Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
popaganda
popagandaΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΕΣ

Τα ήθη της γερμανικής κατοχής μέσα από τα χρονογραφήματα του Κώστα Βάρναλη

«Πολεμικά - 81 χρονογραφήματα γραμμένα κατά τον πόλεμο του 1940-41», επίκαιρα λόγω και των ημερών. Κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Αρχείο. Γράφει ο Γιώργος Βαϊλάκης.

Υπερασπίστηκε μέχρι τέλους -με το ίδιο συγκινητικό πάθος- τα ιδανικά του, στηλιτεύοντας κάθε βία και καταπίεση, επιδιώκοντας την αφύπνιση των συνειδήσεων, την ανάγκη διεκδίκησης μιας πιο δίκαιης ζωής. Και όλα αυτά, μέσα από ένα έργο που χαρακτηρίζεται από την επινοητικότητα, την ποικιλομορφία, την ένταση, την γλωσσική και υφολογική ευρύτητα μιας λεπτοδουλεμένης ποιητικής σύνθεσης.

Η πιο σημαντική, όμως, διάσταση της ποίησής του είναι -χωρίς αμφιβολία- η απαράμιλλα σκωπτική και ειρωνική του διάθεση, με την οποία υπονομεύει ανεπανόρθωτα τον καθησυχασμό, την προσαρμογή, την οποιαδήποτε τάση βολέματος και υποταγής.

Η διαφαινόμενη κλίση του Κώστα Βάρναλη (1884-1974) για τη λογοτεχνία είχε ήδη -από νωρίς- αρχίσει να αποδίδει καρπούς, ενώ η φιλολογική του κατάρτιση θα προσδώσει στα αισθητικά του κριτήρια μία πρώιμη ωριμότητα.

Κάπως έτσι, η εμφάνιση της πρώτης ποιητικής του συλλογής με τίτλο «Κηρήθρες» -το 1905- θα δείξει ότι ο ποιητής υπερτερoύσε έναντι των άλλων ποιητών της γενιάς του. Και, πράγματι, τα ποιήματα εκείνης της περιόδου γίνονται -μέσα από έναν εντυπωσιακό καταιγισμό εικόνων- χαρούμενα αισθησιακά τραγούδια τα οποία τα εμπνέει η δύναμη μιας ανέμελης και αισιόδοξης ζωής. Αλλά, αυτή η ανέμελη ξεγνοιασιά του, υπαινισσόταν μία υπόγεια μελαγχολία: «Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος; / Αχ, πού σαι, νιότη, πού ’δειχνες πως θα γινόμουν άλλος!». Πάντως, κατά τα πρώτα χρόνια της ποιητικής του διαδρομής, ήταν έντονα επηρεασμένος από τον Κωστή Παλαμά. Στον «Προσκυνητή» (1919), για παράδειγμα, προσπαθεί να συγκεράσει την αρχαία, βυζαντινή και σύγχρονη λαϊκή παράδοση, που είχε πρωτεργάτη τον Παλαμά, μαζί με το παγανιστικό, χριστιανικό και λαϊκό θρησκευτικό πνεύμα που ήδη είχε αρχίσει να διαπλάθει στο έργο του ο Σικελιανός. Ώσπου, έρχεται η φοίτησή του στο Παρίσι, στις αρχές της δεκαετίας του ’20, που θα επιφέρει βαθύτατες αλλαγές στην κοσμοαντίληψή του, η οποία πλέον διαμορφώνεται στη βάση του μαρξιστικού διαλεκτικού υλισμού: Τίποτα δεν θα είναι, πια, το ίδιο για εκείνον. Μόλις τρία χρόνια μετά, δημοσιεύει την εκτενή σύνθεση «Το φως που καίει» (1922), ένα άκρως επαναστατικό έργο – τόσο στη μορφή, όσο και στο περιεχόμενο.

Η σάτιρα, έκτοτε, γίνεται ένα μόνιμο χαρακτηριστικό του ύφους του, ενώ παράλληλα υιοθετεί τον καθημερινό λαϊκό λόγο. Άλλωστε, χαρακτηριστικό γνώρισμα της ποίησης του Βάρναλη είναι η εναλλαγή της επικής έξαρσης με έναν διάχυτο λυρισμό και μια διαπεραστική σάτιρα. Απαράμιλλο σε λυρισμό είναι το ποίημά του «Ο πόνος της Παναγιάς» από τους «Σκλάβους πολιορκημένους» (1927) όπου δίνεται ο πόνος της μάνας για το παιδί της μέσα από μία ιδιαίτερα καθηλωτική συγκινησιακή φόρτιση. Επίσης, από τις πλέον δημοφιλείς ποιητικές συνθέσεις του είναι «Η Μπαλάντα του Κυρ-Μέντιου» (1956), ένα από τα  λαϊκότερα και πλέον επαναστατικά ποιητικά έργα του. Εδώ, ο Βάρναλης ξεπερνάει τα συνήθη όρια της εποχής  και επιχειρεί με οξεία σατιρική διάθεση να «ανοίξει τα μάτια» στον λαό δείχνοντάς του, όπως την αντιλαμβανόταν, τη δουλική κατάντια του: «Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο/ χάιντε Σύμβολον αιώνιο!/ Αν ξυπνήσεις, μονομιάς/ θα ’ρτη ανάποδα ο ντουνιάς».

