αλλιώς ένα πιο υποψιασμένο κοινό. Συντελεί και το όνομα σε αυτό, αλλά συντελεί και ο τρόπος διανομής του αλλά και το περιεχόμενο. To word of mouth νομίζω λειτουργεί κατά κύριο λόγο έτσι και αλλιώς στα βιβλία. Δεν είναι ταινίες να σε εντυπωσιάσουν με ένα trailer. Ειδικά, όταν πρόκειται για άγνωστο συγγραφέα, θα βασιστείς ή θα στο προτείνει κάποιος που ήδη θα το έχει διαβάσει. Ξέρεις, ιστορίες που άρεσαν σε μερικούς ανθρώπους που ξέρω. Αυτό είναι και μέρος της γοητείας που έχει το βιβλίο ως μέσο γενικώς… Ιδεατός αναγνώστης νομίζω δεν υπάρχει. Αν κάτι υπάρχει στη θέση του είναι μάλλον ιδεατοί αναγνώστες και αναγνώστριες, πληθυντικός δηλαδή έτσι και αλλιώς. Πόσοι είναι ή ποιοι είναι, μάλλον δεν ξέρω και με πολύ ακρίβεια να σου πω. Είχα διάφορους και διάφορες στο μυαλό μου έτσι και αλλιώς δηλαδή, αλλά που με κανέναν τρόπο δεν επέβαλλαν το γράψιμο. Αν κάπου κάπως συγκλίνει σε κάτι κοινό όλο αυτό, είναι ίσως αναγνώστες που θα ήθελαν να διαβάσουν κάτι που θα μπορούσε να έχει συμβεί δίπλα τους, μια σκοτεινή ιστορία πίσω από την μεσοτοιχία ή στο διπλανό κάθισμα του τρόλεϊ.
Έχοντας πια την εμπειρία της αυτοέκδοσης (και της…αυτοδιανομής κλπ), θα το σύστηνες σε κάποιον φέρελπι συγγραφέα που μπορεί να σκέφτεται να δώσει ένα Χ ποσό σε κάποιον εκδοτικό οίκο και να του το εκδώσει, ώστε να γλιτώσει ο ίδιος τον σαματά; Αν το βλέπει ως σαματά και έχει το Χ ποσόν διαθέσιμο, να το κάνει φυσικά. Από την άλλη, αφενός εγώ ούτε ως σαμάτα το βλέπω και ούτε αυτό το Χ ποσό διέθετα. Σε κάθε περίπτωση κάποιος ή κάποια μετά το γράψιμο θα πρέπει να σκεφτεί δύο πράγματα: την παραγωγή του βιβλίου και την διακίνηση του. Χωρίς να μπω σε πολλές λεπτομέρειες αν κάποιος ψαχτεί λίγο νομίζω θα βρει άκρη. Δεν είναι δα και κάτι πιο απρόσιτο απο το να βγάλεις ένα δίσκο ή να γυρίσεις μια χαμηλού κόστους ταινία. Σε ότι αφορά «Το ένα δέκατο του 8» το χρηματικό κόστος είναι αρκετά μειωμένο μιας και εκτός από ένα χέρι στην επιμέλεια, όλα τα υπόλοιπα (εξώφυλλα, σελιδοποιήσεις, τυπογραφικές διορθώσεις, κλπ) έχουν γίνει από μένα τον ίδιο -ας όψεται η ανεργία και ο άπειρος της χρόνος- και άρα τα έξοδα είναι μόνο τα έξοδα του τυπογραφείου τα οποία μέρος μόνο κάλυψα εγώ μιας και τα υπόλοιπα τα κάλυψε υπο μορφή δανείου (άτοκου για να μην παρεξηγούμαστε) το Music Society Web RadiON. Το δύσκολο όμως σε ένα βιβλίο είναι η διανομή του και η κυκλοφορία του και κάποιος αφού έχει βγάλει ένα βιβλίο θα πρέπει να σκεφτεί τι δίκτυα έχει και πως μπορούν να τον βοηθήσουν και άλλοι άνθρωποι. Από την μέχρι τώρα εμπειρία μου πάντως, φίλοι και φίλες ήταν παραπάνω από πρόθυμοι να βοηθήσουν στη διανομή.
Ο σπόρος της κεντρικής ιδέας πότε φυτεύτηκε; Και πόσο διαφορετικό σου φάνηκε τελικά το βιβλίο όταν έγραψες και την τελευταία λέξη σε σχέση με αυτό που είχες αρχικά στο μυαλό σου; Ήμουνα κάτω από ένα πεύκο στην δυτική Πελοπόνησο και σάπιζα, κατά παράδοσην όλων των μεγάλων ανθρώπων του πνεύματος… Ε τότε μου ήρθε η ιδέα της γενικής πλοκής η οποία δεν είναι άλλη από το κείμενο περίληψης στο οπισθόφυλλο. Από κει και μετά άρχισα να κρατάω σημειώσεις για την πλοκή και σκηνές αλλά πολύ αποσπασματικά. Λίγο αργότερα θα γινει μια συστηματική δουλειά που θα μου δώσει έναν κεντρικό σκελετό. Αρχές Γενάρη άρχισα το γράψιμο. Από αυτόν τον αρχικό σκελέτό ξέφυγα σε πολλά σημεία, όταν αναπτύσσεται κάτι έτσι και αλλιώς αποκτάει τη δική του δυναμική. Η κεντρική όμως ιδέα, τα βασικά ζητούμενα και η διαδρομή παρέμειναν ίδιες. Από κει και πέρα, οι ταχύτητες, οι στάσεις, το τι βλέπεις από το παράθυρο της διαδρομής άλλαζαν, εμπλουτίζονταν, καθάριζαν και αναπλάθονταν σχεδόν συνεχώς. Οπότε από τη μια θα σου έλεγα ότι γενικώς ελάχιστα πράγματα άλλαξαν στην ουσία, από την από την άλλη όμως, αν ερχόσουν πριν ένα χρόνο κάτω από το πεύκο και μου λεγες «Ξέρεις σε ένα χρόνο θα έχεις γράψει ένα νουάρ βιβλιάρακι» το πιο πιθανό να σου απάνταγα «Άιντε ρε από δω κόψε το δούλεμα». Οπότε με αυτή την έννοια η αρχική ιδέα είναι μερικά έτη φωτός μακριά σε σχέση με την υλοποίησή της.
Σε κάποιους σαν κι εμένα, που δεν έχουν ιδέα για το blog σου, πως θα περιέγραφες το «κεφάλαιο blogging». Θέλω να πω, γιατί το έκανες, με ποιο σκεπτικό, και πάει λέγοντας. Γενικώς εγώ δε με θεωρώ μπλόγκερ, έτσι και αλλιώς, τι πάει να πει blogger; Τι υποβιβασμός της γραφής είναι αυτός σε ένα μέσο ποτέ δεν το κατάλαβα. Είχα 2 blogs περίπου από το ’07 μέχρι το ’12 με καθαρά σχεδόν πολιτικό περιεχόμενο. Το τωρινό είναι μάλλον εν πολλοίς πια ανενεργό και είχε την ματαιοδοξία να πει μερικές μουσικές ιστορίες πάνω στα κολλήματα μου. Το γιατί το έκανα δε νομίζω ότι διαφέρει και πολύ από το γιατί έκανε ο οποιοσδήποτε τότε ή και αργότερα ένα blog. Από εκεί και μετά, προσωπικά κατάλαβα ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είμαι καταδικασμένος να γράφω. Το κάνω 20 σχεδόν χρόνια και σχεδόν πάντα αυτά που γράφω βγαίνουν προς τα έξω, δηλαδή ποτέ δεν έγραφα ακριβώς για μένα. Το blog είναι ένας βολικός και εύκολος τρόπος χωρίς να δίνεις αναφορά σε κανέναν παρά μόνο σε αυτούς που σε διαβάζουν. Όπως ήταν παλιά τα φανζίνς, τα ανεξάρτητα μικρά έντυπα, και μια τεράστια underground παραγωγή, λόγου, μουσικής, εικαστικών κλπ. Το blog για μένα είναι απλά μια μορφή. Το στοίχημα είναι, και εδώ πολλοί το χάνουν νομίζω όπως και εγώ νομίζω και θέλω να πιστεύω ενίοτε μόνο, η μορφή που επιλέγεις να μην καθορίζει το περιεχόμενό σου.