Η επαναστατική διάθεση είναι προφανής: ξεσήκωνε –μέσα από την τέχνη του- τους ανθρώπους να πιστέψουν κάτι εξαιρετικά σημαντικό και –εν τέλει- καθόλου αυτονόητο: Ό,τι σε δύσκολους καιρούς τα πάντα είναι πιθανά: ακόμη και το καλύτερο! Αρκεί να το πιστέψεις και να το προσπαθήσεις. Δεν είναι κάποιος οδηγός αυτοβοήθειας – είναι υψηλή τέχνη με κοινωνικά μηνύματα, με την τέχνη μεν να υπερτερεί των μηνυμάτων, τα οποία –εν τούτοις- παραμένουν ηχηρά. Όταν έρχεται η κήρυξη του πολέμου, στις 28 Οκτωβρίου 1940, ο Κώστας Βάρναλης δημοσιογραφεί στην εφημερίδα «Πρωία», υπογράφοντας το χρονογράφημα.

Οι καιροί ήταν δύσκολοι – το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς. Και εκείνος, στρατεύθηκε στον αγώνα με τον τρόπο που ήξερε: Εμψυχώνοντας, δηλαδή, τους αναγνώστες με μία εντυπωσιακή καθαρότητα σκέψης σε τέτοιες στιγμές, αλλά και με την γνωστή, πλέον, ειρωνεία του απέναντι στον ιταλικό φασισμό και την προσωπικότητα του Μουσολίνι. Ακόμα και μετά τη γερμανική επίθεση, προσπαθεί να διατηρήσει ψηλά το ηθικό των Ελλήνων. Ο Νίκος Σαραντάκος, επιμελητής και σχολιαστής των χρονογραφημάτων του Βάρναλη, διάλεξε για την παρούσα έκδοση 81 χρονογραφήματα του ποιητή που δημοσιεύτηκαν στην «Πρωία» – από τον Νοέμβριο του 1940 έως τον Απρίλιο του 1941. Μέσα από αυτά, διαφαίνονται λεπτομερώς τα ήθη της γερμανοκρατούμενης Αθήνας.

Ή, αλλιώς, αναδεικνύεται εκείνη η λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα αποδεκτά όρια της ανθρώπινης συμπεριφοράς και την ζωώδη ανάγκη για επιβίωση. Κοινός παρονομαστής των χρονογραφημάτων γίνεται η πείνα, η ένδεια, η έκπτωση των αξιών, μέσα από τις συμπεριφορές ενός αδιανόητου -για τα σημερινά δεδομένα- κόσμου της εξαθλίωσης.

Παράλληλα, αποτυπώνεται μοναδικά -με μία απρόσμενα διάχυτη σάτιρα- η καθημερινότητα μιας άλλης Αθήνας, με τα μυστικά καταγώγια, το νερωμένο κρασί, τις υπόγειες ταβέρνες και τις συμπεριφορές ανθρώπων που επιχειρούσαν -έστω για λίγο- να λησμονήσουν την αδυσώπητη, πνιγηρή πραγματικότητα. Όλα αυτά, από ένα ποιητή που δεν έπαψε ποτέ, σε καιρούς απολύτως δυσχερείς, να εμπνέει και να προσπαθεί να ενώσει, ψάχνοντας πάντα την ελπίδα μέσα στις παρέες, εκεί που το «εγώ» υποχωρούσε για να έρθει το «εμείς» – συχνά, υπό την επήρεια του φτηνού αλκοόλ: «Μες την υπόγεια την ταβέρνα / μες σε καπνούς και σε βρισιές / (απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα) / όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές / εψές, σαν όλα τα βραδάκια / να πάνε κάτου τα φαρμάκια». Εκείνες, όμως, οι παρέες ήταν η αναγκαία προϋπόθεση για να υπάρξει μια συλλογική αντίδραση. Και αυτό, όταν τίποτα δεν μοιάζει να πηγαίνει καλά, δεν είναι λίγο. Είναι ένας ψίθυρος αισιοδοξίας, μία υπόσχεση μέσα στο χάος. Αλλά είναι μια αρχή: κάτι θα αλλάξει…

Κώστας Βάρναλης
«Πολεμικά – 81 χρονογραφήματα γραμμένα κατά τον πόλεμο του 1940-41»
Επιμελητής: Νίκος Σαραντάκος
Εκδόσεις: Αρχείο
Σελίδες: 185