«Έχει εργαστεί ως σερβιτόρος, οικοδόμος, εισπράκτορας σε αστικό ΚΤΕΛ, φοιτητής, διανομέας φυλλαδίων, τηλεφωνητής, πωλητής, ταμίας, αποθηκάριος και άνεργος», σημειώνεται, μεταξύ άλλων στο βιογραφικό σου. Έχοντας, λοιπόν, κάνει όλα αυτά και εν πολλοίς έχοντας…υποστεί ό,τι συνεπάγεται το καθένα από αυτά, να υποθέσω ότι ο «Νικήτας» λειτούργησε πρώτα και κύρια ως ένα όχημα αποσυμπίεσης για σένα τον ίδιο; Αν σου πω όχι, θα πω ψέμματα. Από την άλλη και ναι να σου πω, πάλι ψέμματα θα σου πω. Θεωρώ πολύ λίγη την αποσυμπίεση που μπορεί να προσφέρει το γράψιμο ή η τέχνη από μια τέτοια κατάσταση, τουλάχιστον σε μένα. Η αποσυμπίεση που εκδηλώνεται στο «Ένα δέκατο του 8», είναι μάλλον από άλλες κατάστασεις και άλλα γεγονότα άσχετες με το που, πόσο και πως έχω εργαστεί. Ωστόσο λειτούργησε και σε ένα βαθμό όπως το περιγράφεις. Βιωματικά στοιχεία προφανώς και υπάρχουν και επίσης προφανώς το γράψιμο αποτελεί και όχημα εκτόνωσης, αλλά από κει και πέρα με έναν τρόπο υπάρχει κάτι παραπάνω που σε πιέζει πέραν του να πας 8 ώρες κάπου για να δουλέψεις.
Είχα τη φιλοδοξία να περάσω σε μια αφήγηση κάτι λίγο από αυτή την αίσθηση του να ζούμε στην κόψη ενός ξυραφιού ή στην άκρη ενός περιστρόφου και κυρίως να στρέψω λίγο έναν μικρό φακό που κρατάω σε έναν άλλο κόσμο, με ίσως άλλους κώδικες και άλλη γλώσσα.
Κάθε κεφάλαιο φέρει τον τίτλο ενός τραγουδιού. Ενώ έγραφες, κατά κανόνα πρώτα ερχόταν το τραγούδι, ως ομπρέλα, κάτω από την οποία ξετύλιγες το κάθε κεφάλαιο ή το αντίστροφο; Το αντίστροφο. Τα τραγούδια προέκυπταν ξεκάθαρα μέσα στην πλοκή. Υπήρχε σχεδόν από την αρχή η επιθυμία μου να εμπλέξω τη μουσική με έναν τρόπο περίπου όπως τη χρησιμοποιώ και γω για να ντύσω ή να ξεντύσω αυτό που ζω, αλλά πριν ξεκινήσω το είχα αφήσει απολύτως ελεύθερο, ήθελα να δω πάνω στο γράψιμο τι μουσική θα επέλεγα στο τάδε ή το δείνα σήμειο. Ήταν ελάχιστα τα τραγούδια που ήξερα από την αρχή ότι θα είναι σε κάποιο κεφάλαιο, βασικά το «Dreaming», το «Days of Wine And Roses» και το «If there’s a hell below we are all going to go»…
Θυμάμαι να διαβάζω πρόσφατα κάπου ότι μετά από πέντα χρόνια κρίσης, παραδόξως δεν έχει αποτυπωθεί στην ελληνική λογοτεχνία με ουσιαστικό τρόπο όλη αυτή η κατάσταση. Χωρίς βέβαια να έχω διαβάσει ό,τι ελληνικό έχει κυκλοφορήσει τα τελευταία χρόνια, αν θες τη γνώμη μου, το δικό σου βιβλίο το καταφέρνει αυτό και μάλιστα με έναν καθόλου ηθικοπλαστικό τρόπο και μακριά από κλισέ. Να υποθέσω ότι αυτό ήταν αν όχι το κεντρικό drive, τότε ένα από αυτά που σε οδήγησαν στο γράψιμό του; Ηθικοπλασίες μακριά από μένα και χαίρομαι που το διαπιστώνεις και συ… Κατά δεύτερον έχω διαβάσει λίγη ελληνική λογοτεχνία ή πεζογραφία έτσι και αλλιώς και ειδικά σύγχρονη -και αυτό δεν το λέω για καλό, ούτε από κάποια αλαζονεία-, οπότε ούτε και γω ξέρω να σου πω αν αποτυπώνεται ή όχι. Τα κίνητρα για να γράψεις κάτι είναι έτσι και αλλιώς πολλά, πάντα είναι δηλαδή. Ο Νικήτας ήθελα να είναι ένας άνθρωπος της εποχής του, όπως είναι και ο Ζερφώ του Μανσέτ, και με έναν τρόπο όπως τελικά είμαστε και όλοι και όλες μας ασχετώς της ιδέας που έχουμε για τον εαυτό μας. Από εκεί και πέρα ήταν ένα σαφές κίνητρο όλο αυτό, όχι όμως με την ματαιοδοξία να καλύψω κάποιο κενό στην ελληνική πεζογραφία, σίγουρα όμως με τη φιλοδοξία να προσπαθήσω να περάσω σε μια αφήγηση κάτι λίγο από αυτή την αίσθηση του να ζούμε στην κόψη ενός ξυραφιού ή στην άκρη ενός περιστρόφου και κυρίως να στρέψω λίγο έναν μικρό φακό που κρατάω σε έναν άλλο κόσμο, με ίσως άλλους κώδικες και άλλη γλώσσα. Αν τα κατάφερα, έστω και λίγο μάλλον θα χαρώ.