Βιβλία στη Βιτρίνα 

Μάρτιν Ο’ Κάιν
«Η ζωή κάτω απ’ το χώμα»
Μετάφραση: Μιλτιάδης Αργυρόπουλος
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Σελίδες: 400
Δυτική Ιρλανδία. Ένας άγονος και φτωχός τόπος στις ακτές του Ατλαντικού. Στο κοιμητήριο της μεσαίας τάξης, όπου κάθε τάφος κοστίζει δεκαπέντε σελίνια, οι νεκροί ανακτούν τη συνείδησή τους λίγο μετά την ταφή. Αδυνατούν να κουνηθούν από τη θέση τους, είναι ωστόσο σε θέση να συνομιλήσουν μεταξύ τους. Μέσα στο χώμα ανασυγκροτείται βαθμιαία ο ίδιος κοινωνικός ιστός που υπήρχε και πάνω στη γη. Οτιδήποτε μπορεί να ειπωθεί και να μείνει ατιμώρητο, όχι όμως και ασχολίαστο, καθώς όλοι ακούν σχεδόν τα πάντα. Τι θα γινόταν άραγε, αν οι άνθρωποι είχαν μια αιωνιότητα στη διάθεσή τους και κανέναν απολύτως λόγο να επιβάλουν φραγμούς στη γλώσσα τους; Τι θα ξεστόμιζαν αν δεν φοβούνταν πια ο ένας την εκδίκηση του άλλου; Ο Μάρτιν Ο’ Κάιν, ένας σπουδαίος εκπρόσωπος της ιρλανδικής λογοτεχνίας στον εικοστό αιώνα, απαντά στα παραπάνω ερωτήματα με αυτό το ακαταμάχητο, ξεκαρδιστικό μυθιστόρημα – ένα έπος που ραψωδεί το εύρος της ανθρώπινης μικρότητας.

Νιλ Σίνγιαρντ
«Άλφρεντ Χίτσκοκ: Ο άρχοντας του σασπένς»
Μετάφραση: Πάρις Μνηματίδης
Εκδόσεις: Το Μέλλον
Σελίδες: 178
Τα θρίλερ του είναι τα πιο βαθυστόχαστα και αυτά που έχουν αντιγραφεί πιο εκτεταμένα στον κινηματογράφο λόγω της επινοητικότητας της πλοκής τους. Ο Χίτσκοκ απολάμβανε τον τίτλο του «Άρχοντα του Σασπένς» αλλά ήταν πρωτοπόρος σε πολλά περισσότερα από αυτό. Πήγε στο Χόλιγουντ το 1939 ύστερα από μια σειρά έξοχων, γεμάτων ζωντάνια ταινιών γυρισμένων στη Βρετανία. Βρήκε αργά τον βηματισμό του κατά την πρώτη δεκαετία εκεί, αλλά γύρισε επιτυχίες όπως η «Ρεβέκκα» και η «Υπόθεση Νοτόριους». Από τον «Άγνωστο του Εξπρές» μέχρι τη «Μάρνι», δεν σκηνοθέτησε ούτε μία ταινία που να ήταν λιγότερο από ενδιαφέρουσα και με κάποιον τρόπο προκλητική. Ο «Δεσμώτης του Ιλίγγου», το «Ψυχώ» και τα «Πουλιά» είναι αριστουργήματα του είδους. Ο Χίτσκοκ ήταν ένας ιδιοφυής φαρσέρ, συχνά με μία νοσηρή αίσθηση του χιούμορ, αλλά πίσω από αυτό το διάσημο προφίλ βρισκόταν επίσης ένας μηδενιστής, ένας καθολικός ηθικολόγος, ένας φροϋδικός ψυχαναλυτής της σεξουαλικότητας, και ένας καλλιτέχνης του οποίου οι ευαισθησίες ήταν –εν τέλει- πρώιμα εναρμονισμένες με τη σύγχρονή εποχή του άγχους. 

Ιλδεφόνσο Φαλκόνες
«Οι κληρονόμοι της γης»
Μετάφραση: Αγαθή Δημητρούκα
Εκδόσεις: Πατάκη
Σελίδες: 888
Βαρκελώνη, 1387. Οι καμπάνες της εκκλησίας της Σάντα Μαρία δε λα Μαρ χτυπούν για όλους τους κατοίκους της συνοικίας Ριμπέρα, αλλά κάποιος τις ακούει με ιδιαίτερη προσοχή. Ο Ούγο Λιορ, γιος ναυτικού που έχει πεθάνει, στα δώδεκά του δουλεύει στα ναυπηγεία χάρη στη γενναιοδωρία ενός από τους πλέον σεβαστούς προκρίτους της πόλης, του Αρνάου Εστανιόλ. Ωστόσο το νεανικό του όνειρο να γίνει ναυπηγός ανατρέπεται από τη σκληρή κι ανελέητη πραγματικότητα, όταν η οικογένεια των Πουτζ, που μισούν τον Εστανιόλ, εκμεταλλεύονται την προνομιακή τους θέση κοντά στον νέο βασιλιά για να πάρουν την εκδίκηση που χρόνια επιζητούσαν. Δέκα χρόνια μετά την «Παναγιά της θάλασσας», ο Ιλδεφόνσο Φαλκόνες επιστρέφει στον κόσμο που τόσο καλά γνωρίζει: τη μεσαιωνική Βαρκελώνη.

POP TODAY
popaganda
© ΦΩΤΑΓΩΓΟΣ ΕΠΕ 2024 / All rights reserved
Διαβάζοντας την POPAGANDA αποδέχεστε την χρήση cookies.