Χωρίς να θέλω να αποκαλύψω κάτι για την υπόθεση, αν διάβαζες σε μια εφημερίδα την ιστορία του «Νικήτα» ή τέλος πάντων κάποιου που με γερές δόσεις βίας τα έκανε «πουτάνα όλα» για λόγους ανάλογους με του Νικήτα, τι θα σκεφτόσουν; Πάνω στο Νικήτα παραδόξως, όσο και να θέλω, εγώ δε μπορώ να σκεφτώ. Δηλαδή με έναν τρόπο, δεν μπορώ και δε θέλω να κρίνω τον τάδε ή τον δείνα σε προσωπικό επίπεδο. Δε θέλω να πω τι να κάνει κανείς. Ίσως να πω τι κάνει ήδη. Με έναν τρόπο αυτές οι ιστορίες είναι κομμάτια ενός τεράστιου παζλ. Στον αέρα ενίοτε. Πάντως, ξέρουμε πολύ καλά ότι τα εγκλήματα που μαθαίνουμε από το αστυνομικό δελτίο ελάχιστες φορές τα έχει φτάσει η φαντασία ενός συγγραφέα. Από κει και μετά υπάρχει το τεράστιο θέμα της δικαιοσύνης και πως αυτή αποδίδεται, αλλά κυρίως και ποιος την αποδίδει. Ο Νικήτας με έναν τρόπο παίρνει το νόμο στα χέρια του και προσπαθεί να λύσει μόνος του μια υπόθεση. Η περίπτωση του έχει ελαφρυντικά. Αλλά έχει και σαφή ευθύνη ο ίδιος σαν υποκείμενο. Τι κάνει, γιατί το κάνει και πως αποφασίζει να το κάνει. Προσπάθησα, και δεν ξέρω αν το κατάφερα, η αφήγηση του Νικήτα να έχει πολλά επίπεδα, και κυρίως να είναι μια αλληγορία. Συνολικά, επιδίωξα στο «Ένα δέκατο του 8» να γράψω κάτι από το οποίο ένας αναγνώστης θα βγάλει περισσότερα συμπεράσματα για τον ίδιο παρά για τον Νικήτα ή για έμενα. Πόσο το πέτυχα αυτό τώρα δεν μπορώ να το ξέρω.
Έχεις κάποιο έστω θολό πλάνο για το επόμενο «λογοτεχνικό ατόπημα»; Δε ζω από το γράψιμο. Και τα εισοδήματα μου θα πρέπει να βγουν απο τα χεράκια μου κάνοντας άλλα πράγματα. Το γράψιμο δε θέλει χρήματα βέβαια αλλά θέλει χρόνο. Και πολύ μάλιστα, άρα εμμέσως και χρήματα. Δηλαδή με ένα τρόπο αν δεν ήμουν άνεργος, και δεν είχα κάποια λίγα ελάχιστα χρήματα αυτό το βιβλίο δε θα έβγαινε ποτέ. Αυτό όμως είναι το πρακτικό που ίσως κάπως το κουμαντάρω. Ιδέες διάφορες υπάρχουν έτσι και αλλιώς. Ίσως, και για να κάνω τη drama queen, με ένα βασανιστικό τρόπο. Κάτι έχει δουλευτεί λίγο παραπάνω από μια απλή ιδέα, αλλά τώρα βρίσκομαι κάτω από ένα δέντρο στα Πατήσια και θα σου πω «Άιντε ρε από δω κόψε το δούλεμα».